Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

ήταν ένα παιδί,

Που ξυπνούσε το πρωί,

Και τα πόδια του,
Δεν πατούσαν,
Σε γυαλιστερό πάτωμα.

Άνοιγε τα μάτια,
Γνωρίζοντας,
Πως, έστω,
Θα ζεσταθεί
από τον ήλιο,

Αφού από φαγητό,
Οι καιροί είναι δύσκολοι.

Ξυπνούσε,
Και ρωτούσε τη μαμά,
Αν είναι καλά.

Η μαμά,
Που πάντα φρόντιζε το παιδί,
Που πλέον, φαινόταν η απορία
στο μικροσκοπικό του πρόσωπο,

Γιατί μαμά,
Μας βομβαρδίζουν;

Σε κάποιο άλλο, σημείο, μιας πόλης,
Αρκετά χιλιόμετρα, μακριά,
Ένα άλλο παιδί,
Έχει, ήδη, από καιρό, μεγαλώσει.

Μα ο θυμός του, πλέον, συσσωρεύτηκε.

Είναι όπως, κάνοντας ποδήλατο, από λάθος σου, βγαίνεις ξαφνικά σε μια λεωφόρο, προκαλώντας έναν οδηγό αυτοκινήτου, να φρενάρει, βρίζοντας σε.
Τι κάνεις τότε; Σηκώνεις το μεσαίο δάχτυλο της παλάμης;
Δεν φοβάσαι, ακόμη κι αν ξεφύγεις προσωρινά, μπαίνοντας αντίθετα σε μια άλλη οδό, μήπως, αυτός ο οδηγός, πάει στην αστυνομία; Ώστε αργότερα, να στην έχει στημένη, ένα περιπολικό;
Θα χάσεις τις βόλτες σου στη γειτονιά, για να απαντήσεις επίσης, προκλητικά, σε έναν ανεγκέφαλο, που σίγουρα του τα φοράει, η γυναίκα του; Εσύ τουλάχιστον, είσαι λογικός.
Και πες ότι σε τσακώνουν. Άντε να εξηγήσεις ότι δεν έφταιγες. Ποιον θα πιστέψουν; Έναν άνεργο ενήλικο ποδηλάτη, ή τον οδηγό του αυτοκινήτου, ο οποίος θα υποστηρίξει, πως δεν σε έβρισε; Προκλήθηκε αρχικά. Τώρα πως. Άντε να αποδείξεις, δηλαδή, ότι δεν είσαι ελέφαντας.

Δυστυχώς στην εποχή μας, κανείς δεν φοβάται την οργή του πράου. Θα τους φανεί όμως, πολύ απρόοπτη, όταν ξεσπάσει.
Όπως η επίθεση του ενήλικου ιπποπόταμου, ο οποίος παράδοξα, δεν δέχεται το νέο μωρό, μιας άλλη μάνας, στο κοπάδι. Τι κάνει; Το αρπάζει. Το δαγκώνει, πνίγοντας το, μες το ποτάμι.
Ο δικός μου, θυμός, ξυπνώντας, είναι τόσο μεγάλος, μετά την αναστάτωση που προκάλεσαν οι κλέφτες, σπίτι μου, που αποφασίζω, χωρίς να με νοιάζουν οι συνέπειες, να ντυθώ και να βγω, έχοντας σε μια τσάντα, το καλό, κοφτερό, μαχαίρι. Επίσης λίγα τρόφιμα. Νερό. Ραδιοφωνάκι, με ακουστικά, για τα νέα που θα προκύψουν..

Μετά από ώρα, αλλάζω δρομολόγιο, πληρώνοντας το εισιτήριο, στο πούλμαν που με οδηγεί στη Νέα Μάκρη.
Ευτυχώς που είμαι εφοδιασμένος με καλή μνήμη, και θα εντοπίσω, πιστεύω, εύκολα, το σπίτι της Αλεξάνδρας.
Μαζί της, θα πληρωθούν και τα χρέη, όχι μόνο του βιασμού του σπιτιού και της προσωπικότητας μου, επίσης, όσων γυναικών δε με θέλησαν στη ζωή τους. Για κάθε αδικία και ειρωνεία που αναγκάστηκα να δεχτώ, επειδή προτίμησα να μην σηκώσω το μεσαίο δάχτυλο.
Πρέπει να είμαι προσεκτικός.
Ώ, ήρθε η ώρα της.
Όπως πολλών, η ώρα, έχοντας το παρακάνει.
Ώ, κάποια μέρα! Κοντινή!
Αυτή η πορνεία της Κοινωνίας, ψυχή τε και σώματι. Που σε προκαλεί να σπάσεις τη τηλεόραση, για να μην κάνεις εμετό. Δυστυχώς όμως, τα μεγάλα καθάρματα της κοινωνίας, οι εργοδότες, δεν τους χτυπάει κανείς!!
Πόσο δε, τους προδότες της χώρας.




Ενόσω το πούλμαν, με φέρνει όλο και πιο κοντά στην παραλία της Νέας Μάκρης, σκέπτομαι, πως είναι και άλλες φορές, που θες να σηκώσεις το μεσαίο δάχτυλο. Πρώτα στις κρυφές σκέψεις εκείνων, σε ορισμένα κανάλια, που μας κάνουν κήρυγμα, πώς να φερόμαστε. Πιο στρωτά, υποτίθεται..

Ώ, πόσο τυχεροί είναι. Επειδή προσπάθησαν στη ζωή.
“Υπέγραψαν συμβόλαιο” για οικογένεια –κι έπειτα, περνάς απέξω απ’ το σπίτι τους, ακούγοντας τη μάνα, να βρίζει τα παιδιά, της, απειλώντας τα, πως τα ξυλοφορτώσει. Αλήθεια, τι γονείς είναι αυτοί, που ήθελαν να ξεφύγουν από τους τέσσερις τοίχους, μα δεν είχαν την νοημοσύνη να προβλέψουν.. πως τα παιδιά, χρειάζονται να τα φροντίζουν. Κάτι νέο, έχουν ανάγκη. (μα που να πάει ο νους του ανθρώπου, που βρήκε επιτέλους, την πολυπόθητη ασφάλεια… που καρτερούσε…).
Ώ, ναι, δεν κλείστηκαν σε τέσσερις τοίχους… (χαμογελώ). Φορές ασφυκτιούν τόσο, που πηδάνε ότι τους γυαλίζει. Κάτι νέο, σαν άδειο διαμέρισμα.

Σήμερα το πρωί, προτού φύγω, μια θαλάσσια αύρα, πότισε τα ρουθούνια. Μήπως ήταν το φρέσκο καρπούζι; Η ευωδία του.
Γενικά, εδώ λένε: όποιος πεινάει πολύ –για διακοπές- καρβέλια… ονειρεύεται.
(όποιος δεν προσπαθεί).
Σκέψεις στο λεωφορείο:


Εκείνη η αρχέγονη ανάγκη
των ανθρώπων,

Να εννοήσουν από νωρίς,
Πως συμβαίνουν τα πάντα, στη ζωή.
Πως καταλαβαίνεις, ποιος είσαι.

Πως έχεις ανάγκη ένα άλλο πρόσωπο.
Το δίδαγμα της οικογένειας.
Τα μικρά βήματα, ενός βίου,
παρόμοια με το θέλω,
συνέχισης της ζωής, ενός βρέφους.

όπως εκείνα του μωρού,

Που πλέον δεν θ’ αναπαύεται,
τόσο συχνά,
Στην αγκαλιά των γονιών,
λόγω κοινωνικής ανασφάλειας.

Λόγω μιας τάσης,
Να τους αποχωρίζεται..




Περπατώ, αποφασισμένος, προς το σπίτι της Αλεξάνδρας.
Το ένα μου χέρι, κρατά, με θυμό, μες την σακούλα, το καλό, κοφτερό, μαχαίρι.
Το άλλο, είναι λεύτερο, στον αγέρα.

Ίσως αν δινόταν συνέχεια, στην ταινία, Love Story, να υπήρχε ελπίδα
για μένα.
Τώρα είναι πολύ αργά.
Τώρα πια…



Τραβώ το σύρτη της καγκελόπορτας.
Εμπρός μου ορθώνεται ακόμη, το σπίτι της γυναίκας που με ξεπαρθένεψε.
(Δυστυχώς, δεν θα ‘ναι για πολύ, μια ζωντανή ανάμνηση).

Ο θυμός μου, είναι τόσο έκδηλος τώρα, που δε συγκρατώ την έκφραση στο πρόσωπο.
Αποκαλύπτω σιγά σιγά, το καλό, κοφτερό, μαχαίρι, από την τσάντα, μα προτού προλάβω να προχωρήσω, αισθάνομαι ένα δυνατό κεφαλοκλείδωμα.
- Που πας, φιλαράκο; Είναι μια αντρική φωνή.
Με μια κίνηση, μου πετά στο χώμα, το μαχαίρι. Αμέσως μετά, τον ακούω να λέει:
- Τώρα προχώρα προς την πόρτα, κι όχι αστεία.
Η φωνή του είναι άγρια, μα δεν φωνάζει. Ούτε καν, μπορώ, να δω το πρόσωπο του, έτσι όπως με γράπωσε. Με το ένα μου χέρι, πίσω, στην πλάτη. Δεν τολμώ, καν, να αντιδράσω.

Φτάνοντας στην εξώπορτα, της παρούσης μονοκατοικίας, σπρώχνοντας με, ο άντρας που φρόντιζε να μην του ξεφύγω, παρόλο που δεν αντιστεκόμουν, δυό βήματα πριν το κατώφλι, η πόρτα ανοίγει, και εμφανίζεται η Αλεξάνδρα, θυμωμένη.
- Τι έγινε, Απόστολε; Με νοστάλγησες;
- Κάτι τέτοιες του σιναφιού σου, τις τρώω για πρωινό, μιλώ με θυμό.
- Ά ναι, ε;
- Δεν αποτελείς την εξαίρεση. Έχει βρωμίσει η Αθήνα, με πόρνες, σαν κι εσένα!
- Να ήσουν τουλάχιστον προσεκτικός, με ειρωνεύεται, εκείνη.
- Εσύ είπες πως είναι δειλός, μίλησε ο άντρας, ενόσω με πετούσε με ορμή, άτσαλα, στον καναπέ, του σαλονιού.
Εκείνη κοιτώντας με, λέει:
- Όντως, είναι κάτι απρόοπτο.
- Κρατούσε αυτή τη τσάντα.
- Να δω.
Ενόσω εκείνη έψαχνε τη τσάντα, ο άντρας βγήκε για ελάχιστα έξω, επιστρέφοντας κατόπιν, τρέχοντας.
- Για δες αυτό, της δείχνει το κοφτερό μαχαίρι.
- Για δες αυτό! γελά εκείνη.
- Εσύ, έχεις προοπτικές, παιδί μου –χαμογελά.
- Τι θα τον κάνουμε;
- Πάρτον Φάνη, στην αποθήκη, στην πίσω αυλή, και κλείδωσε τον. Δώστου και την τσάντα. Να ‘χει παρέα!

Ευτυχώς η αποθήκη, φωτίζεται, από ένα μικρό παραθυράκι, σ’ έναν τοίχο, λίγο ψηλά για να μπορώ να κοιτώ έξω. Αν τεντωθώ, μόλις δηλαδή. Και κάνει μια ζέστη.

Στην μεσοτοιχία, μες το σπίτι:
- Άστον να ψηθεί μερικές ώρες, ως το βράδυ, και θα τον αναλάβω για τα καλά.
- Με θες κάτι άλλο;
- Όχι Φάνη.
- Ά, για στάσου.
- Ναι;
- Άκουσε. Ειδοποίησε, ξέρεις ποιον, για το πρόβλημα τούτο. Δυο τρία λόγια δηλαδή. Πως ελέγχεται η κατάσταση. Εντάξει;
- Ok, Αλεξάνδρα.

Ο άγριος άντρας, βγαίνει, κατευθυνόμενος προς την μοτοσικλέτα του, λίγα μέτρα πιο κάτω, στον παραλιακό δρόμο. Βάζει μπρος και απομακρύνεται με θόρυβο.



Ακούω βήματα.
- Πως τα πας, αγόρι;
Δεν απαντώ.
- Δε μιλάς, ε; Κάνεις και τον δύσκολο.
Μιλιά.
- Ξέρεις, ήταν πολύ κουτό να έρθεις. Κουβαλώντας και την ταυτότητα σου. Αυτό το παλιοχαρτί, δηλαδή –εννοεί την θεωρημένη φωτοτυπία.
- Εσύ με έκλεψες; Ρωτώ.
Δεν απαντά.
- Είσαι… Είσαι…
- Τι είμαι, Απόστολε;
- Μια του δρόμου! φωνάζω.
- Ώ, φίλε μου. Κάνε ησυχία, μαλάκα! μιλά θυμωμένα, ξαφνικά.
-παύση-
- Κοίτα να ησυχάσεις, κακομοίρη μου, αν δεν θες να πας νωρίτερα, ξέρεις που.
Τι εννοεί; Θα με βγάλουν από την μέση;
Σηκώνομαι και πλησιάζω την πόρτα.


Για λίγα λεπτά δεν ακούγεται τίποτα. Ξέρω όμως πως βρίσκεται εκεί έξω. Δεν αντιλαμβάνομαι κίνηση.
- Ηρέμησες; Ακούγεται η φωνή της.
- Εγώ να ηρεμήσω; Ρωτώ, θυμωμένος, με ένταση.
- Δεν θα με σκότωνες, ε;
Δεν απαντώ.
- Μα είναι δυνατόν να είσαι τόσο ανόητος; -χαμογελά.
- Ειλικρινά δεν το περίμενα. Από έναν παρθένο, δηλαδή.
- Όχι πια, φωνάζω.
- Σίγουρα, κακομοίρη μου, έχεις αρκετό θυμό ακόμη, μέσα σου. Λόγω της τόσης έλλειψης, δηλαδή. Γελά.
Μιλιά.
- Όχι πως θυμάσαι, δα, πως γίνεται. Γελά ακόμη.
-παύση-
- Κακομοίρη μου. Πίστευες ότι θα ήταν τόσο εύκολο.
Ακόμη δε μιλώ.
- Το παραδέχομαι όμως, Απόστολε. Έχεις κότσια.
- Δεν μιλάς, ε; ρωτά.
- Όχι.
- Έλα, έλα, φίλε μου –γλυκαίνει τη φωνή της. Θα θυμάσαι που σου είχα πει, πως αν είσαι αργότερα εδώ, θα το ψάχναμε περισσότερο.
- Τι εννοείς, παλιο… -με διακόπτει.
- Ηρέμησε, μαλάκα!
- Κάτσε εκεί μέσα, λοιπόν, να βράσεις!
Απομακρύνεται.
Δε ξέρω αλήθεια, που θα βγάλει αυτό. Προτιμώ να κοιμηθώ σε έναν πάγκο που παρατηρώ. Το όνειρο που βλέπω στη συνέχεια, είναι το εξής: δύο δωμάτια. Είμαι ξαπλωμένος, κάτω. Έχω πέσει για να προστατευτώ από κάτι. Είμαι αθώος, φωνάζω. Ένα χέρι προσπαθεί να μπει, ανάμεσα σε εμένα και τον άντρα, στο διπλανό δωμάτιο, ο οποίος, με, με, με πυροβολεί! Δυό φορές.
Αισθάνομαι αυτόματα, τις σφαίρες να με πλήττουν, χωρίς πόνο όμως.
Ξυπνώ αμέσως, μετά από τούτο το απρόοπτο τέλος του ονείρου. Τι σήμαινε; Δεν πάει ο νους.
Είμαι πολύ αφελής. Πολύ αδαής.
Που έμπλεξα άραγε.
9


Δεν ξέρω πόσες ώρες κοιμόμουν.
Ο εγκλεισμός μου, σε τούτη την αποθήκη, ομοιάζει με προοίμιο φυλακής.
Μετά από μερικά λεπτά, ακούω βήματα να πλησιάζουν.
Κάτι ψίθυροι: Άστον. Άστον σ’ εμένα. Εσύ το νου σου. Σα να έδινε κάποιος, οδηγίες σ’ έναν άλλο.

Τα βήματα γίνονται πιο θαρραλέα. Δυο κτύποι στην πόρτα.
- Ζεις; ρωτά η Αλεξάνδρα.
Δεν απαντώ.
- Κοίτα να συμμορφωθείς γιατί δεν ξέρεις τι σε περιμένει.
Σηκώνομαι και πλησιάζω την πόρτα.
- Αλήθεια; Τι; Ρωτώ (όπως ένας ανόητος απορεί για τις συνέπειες της πράξης του).
- Θα με καθαρίσετε, όπως διαρρήξατε και το σπίτι μου;
- Δεν είσαι μόνο, κουτός, έχεις και φαντασία.
- Θες να πεις, ότι δεν το κάνατε εσείς!
- Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις και πολλά.
- Καλά λέω εγώ, πως σε ορισμένους ανθρώπους, αξίζει ο θάνατος.
- Φαίνεται όμως, πως δεν τα πήγες καλά. Είσαι πρωτάρης, κακομοίρη μου –χαμογελά.
- Να φοβάσαι τους πρωτάρηδες, επειδή ο θυμός τους είναι μεγαλύτερος απ’ όσο νομίζει το Κράτος, πως είναι ικανό να ελέγξει, καταστάσεις.
- Τι εννοείς; Είναι στις προτεραιότητες σου;
- Δεν ξέρω τι μου λες, παλιογυναίκα. Κάτι τέτοιες σαν κι εσένα, τις φτύνω πατόκορφα, που βρωμίσατε το φύλο σας, με τις πράξεις σας!
- Σου άρεσε, όμως.
- Έφταιγε το ποτό. Μόνο –σα να παραπονιέμαι. Μόλις.
- Σου έκανα τόσο κακό, που ήθελες να με σκοτώσεις; Μιλά φυσικά.
- Σε μερικούς ανθρώπους, αξίζει ο θάνατος, μιλώ ξεψυχισμένα, πλέον.
- Όπως;
- Στον πρόεδρο του ΣΕΒ. Στους προδότες της χώρας. Σε μεμονωμένα άτομα, ή χώρες, ακόμη ακόμη.
- Εσύ παιδάκι μου, έχεις μόνο φαντασία, τελικά, -αρχίζει να γελά, σα να την συνόδευε, επίσης, κάποιος άλλος, νομίζω, στο ξέσπασμα της.
Ούτε λεπτό δεν περνά.
Ακούω την πόρτα να ξεκλειδώνει. Έρχομαι αντιμέτωπος πρόσωπο προς πρόσωπο, με την ίδια.
- Έλα να πάρεις μια ανάσα. Κάνει νεύμα να την ακολουθήσω.
Μιλά σιγανά:
- Σε εξίταρε ποτέ, να αισθάνεσαι ότι τα βάζεις με το νόμο;
Δεν προλαβαίνω να απαντήσω. Εισερχόμαστε στο σπίτι. Η δροσιά από το κλιματιστικό, αποτελεί λύτρωση για μένα. Το βλέμμα μου παίζει ένα γύρω. Που βρίσκεται ο άγριος άντρας, που με έκλεισε στην αποθήκη; Πως τον αποκάλεσε; Φάνη; Κάπως έτσι. Δεν είναι εδώ. Ή μήπως ναι;
Καθόμαστε στο σαλόνι.
- Στο λέω –συνεχίζει εκείνη- επειδή δεν ξέρεις, τι σημαίνει παρανομία. Δικαιολογημένο, το άγαρμπο σχέδιο σου, εναντίον μου.
- Και πού ξέρεις εσύ, τι έχω πράξει εγώ; (Ώχ, τι ήθελα να μιλήσω. Έχε χάρη να της αποκαλύψω ότι λήστεψα ένα ψιλικατζίδικο, χτυπώντας τον υπάλληλο στο λαιμό. Πρέπει να συγκρατηθώ).
- Ώπα, ώπα, δεν μας τα ‘πες αυτά, αγόρι μου –χαμογελά, διάπλατα.
Μεγάλη η αυτοπεποίθηση της. Της το παραδέχομαι.
Προσπαθώ να αποφύγω, τώρα, το βλέμμα της.
- Θα ‘χεις κάνει κι εσύ, πολλά, ε; Εξακολουθεί να χαμογελά.
Δεν απαντώ.
- Κοίτα ν’ αφήσεις τα κόλπα. Δεν είναι για σένα, Απόστολε. Όχι βέβαια πως θα γλιτώσεις τόσο εύκολα από εμάς. Όχι όχι. Πίστεψε το. Θα υποφέρεις για τη πράξη σου. Είσαι πολύ αφελής όμως. Καθόλου οργανωτικός επίσης. Όχι βέβαια, πως αρκετοί δεν πέτυχαν, στηριζόμενοι στην επίσης ανοργανωσιά, της αστυνομίας. Έ, τι λες; σηκώνει τα φρύδια.
- Για ένα, είμαι σίγουρος: πως η μαφία δίνει εντολές στην αστυνομία, να μην αποκαλύψει τους ενόχους π.χ. που κρύβονται πίσω από την δολοφονία του παιδιού, στην Βέροια. Λες και του απλού λαού, του λείπει ο νους, να εννοήσει ορισμένες καταστάσεις.
- Ο απλός λαός! Καγχάζει. Τρώει τόσες φάπες, που ακόμη κι αν τον κλέψουν –σε αυτό το σημείο, το βλέμμα της ζωηρεύει- ακόμη κι αν τον κλέψουν, επαναλαμβάνω –χαμογελά- είναι τόσο μικροί, ο λαός, που θα πουν κι ευχαριστώ, στον θεό τους, που βγήκαν ζωντανοί, τουλάχιστον. Από φάπες, έχουν φάει, πολλές. Βέβαια, μην ξεχνάς και τους χαζούς μπάτσους. Όλα αυτά τα στραβάδια δηλαδή. Να σου δώσω ορισμένα παραδείγματα:
- Στα λέω, προσωρινά, επειδή δεν ξέρω τι θα κάνω μαζί σου. Ίσως και για να σε ενθαρρύνω κάπως.
(Ύπαγε πίσω μου, όξο απ’ οδώ. Άλλαξε γνώμη, πως είναι για μένα, ότι θέλει να μου αναφέρει;).
- Ίσως τώρα που λογικεύτηκες ..κάπως, θα σου περιγράψω, χαρακτηριστικές εικόνες, της άγαρμπης πολιτικής, των μπάτσων. Αλήθεια –χαμογελά- δεν ξέρω, ποιοι τους εκπαιδεύουν! Μα τι φταίνε, αυτοί οι ανεπάγγελτοι, με τον ψωρομισθό που πληρώνονται. Με τι όρεξη να παρακολουθήσουν κάποιον, με αξιοπρέπεια. Το πρόσωπο της ξεχειλίζει από υπερηφάνεια.
- Π.χ. κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι, μ’ έναν γνωστό σου. Έξω. Παρακολουθείς. Κάπου έξω, είπαμε. Δεν έχει σημασία. Φτάνει τότε, ένας μυστικός. Στρογγυλοκάθεται στην καρέκλα, πίσω απ’ την πλάτη μας. Δήθεν πως διαβάζει εφημερίδα. Λες και εμείς δεν τον παίρνουμε χαμπάρι. Δεν παραγγέλνει όμως. Εκεί είναι που καρφώνεται! Η σερβιτόρα, δε, παραπονιέται. Εκείνος, με έντονο ύφος, κάτι της λέει. Μισόλογα. Με έντονο ύφος, ξανά. Ά, δε σου ‘πα το καλύτερο. Πριν από μερικά λεπτά, παρατηρείς έναν που περνά, κοιτώντας προς το μέρος που καθόμαστε.
- Μάλιστα.
- Άσε με να τελειώσω.
- Είναι απαραίτητο;
- Έτσι φαίνεται!
Σα να θυμώνει.
Τώρα γιατί.
- Άλλες φορές, συναντάς απρόοπτα, την ώρα που βγαίνεις από ένα κτίριο, ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, που μόλις σε αντιλαμβάνεται να πλησιάζεις προς το μέρος του, μιας και είναι ο δρόμος σου προς τα εκεί, ξαφνικά, αφού είναι τόσο μεγάλο στραβάδι! γκαζώνει. Και γκαζώνει τόσο εξαιρετικά, που δίνει στόχο, το στραβάδι! Ώ ναι. Ξέρεις πως ήρθαν για σένα. Μα είναι τόσο βλάκες οι μπάτσοι. Δεν ξεχνώ ορισμένα άλλα τεχνάσματα τους: Π.χ. τοποθετούν ένα μηχανάκι, με τον μπροστινό τροχό, στραμμένο προς την κατοικία σου, ώστε η κρυφή κάμερα που βρίσκεται στο φως, να καταγράφει ζωντανά, για μέρες, όλες τις κινήσεις σου. Κάποια στιγμή, δε, φαίνεται πως τελειώνει η μπαταρία, και παίρνουν την μηχανή από εκεί.
- Γιατί μου τα λες όλα ετούτα;
- Περίμενε περίμενε, τώρα αρχίζει το καλό –χαμογελά ξανά.
- Άλλες φορές, κάτι ηλίθια, με μηχανάκι, ή άλλοι βλάκες, με πολιτικά αυτοκίνητα, στήνονται σε γωνίες από οδούς, απ’ όπου συνήθως περνάς, έστω και για βόλτα. Έτσι για να δείξουν πως στην έχουν στημένη. Όχι βέβαια πως εμένα, τα στραβάδια, με έκαναν ποτέ, τσακωτή. (Ώχ, τι ήθελα να το πω, αυτό). Είναι πολύ στραβάδια οι μπάτσοι. Τα κακόμοιρα. Οι άντρες!
(Ώστε εκείνη, τελικά, κάποια σχέση έχει με την παρανομία, συλλογίζομαι).
- Ελπίζω να μην τα πίστεψες, προσπαθεί να τα μπαλώσει.
- Μετά από κείνο, που μου είπες, το πρωί που ξύπνησα μαζί σου, στο κρεβάτι: εμείς κάνουμε ευτυχισμένους τους ανθρώπους, με τα ναρκωτικά, ευτυχώς, κάποιος με φύλαξε και ήταν μόνο ένα ψέμα, ότι μου έδωσες ουσία.
Εκείνη δεν μιλά.
- Δεν ξέρεις που μπλέκεις, αποκρίνεται σύντομα. Σηκώνεται. Πλησιάζει την τζαμόπορτα, κοιτώντας προς τα έξω.
- Είδα πως μου φέρθηκε ο μπράβος σου.
- Αυτός; Είναι μόνο ένας φίλος.
- Μάλιστα, χαμογελώ με τη σειρά μου. Παρόλη την ανησυχία που αισθάνομαι, τι θα μου συμβεί τελικά, εδώ πέρα, συνεχίζω να ασκώ το νου. Σ’ αυτή την γωνία της μεγαλούπολης. Παραλιακά. Η Νέα Μάκρη, τελικά, είναι ένα καταθλιπτικό μέρος.
- Εμείς οι δύο, Απόστολε –στρέφει σ’ εμένα- είμαστε και οι δύο, κλεπτομανείς.
- Δεν σου μοιάζω!
- Έλα τώρα –χαμογελά άγαρμπα. Από ποιον προσπαθείς να κρυφτείς;
- Εγώ σταμάτησα κάποια στιγμή, να κλέβω από τις τσέπες του πατέρα μου.
- Και αυτό που είπες, ότι δεν ξέρω, τι έχεις κάνει, εσύ;
- Εφέ.
- Έλα τώρα. Με περνάς για κουτή; Όλο και κάτι στραβό θα έκάνες. Αποπνέεις πολύ θυμό, από μέσα σου. Μα πρέπει να σε βοηθήσει κάποιος, να τον διοχετεύσεις σωστά –η χροιά της φωνής της, ολίγον παιδιαρίζει.
- Καλά.
- Στο είπα πως δεν θα γλιτώσεις τόσο εύκολα από εμάς.
- Το μόνο που ήθελα, ήταν ένα διαφορετικό καλοκαίρι. Μόνο αυτό. Πέρα από τις άλλες μου αδυναμίες.
- Όπως ότι θα ήθελες, φαντάζομαι, να συνεχίσεις να ξαλαφρώνεις τις τσέπες του πατέρα σου.
- Πού το ξέρεις εσύ;
- Μόλις πριν το αποκάλυψες, κουτέ.
- Το μόνο που είχα ανάγκη, ήταν μια δουλειά. Μια καλή, δηλαδή, δουλειά.
- Ναι, μου το ανέφερες, από νωρίς, στην γνωριμία μας. Αυτό το λίγο.
Όταν μου χαμογελά, τόσο έκδηλα, σαν κοροϊδευτικά, μια γυναίκα, μου ‘ρχεται να της χώσω ένα μπουκέτο ξύλο. Κανείς δεν θα με ειρωνευόταν ξανά. Θα φρόντιζα ο ίδιος, γι’ αυτό. Ώ ναι. Είναι η ώρα να πληρώσουν και οι μπάτσοι των ΜΑΤ, που με ξυλοκόπησαν χωρίς λόγο, σ’ εκείνο το στενό, όταν οι κουκουλοφόροι κάνανε κατάληψη στο κτίριο της Νομικής, την συγκεκριμένη ημέρα.

Αναρωτιόμουν πως θα ξεπλήρωνα όλη την περιποίηση, των πρώτων ωρών, της γνωριμίας, μαζί της. Το ξόδεμα νερού, για μπάνιο εδώ μέσα. Το φαγητό που με κέρασε, στην παραλία. Ποτά στο κλάμπ. Πενήντα ευρώ, δανεικά και αγύριστα, ώστε να επιστρέψω στο κέντρο της πόλης.

Φάνηκε. Πως, τελικά, επέστρεψα ένα μέρος. Με την διάρρηξη του διαμερίσματος μου. Ώ ναι, εκείνη ή ο μπράβος της, έβαλαν το χεράκι τους. Όμως πλέον, νομίζω πως πρέπει κάπου, να ανήκω. Έστω και στο παρόν σινάφι. Προκειμένου να ζήσω. Ώ ΝΑΙ! Εγώ θα ζήσω, αυτό το καλοκαίρι, όλα όσα στερήθηκα. Να της το πασάρω όμως, ως αδυναμία μου. Να μην ξέρει από πού θα της έρθει, μια ορισμένη στιγμή.
- Και τι θα έβγαινε αν έπιανες δουλειά; μ’ επαναφέρει στην πρότερη μας συζήτηση.

- Έλεγα, πότε θα βρω μια εργασία, για να αρχίσω να βρίζω τους γονείς μου.
- Σου άρεσε ένα τέτοιο ξέσπασμα;
- Όχι. Όμως ήταν πολύ αργά για οποιαδήποτε άλλη σχέση, μεταξύ μας. Η άγια ώρα, που θα τους έβριζα κατάμουτρα. Εξάλλου, εκείνοι με έκτισαν έτσι.
- Καλά, άστο αυτό, βλέπουμε αργότερα.
-παύση-
Ρωτώ: τι θα κάνετε μαζί μου;
- Δεν αποφασίσαμε ακόμη. Πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι ικανός για να συνεχίσεις να ζεις.
- Και τι περιμένετε; Είναι τόσο τραγικά τα πράγματα; Που πρέπει να με βγάλετε από τη μέση;
- Σίγουρα –η απάντηση της είναι κοφτερή, σαν την ιδιότητα του μαχαιριού που είχα αγοράσει.
- Μην περιμένεις –κάθεται απέναντι μου- πως μια τέτοια πράξη, δεν σήμαινε κάτι, έστω και αν δεν τα κατάφερες. Δεν είναι κάτι που περνά απαρατήρητο. Συμφωνείς;
Προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα της. Ντρέπομαι. Μόλις.

Σκοτεινιάζει έξω, ολοένα.
Τώρα. Στη ζωή. Στο μέλλον μου. Η επαλήθευση του ονείρου, μήπως; Απροσδιόριστα, αισθάνομαι μια γλυκιά εύνοια, υπέρ μου, στην ατμόσφαιρα. Ίσως ετούτο να σήμαινε το όνειρο. Ίσως.

- Πρέπει να βγω για λίγο. Είμαι συνηθισμένη. Ο Φάνης, θα σε φυλάει. Μην κάνεις καμιά ανοησία. Σωστά;
Καθώς εκείνη απομακρυνόταν, ο άγριος άντρας φάνηκε στο δωμάτιο. Νάτος. Πλησιάζει. Ανοίγει την τζαμόπορτα να μπει λίγος καθαρός, δροσερός αέρας. Ακουμπά με το πλευρό, στα κάγκελα. Είμαι σίγουρος, πως το βλέμμα του καρτερεί, για όποια απότομη κίνηση μου. Δεν είμαι όμως, τόσο ανόητος.
Έτσι νομίζω δηλαδή.
10


Σκοτείνιασε εντελώς.
Η νέα γυναίκα, μετά το μπάνιο, με όλα της τα αρωματικά που αγαπούσε, στάθηκε τελικά, εμπρός στην ανοιχτή της ντουλάπα, στην κρεβατοκάμαρα, ψάχνοντας για το κατάλληλο φόρεμα.
Εκείνο που διάλεξε, ήταν ένα ριχτό, ροζ, -πολύ ελαφρύ ως ύφασμα, πραγματικά- έως λίγο πιο κάτω από το εσώρουχο. Που φαινόταν, φυσικά! μόνο αν έπρεπε να σκύψει.
Το φόρεμα στα πλευρά, άλλαζε σε διάφανο τούλι, θαρρείς, καταλήγοντας τελικά σε μια ημιδιάφανη πλάτη. Επέλεξε γοβάκια που ταίριαζαν. Φόρεσε κι ένα κόσμημα, σα πεταλούδα, στα μαλλιά. Στον ώμο της, κρεμόταν, μια χαρακτηριστική, ροζ, τσάντα, με λουρί από πολύ μικρές μπίλιες, με χρώματα: κίτρινο, λευκό, χρυσό.
Ήταν πολύ λαμπερή, ως παρουσία, πάντως.
Ήρεμη: Άφηνε το σπίτι της, στα σίγουρα προστατευτικά χέρια του Φάνη, με σκοπό να προσέχει τον αδύναμο.. Απόστολο.

Η βραδιά, παραδόξως, είναι πολύ γλυκιά. Καλοκαιρινή. Στο περίπου δροσερή. Ήπια ως θερμοκρασία, αφού οι βαθμοί κελσίου, πλησίαζαν τους 32. Όλα μυρίζουν όμορφα, απόψε. Το νιώθει κατάβαθα, ως το τελευταίο κύτταρο του κορμιού ή της διάθεσης της.
Περπατά καμαρωτή. Άνετη. Παραλιακά.
Για λίγο, στέκεται σα να περίμενε κάτι.
Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, μια εντούρο μηχανή, περνά με ορμή, σταματώντας λίγα μέτρα πιο κάτω. Στην άλλη πλευρά του κεφαλιού της, η ακοή της συλαμβάνει μια άλλη μηχανή, που διέκοπτε επίσης, την μετακίνηση της.
Αυτή ακριβώς, τη στιγμή, ένα ακριβό αμάξι, μαύρου χρώματος, ελαττώνει οριστικά, την ταχύτητα του, εμπρός της.
Η νέα γυναίκα, ανοίγει μόνη της, την πόρτα από τα πίσω καθίσματα. Το χαμόγελο ενός κουστουμαρισμένου κυρίου, την υποδέχεται –η ηλικία του πρέπει να είναι ελάχιστα παραπάνω, από πενήντα.
Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου, κάνει νεύμα στον οδηγό, ο οποίος, μόλις πατά δυό κόκκινα κουμπιά, πάνω στο τιμόνι, δίνει δύναμη στο γκάζι, με απαλές κινήσεις.
Παράλληλα ξεκινούν το ίδιο αργά, οι δυο μηχανές, που η Αλεξάνδρα, όμως, γνώριζε, τι είναι. Τι εξυπηρετούσαν.



Πίσω στο σπίτι της Αλεξάνδρας.
Ο άγριος άντρας, ο Φάνης, δεν με αφήνει σε ησυχία.
Αφότου έφαγα κάτι, στην κουζίνα, μετακινούμαι στο μπάνιο, κλείνοντας την πόρτα, πίσω μου. Δεν ήρθα εδώ μέσα, για την ανάγκη μου.
Κοιτώ το πρόσωπο μου, πολύ ψυχρά, στον καθρέφτη. Σα να έπαψαν όλα, να υπάρχουν. Το βλέμμα μου είναι; Υφίσταται; Βαθαίνει κάπου; Δεν ξέρω. Δεν δηλώνει τελείως ανοιχτά, στενοχώρια. Αδιαφορία. Απλά, σαν κέρινη κούκλα, με ζωντανά όμως, κύτταρα, υπό ορισμένες αισθήσεις, μα δεν αναγνωρίζει πού βρίσκεται ακριβώς. Τι θα ακολουθήσει. Δεν με ενδιαφέρει. Ότι κι αν συμβεί, ας έρθει για να αλλάξει κάτι, συλλογίζεται ο νους, ξεκομμένος όμως απ’ το παρόν. Από τη μορφή που καθρεφτίζεται όσο είναι δυνατό. Ένα κεφάλι, οι ώμοι, λίγο από το στέρνο. Το βλέμμα μου κοιτά και δεν κοιτά, κάτι. Κάπου. Ψυχρό. Έτοιμο βλέμμα. Έτοιμο σώμα, ίσως, για κείνες τις σφαίρες, που είναι όμως, σφαίρες μιας Κοινωνίας, ή της θέλησης μου για ζωή, που έπαψαν να ακούγονται οι κτύποι της. Τόσος θόρυβος εκεί έξω. Τόση άσκοπη κίνηση, επειδή έτσι με είχαν μάθει να σκέφτομαι.


- Λοιπόν, όλα καλά; ρωτά τώρα, ο κουστουμαρισμένος μεσήλικας άντρας, την προκλητική, νέα, γυναίκα, πλάι του.
- Πού πηγαίνουμε; του επιστρέφει την απορία, εκείνη.
- Λίγο πιο κάτω, και βλέπουμε, όπως λες κι εσύ, γλυκιά μου ύπαρξη –το χαμόγελο του αφήνει μια έξυπνη πονηράδα. Κατά βάθος όμως, δεν διέκρινες τι εννοεί η έκφραση του.
- Λοιπόν; Όλα καλά;
- Το περιστατικό, με τον Απόστολο, αυτό το παιδαρέλι δηλαδή, που όπως σε ενημέρωσε προηγουμένως και ο Φάνης, τελικά, μπορεί να μας φανεί χρήσιμος. Αν και είναι λίγο δύσκολος, να τον χειριστείς.
- Έχεις τον τρόπο σου, εσύ. Της χαμογελά πάλι.
- Υπάρχει όμως και ένα άλλο θέμα πιο σοβαρό, που προέκυψε, τις τελευταίες ημέρες. Ήθελα να στο πω από κοντά.
- Για πες.
- Ξέρεις ότι λαβαίνω διαφημιστικά, από ρούχα, κλπ.
Αυτός, της γνέφει καταφατικά.
- Γνωρίζεις, πως δεν θέλω να σε βαραίνω, με το να δίνω μια δική σου διεύθυνση –το βλέμμα της είναι ευθύ, δίχως φόβο. Η γλυκιά της διάθεση, ακόμη δεν την εγκαταλείπει.
- Λοιπόν;
- Ένα διαφημιστικό απ’ όσα λαβαίνω, με ρούχα, κλπ, που δεν είναι σε διάφανο σελοφάν, ήταν μουτζουρωμένο μέσα.
- Επειδή;
- Θα σου εξηγήσω, ακριβώς: σε μερικά σημεία μέσα, προβληματίστηκα, σοβαρά. Για να σου δώσω να καταλάβεις, πάνω κάτω, τι εννοώ, ανά σελίδες, πρόσωπα από μοντέλα, ήταν μουτζουρωμένα. Κάποια σχήματα ξεκομμένα ως σκίτσα. Όλα με μπλε στυλό. Όσο δε στο εξώφυλλο, ήταν γραμμένο κάτι, που αν και με παραξένεψε, εκείνο βασικά, με έβαλε σε υποψίες, τι στο καλό, συνέβαινε. Μήπως προέκυψε θέμα αστυνομικού δακτύλου; διερωτήθηκα, τότε.
- Γιατί πήγε εκεί ο νους σου; τη ρωτά πολύ σοβαρά.
- Στο εξώφυλλο, ήταν γραμμένο, το εξής: ΜΟΞΠ.
- Τι νομίζεις, Αλεξάνδρα, ότι σημαίνει;
- Δεν ξέρω. Ίσως ο Απόστολος που ‘χει λίγη περισσότερη, θαρρώ, φαντασία, μου το εξηγήσει. Αν και πιστεύω πως δεν είναι ανακατεμένος εκείνος. Μισό λεπτό.
Το κινητό της, θέλει τώρα. Καλεί ένα νούμερο.
- Όλα εντάξει, Φάνη; Τι κάνει;
- Έφαγε κάτι, μόλις έφυγες. Αμέσως μετά, πήγε για ύπνο.
- Τόσο νωρίς;
- Ναι.
- Πού κοιμήθηκε;
- Στο κρεβάτι σου.
- Ο χαζούλης. Ok, σε κλείνω τώρα –παίζει η φωνή της.
- Σα να τον συμπαθείς, μου φαίνεται, της απευθύνεται ο συνοδός της.
- Ποιον;
- Έλα τώρα, μη δηλώνεις τόση άγνοια. Το ξέρεις, δεν σου ταιριάζει.
- Πιθανόν.
- Αυτή η γυναικεία μυστικοπάθεια! Στο βλέμμα του, ένα περιπαιχτικό νεύμα.
- Ας γυρίσουμε σ’ εκείνο που λέγαμε, Ιάσονα.
- Λοιπόν; Τι ήταν αυτό το σπουδαίο ΜΟΞΠ;
- Δεν ξέρω. Στο εξηγώ, τόση ώρα –ταράζεται αυτή.
- Καλά, γλυκιά μου ύπαρξη, μη θυμώνεις. Θα διαφανεί μια άκρη.
- Λες, Ιάσονα, να είναι οι μπάτσοι; Αν και είναι τόσο χαζοί, όπως ανέφερα στον Απόστολο. Ιδίως εκείνο το τελευταίο τους κόλπο, να κάνουν τους γύφτους παλιατζήδες, κόβοντας βόλτες, συχνά, στη γειτονιά. Λες και ένας ελάχιστα ψυλλιασμένος νους, δεν θα σημάνει εγρήγορση, μέσα του.
- Απόκτησες τόση άνεση, με αυτόν τον, πως τον είπες, Απόστολο;
- Ζηλεύεις; -επιστρατεύει όλη την γυναικεία της προκλητικότητα, σταυρώνοντας στο πλάι, τις ντελικάτες γάμπες.
- Έχει κάτι περισσότερο από μένα, για να ζηλέψω;
- Αυτό να μου πεις, του απαντά.
Το αυτοκίνητο συνεχίζει την πορεία του, νοτιοανατολικά, μια τρέχοντας, μια χαλαρά, απολαμβάνοντας την διαδρομή, οι δύο επιβάτες, στα πίσω καθίσματα. Η βραδιά, είναι όντως πολύ γλυκιά, αν όχι αιθέρια, απόψε.
Ανά σημεία, περνώντας παραλιακά, έξω από κάποια σπίτια, μια πυκνή μυρουδιά από αναρριχόμενα γιασεμιά, προκαλεί στην Αλεξάνδρα, ένα ξύπνημα των βαθύτερων της ενστίκτων. Την αφορά να εκτονωθεί απόψε. Με κάποιο τρόπο.

Το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, παρόλο που έπαιζε, χαμηλά, το δικό του ρεπερτόριο, στον νου της Αλεξάνδρας, μόνο ένας ρυθμός, ακουγόταν: «Του αγίου βαλεντίνου», με την Μοσχολιού ή ήταν με την Μαρινέλα; Εκείνοι οι παλιοί καλοί σκοποί, που άκουγε η νέα γυναίκα, χρόνια πριν, όταν προσπαθούσε να ορθοποδήσει, στην πυκνοκατοικημένη μεγαλούπολη. Όταν τα όνειρα της ήταν απλά. Μικρά, αλλά καλά.
Παρόμοιες καλοκαιρινές, όμορφες νύχτες, όπως τώρα, εκείνη την περίοδο, μες τη μοναξιά και το θόρυβο των δρόμων, δίχως ένα σταθερό αποκούμπι.
Γιατί άραγε, αναρωτιέται, επιστρέφουν τούτες οι μνήμες;
Μήπως σαν ένα καμπανάκι, μέσα της, πως η ζωή είναι όντως δύσκολη, μα η εύνοια της τύχης, που συνοδεύει την κλεπτομανία ή τον τρόπο διαβίωσης της, πιθανόν να συναντήσει, απρόοπτα; Έναν ψηλό τοίχο; Αδιέξοδο;


Ο Ιάσονας και η Αλεξάνδρα, στα πίσω καθίσματα. Μια απόσταση, μεγαλύτερη από ετούτα τα λίγα εκατοστά, που χωρίζουν τα σώματα τους, προεκτείνεται ακόμα μακρύτερα, απ’ όσο ο καθένας τους, αντέχει. Οι όποιες ευθύνες, στα προσωπικά και των δύο.

Ο Ιάσονας, ο μεσήλικας άντρας, στέλεχος της αντιπολίτευσης. Οι δικές του ευθύνες, ήταν να μαθαίνει τις βρωμιές των στελεχών του Κυβερνώντος κόμματος, φροντίζοντας παράλληλα, να προφυλάσσει τους ανθρώπους που κινούνταν παράδοξα, στις προσωπικές τους επαφές, με επιχειρηματικά κεφάλια ή κεφάλαια.
Οπότε, έπρεπε να διαθέτει τη δική του προστασία, που να εμπιστεύεται.
Ευτυχώς, συλλογιζόταν φορές, ο μεσήλικας άντρας, ο απλός λαός είναι τόσο ανόητος –ο περίφημος λαϊκισμός- ώστε να γνωρίζει, ποιοι και πότε, επηρεάζουν: ποιους, και γιατί.
Παραμερίζει την επανάληψη της σκέψης ετούτης, κοιτώντας τις λεπτές γάμπες, της νέας γυναίκας, πλάι του. Δεν υπέπεπτε όμως, στην αντίληψη του, το βλέμμα, το δικό της. Η σκέψη της, που ταξίδευε σε κάτι άλλο, καλύτερο ίσως, από την παρούσα πραγματικότητα, παρόλα τα οφέλη –τα προσωρινά όμως- που αποφέρει η παράνομη δράση, κάποιου.
Του Ιάσονα τα ένστικτα, μύριζαν πως απόψε, η Αλεξάνδρα θα του δινόταν απλόχερα.

Κάτι που θα επαληθευτεί, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, λίγο πιο πάνω από το Σούνιο και τον αρχαίο ναό, του Ποσειδώνα, με θέα το απέραντο, βαθύ, σκοτεινό, γαλάζιο.




Οι υδάτινοι δίοδοι,
η υγρή επιφάνεια,

Που ανθρώπου, πόδι,
δεν στέκεται,
Δίχως αυτόματα, να βυθιστεί,
Παρασέρνοντας και την περηφάνια του.

Πόσο τυχερά αισθάνονται τ’ αστέρια,
που δεν μπορούν με το δικό τους δάκτυλο,
το καθένα,

να δροσιστούν,
Σ’ αυτή τη θάλασσα,
Τη μολυσμένη, στην επιφάνεια..
Από την οσμή της ανθρώπινης κακίας,
Και αντιπαλότητας.

Επαναπαυμένα τα κυρίαρχα πνεύματα,
Εκεί ψηλά,
Μες την ασφάλεια τους.

Μακριά από τα διαμελισμένα πτώματα,
μικρών παιδιών,
σε εμπόλεμες περιοχές.


Παρόμοιες με τις εσωτερικές, ψυχικές, αντιπαλότητες.
Μεταξύ εκείνου που θέλουμε να πράξουμε, και εκείνου που καταλήγουμε να επιλέγουμε. Εκείνη τι προστάτευε, βαθιά, μέσα της, κάπου, σε μια μικρή γωνιά του μυαλού της; Ως οι τελευταίες στάλες –αν όχι συνείδησης- έστω εγρήγορσης, για όσα πιθανόν να πλησιάζουν, μα που η ίδια δεν αναγνώριζε. Εκτός από μερικά καλά στοιχεία που διέκρινε στο είναι της, παρατηρώντας τα, “τυπωμένα”, στον αδαή Απόστολο.
(Μήπως αυτά ήθελε να προστατέψει;), παρόλο που την πείραζε τόσο, ο πονηρός.



Όπως το είπε η Αλεξάνδρα.
Πρέπει να διοχετεύσω, κάπου χρήσιμα.. το θυμό, που μια ηρεμεί, μια φυσά τόσο δυνατά, που διαλύει τους πάντες, που συναντώ, πλάι μου, οι οποίοι με προκαλούν (ως δοκιμασία). Ως κάτι, που μόνο εκείνοι, μες το σαλεμένο τους νου, πραγματοποιούν: την προσωπική τους εκδίκηση. Άλλοι να υποφέρουν, για τα προσωπικά λάθη, του ενός.
Τα δικά μας λάθη.
Σηκώνομαι. Ξημερώματα ακόμη.
Προτιμώ, τούτη την ησυχία.
Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, εξακολουθεί κλειστή.
Οι τζαμόπορτες τραβηγμένες. Τα πατζούρια επίσης.
Απολαμβάνω την ησυχία. Την απομόνωση, που μου διαφεύγει, τι φέρνει.
Ούτε καν ένας γρύλος, δεν ακούγεται. Δεν απολαμβάνουν, ούτε τα τζιτζίκια, το ξημέρωμα.
Την γνωρίζω την απομόνωση, ενός δωματίου, με σφραγισμένη την είσοδο. Δεν μου προξενεί εντύπωση. Είναι κάτι που ‘χω μάθει καλά, στο παλιό μου πατρικό.
Ενόσω η προσωπικότητα μου, η ενήλικη μου προσωπικότητα, δεν γινόταν με τίποτα, αποδεκτή. Έστω και με ήπιο χαρακτήρα. Φροντίζοντας τον εαυτό, με γυμναστικές ασκήσεις, που από μόνες τους, καν, δεν δημιουργούν, αυτοπεποίθηση.
Ούτε ότι αρέσεις στο αντίθετο φύλο.
Δεν πρέπει το ενήλικο τέκνο, να καταλαβαίνει, ότι μεγάλωσε.




Σα να παρακολουθούνται, ορισμένες ψυχές, με ιδιαίτερη προσοχή, βάζοντας τα επαναπαυμένα, κυρίαρχα, πνεύματα, ελαφρά.. εμπόδια, με ογκώδη ταυτότητα. Τα οποία εξυπηρετούν το κακό και την αδικία. Να πιστεύεις μέσα σου, πως είσαι ιδιαίτερος. Πως αξίζεις λιγότερα απ’ τους άλλους, όμως! Αν όχι, ούτε όσα οι ξύπνιοι, που προτίμησαν τα εγκόσμια, πλέον κοκορεύονται, πως προσπάθησαν, για να τα αποκτήσουν. Για πήγαινε ρώτα τους –εξακολουθώ το συλλογισμό- αν τους τύχαν εμπόδια ή η διαδρομή τους στο χρόνο, ήταν, ένα διαρκές “πλυντήριο” ανταλλαγής συντρόφων. Όλα τούτα, δίχως εμπόδια, δίχως..
Παύω να τριβελίζω το νου, με άχρηστα, πλέον, πράγματα. Και καμπινέδες ανθρώπους.
Το πρωί, με την πρώτη ευκαιρία, πρέπει να πω στην Αλεξάνδρα, που, θα διοχετεύσω τον θυμό μου.
Καιρός είναι, να πληρώνουν, τα λάθη τους, εις βάρος μου, όποιοι κι αν είναι.


11


Η πρωινή αύρα. Η αλμύρα της παραλίας.
Έφτασε ως εδώ. Σ’ ετούτη την κρεβατοκάμαρα.
Πότισε τα ρουθούνια. Δεν ξέρω, τι ώρα είναι.
Ο ήλιος, πάντως, έφτασε σε καλό σημείο. Για τούτο, είμαι σίγουρος.
Η Αλεξάνδρα επέστρεψε;
Το κρεβάτι, πιάνει, μόνο, το δικό μου σώμα. Η πόρτα του δωματίου, ανοιχτή.
Φαίνεται, ο Φάνης, ο μπράβος της, θα ήρθε να ελέγξει.

Σήμερα, ναι, σήμερα.
Θα ξεκινήσω μια ζωή, που σίγουρα, θα είναι διαφορετική, από την ανία, ενός άνεργου βίου, με όποια προσωπικά προβλήματα, γέννημα οικογενειακής, κακής, διαπαιδαγώγησης μου.

Σήμερα. Ναι! Σήμερα.
Δεν ξέρω, πού έχει μπλέξει η Αλεξάνδρα, πότε, πού πήγε χτες το βράδυ, και γιατί. Δεν με αφορά.

Η παρουσία μου στο δωμάτιο, ομοιάζει με το ψυχρό, χτεσινό μου βλέμμα.
Δεν με έπεισε τελικά, η παρούσα Κοινωνία, πως οι τίμιοι, επιβιώνουν. Οι τίμιοι να βρίσκουν στο μέρος τους, την Ύψιστη δικαιοσύνη. Πάνε αυτά. Ανήκουν στο παρελθόν.
Αναμένω πως και πως, τη σημερινή συζήτηση. Ξέρω πως θα ακολουθήσει στο πρόγραμμα της επαφής μου, με τα άτομα, που εδώ συναναστρέφομαι. Προτιμότερο να συμπορεύσω, παρά να πάθω κανένα κακό, όπως η προκλητική γυναίκα, με την οποία, δεν θυμάμαι, καν, ότι έκανα μαζί της, έρωτα.

Φαίνεται, πως το σύμπαν το αποφάσισε για μένα. Να μην νοιάζομαι αφύσικα, για το σεξ. Δεν κάνει για μένα. Μου το απόδειξε το σύμπαν. Και το σύμπαν δεν κάνει λάθος, έτσι δεν είναι;
Ένα κομμάτι κρέας είμαστε, για το σύμπαν..

Ένα κομμάτι κρέας, που ο πονηρός, δικαιούται, με ουράνια δικαιοδοσία, να πειράζει τους ανθρώπους, γλιτώνοντας… τους, από μια τίμια.. Κοινωνική ζωή, των 480 ευρώ, μισθού. Με ενοίκιο 400 ευρώ, για ένα παλιοδυάρι. Μια παλιοεργένικη διαβίωση.


Το μεσημέρι είναι εδώ, με το βλάκα το Φάνη, τον αγριάνθρωπο, πάνω απ’ το κεφάλι μου, να παραφυλάει. Τι κάνω, που βρίσκομαι. Δε πα να, άντε μη πω, τώρα.

Ως ετούτη τη στιγμή, είδα τηλεόραση, έφαγα κάτι, ξανακοιμήθηκα. Πάλι τηλεόραση, μη βρίσκοντας ενδιαφέρον σε κανένα είδους, πρόγραμμα. Μια ακόμη, άθλια, ημέρα.

Παρατηρώ να πλησιάζει η Αλεξάνδρα.
Εισέρχεται μέσα.
- Έχεις φάει κάτι; την ρωτά ο Φάνης.
- Ναι. Προηγουμένως. Στην παραλία.
- Δεν σε ρωτώ με ποιον.
- Με κανέναν! Μόνη μου. Μη μου πεις ότι ζηλεύεις, κι εσύ, τώρα; Εξάλλου, εσύ είσαι νέος. Δείχνει αφηρημένη.
- Υπάρχει κι άλλος, νέος, εδώ, πλέον, που κοιμάται στο κρεβάτι σου, δείχνοντας με, με το δάχτυλο.
Εκείνη δεν απαντά, στις κατηγορίες..
- Πως πάει, Απόστολε; ρωτά εκείνη.
- Περιμένω.
- Τι;
- Να τα πούμε.
- Μπα. Πως αυτό;
- Είπα να λογικευτώ.
- Δεν αποτελείς, το κέντρο του σύμπαντος.
Ο Φάνης αρχίζει να γελά.
(Έννοια σου. Θα ‘ρθει κι η δικιά σου η ώρα).

- Δεν έχω όρεξη τώρα, ακούγεται αυτή. Θα τα πούμε το βράδυ. Αργότερα, τέλος πάντων –ύφος και χροιά φωνής, ωχ, τι μας λες τώρα.

Μας αφήνει και τους δύο άντρες, στο σαλόνι, προχωρώντας προς τα μέσα δωμάτια.
Πλέον, δεν βρίσκω μέρος, ν’ αναπαυθώ, μόνος. Αισθάνομαι σαν ξένος, εδώ μέσα.
Αλήθεια, αποφάσισα να μείνω με αγριάνθρωπους; Οι μόνοι όμως, που θα διοχετεύσουν τον θυμό μου, όπως χρειάζεται.
Μου αφαιρώ άλλο κουράγιο, για περαιτέρω σκέψεις. Ξαπλώνω στον καναπέ, να κοιμηθώ, όπως όπως.


Μετά από ώρα.
- Κοιμάται;
- Ναι, της αποκρίνεται ο Φάνης. Για πες, τι σου είπε ο κύριος Ιάσονας; Για το ΜΟΞΠ.
- Μ’ αρέσει που τον λες και κύριο. Τον φοβάσαι λίγο, ε;
- Άστο αυτό. Για πες, τι σου απάντησε;
- Πρίν χωρίσουμε το πρωί, το ξανασυζητήσαμε, και είπε, πως θα βάλει το μέσο του, το κρυφό του χαρτί, στην αστυνομική διεύθυνση, να μάθει, μήπως είναι δάκτυλος, τελικά, εκβιαστικός, με σκοπό να πλήξουν, μέσω εμού, τον ίδιο.
- Λες να είναι παραπλανητικό;
- Θα με ενημερώσει, τις επόμενες ημέρες.
- Τι θα κάνουμε με τον Απόστολο;
- Δεν ξέρω, Φάνη. Τι είπε; Λογικεύτηκε; Τι εννοούσε; Κατάλαβες;
- Δεν ξέρω. Ήταν ήσυχος όμως, όλη την ώρα, ενόσω έλειπες. Να σου πω, βαρέθηκα.
Αμέσως τον πλησίασε, και φιλήθηκαν στο στόμα.


Λίγο πριν τις επτά το απόγευμα, νιώθω κάποιος να με σκουντά στον ώμο.
- Τι συμβαίνει; είναι το πρώτο που ψελλίζω.
- Σήκω, μιλά απότομα ο Φάνης. Ακολούθησε με.
Στέκομαι στα πόδια, βαριεστημένος.
Τα βήματα μας, μας φέρνουν ξανά, στην παλιά αποθήκη, στην πίσω αυλή. Γιατί άραγε;
- Μπες μέσα. Αργότερα, θα δούμε.
Το πράττω δίχως αντίλογο. Ακούω την πόρτα να κλειδώνει, πίσω μου.
Πλέον στον χώρο, συναντώ ένα ντιβάνι με ένα μαξιλάρι, μόνο. Ένα θερμός με παγωμένο νερό, πάνω σ’ έναν πάγκο. Βρίσκω και τη σακούλα μου, με το ραδιοφωνάκι, για συντροφιά.
Γιατί άραγε, με ξανακλείδωσαν; Τι φοβούνται;
Δεν πάει ο νους.


Στο μπαλκόνι της ίδιας οικίας.
- Έχω βαρεθεί να νταντεύω τον μπέμπη σου, μιλά θυμωμένος, ο Φάνης. Δε λείπουν, άλλες δουλειές μου, εδώ γύρω, ξέρεις.
- Ούτε κι η ίδια, έχω την όρεξη του.
- Τι θα κάνεις; -βράδιαζε ξανά. Βράδυ παρασκευής. Όχι γλυκό όμως, πλέον.

- Θα φάω κάτι, θα πάρω και ένα υπνωτικό. Δεν είμαι σε όρεξη, σήμερα, αποκρίνεται κείνη.
- Εσένα που σ’ αρέσει να βγαίνεις.
- Αυτή σου η χολή, Φάνη. Δεν με καταλαβαίνεις.
- Κάνε του κεφαλιού σου. Εγώ θα πάω να ξεσκάσω, σήμερα.
- Όπως νομίζεις.

Ο άγριος άντρας, γυρνά απότομα κι απομακρύνεται.
Η νέα γυναίκα, ακούει τον χαρακτηριστικό ήχο, της μηχανής, που χάνει σταδιακά, τον βόμβο της.
Ξεφυσά. Μετακινείται στην κουζίνα. Τρώει πεπόνι απ’ το ψυγείο. Λίγο ψωμοτύρι. Κοιτά το περιεχόμενο του ψυγείου, μα βαριέται αφόρητα, για πρόσθετες ενέργειες. Επιστρέφει στο σαλόνι. Ανοίγει ένα μπουκάλι, να πιει κάτι. Καταπίνει το ηρεμιστικό, και αφού αλλάζει σεντόνια στο κρεβάτι της, πέφτει να κοιμηθεί.




Στο όνειρο της, είδε, πως έγραφε ένα γράμμα, στον εαυτό της. Λόγια που περίμενε να εννοήσει από μόνος του, ένας δικός της, άντρα, εμβαθύνοντας στο είναι της:
«Κανείς όμως δεν με κατάλαβε, τελικά.
Ή η ίδια, δεν ήξερα να παίρνω, παρόλο που υπήρξαν μερικές, ελάχιστες, περιπτώσεις, πίσω στη Θεσσαλονίκη. Κατεβαίνοντας, πεζή –από το σπίτι- σιγά σιγά, την Ελ. Βενιζέλου. Κόβοντας στα όμορφα σκαλοπάτια, βγαίνοντας κάθετα, στην Ακροπόλεως. Ξανά σε άλλα σκαλάκια, και ξανά στην συνέχεια της Ακροπόλεως, έως εκείνη την όμορφη καφετέρια, σε ένα άλλο στενό, κοντά στην εκκλησία, ΠΑΜΕΠΣΤΟΙ Ταξιάρχες. Μετά χρειαζόταν να βγεις στην Ολυμπιάδος, για να περιμένεις το λεωφορείο, που θα σε οδηγούσε, αν το ήθελες, ακόμη και στον Λευκό μας πύργο.
Εκεί. Στην όμορφη καφετέρια, όπου συναντιόμουν, με εσένα, άντρα μου, τότε, που το όνομα σου δεν έχει και καμιά σημασία, εξάλλου. Μόνο οι βραδινοί μας περίπατοι, πλάι στα τείχη της πόλης, θαυμάζοντας από ψηλά, τη θάλασσα, λίγο μακρύτερα. Βαδίζοντας με υπομονή, λίγο χαμηλότερα. Λίγο χαμηλότερα, έλεγες κάθε τόσο. Εγώ, σου χαμογελούσα. Πόσα κιλά να χάσω ακόμη; σε πείραζα, με το χέρι μου, μια να χαιδεύει την πλάτη σου, μια να γίνεται ένα, με την δική σου παλάμη.
Έπειτα γινόσουν κάποιος άλλος, με μηχανάκι, που ποτέ δεν σου είπα, πόσο με διευκόλυνε. Αφήνοντας πίσω, τη θύμηση του παλαιού αγγίγματος, που πλέον αντικαταστάθηκε, με άλλο, ένα, νέο. Που κι εκείνο, εμπεριείχε κάτι ιδιαίτερο. Όπως το να ακούς τον Μητροπάνο, να τραγουδά, στο κασετόφωνο. Κρατώντας τις παλιές κασέτες, σαν κόρη οφθαλμού.
Τον “άκουγα” μια μέρα, που μάζεψα τα κομμάτια μου, σκάζοντας το απ’ το σπίτι, με λίγα διαθέσιμα ρούχα και χρήματα, εισερχόμενη σε υπεραστικό λεωφορείο, με κατεύθυνση προς την Αθήνα, που τόσα άκουγα, τι θάμπος είχαν οι εικόνες, στις ειδήσεις, στην τηλεόραση.
Ένα θάμπος άρρωστο, τελικά. Πληγωμένο.
Αφήνοντας, άραγε, τι;».


- Τι; Ρωτά, ξυπνώντας, η νέα γυναίκα.
- Τι έχεις; Αλεξάνδρα; Τη ρωτά ο Φάνης –νέο πρωινό.
- Τι; Ποιος; Τι θες; του θυμώνει.
- Έκανες σα να έβλεπες εφιάλτη.
(Γιατί αυτό που ζω, τι είναι; ρωτά μέσα της, εκείνη.
Έναν άνθρωπο, να τον θεωρείς δικό σου. Να τον πεις: μάνα.
Πως σκλήρυνα έτσι).
- Άσε με. Άσε με ήσυχη.
- Ok, εσύ το διάλεξες. Ο Φάνης, αφήνει την κρεβατοκάμαρα.
- Στα κομμάτια κι εσύ, μιλά, δίχως να φωνάζει.
12


Είναι τόσα πολλά, τα υλικά αγαθά, που τα επιθυμούσανε, αρκετοί. Ο καθένας, τα αγαπημένα του.
Άλλος, αξεσουάρ αυτοκινήτου, όπως λάστιχα για χιόνι, ζάντες, μουράτη εξάτμιση, γιατί όχι και πείραγμα του κινητήρα. Μια εσωτερική, σαν πάθος, ανάγκη, να αλλάζεις αμάξι, κάθε τρία με τέσσερα, χρόνια. Εξακολουθώντας όμως, να είσαι, όχι μόνο επικίνδυνος οδηγός, κυρίως, κακός άνθρωπος. Με μια μόνιμη ειρωνεία, για όλους και για όλα. Και ευτυχώς, δηλαδή. Για να ξεχωρίζεις, ώστε να σε αποφεύγουμε, όπως ο –ξέρεις ποιος- το λιβάνι.
Μόνο, που είναι αρκετοί, οι λίγοι… με τον ψωρομισθό. Δηλαδή, με το λιβάνι. Άρα, με τι δυνάμεις να αμυνθούν, στο κάλεσμα, ως απόρροια του ρητού: η φτώχεια θέλει καλοπέραση; Κάτι περισσότερο, από μια πάστα, το μήνα. Ένα σινεμά, στο ρεπό. Μια κυριακή, για τις δουλειές του σπιτιού, (επειδή άρχισε να συζητείται, η έβδομη ημέρα, ως εργάσιμη).
Ένα μυαλό, να είσαι πάντα, έστω συναισθηματικά, εντάξει, αφού οικονομικά, θα τα φέρνεις πάντοτε, δύσκολα. Αναγκαστικά, στρεβλωμένα, δηλαδή, συνεχώς, χαμογελαστός και ορεξάτος σε κάθε υποχρέωση, ιδίως με τα πεθερικά. Αδέλφια. Φίλους..
Με τα ρούχα, στην ντουλάπα, αν δεν φθείρονται, να νομίζεις –επειδή στο είπε το χαζοκούτι- πως πέρασε η μόδα. Άντε τώρα να περισσέψουν ευρώ, για τέτοιες χαζομάρες. Ενόσω τα εσώρουχα φθείρονται, οι κάλτσες θέλουν μπάλωμα. Τα παπούτσια, πέταγμα (πάει, ανοίξανε εμπρός. Χαμογελούν).
Διαφημίσεις εδώ, εκεί, παραέξω. Ακρίβεια. Υποχρεώσεις άνευ λόγου (και ουσίας, φορές). Αντί να σε αφήνουν ήσυχο, να εννοήσεις: την αξία του χρήματος. Πως παράγεται.

Μπας και ασχοληθείς πρακτικά, με μια μη αναγκαστική, μείωση, των εξόδων σου, ως ανάγκες. Μα είναι τόσα πολλά τα είδη προς πώληση –τα άλαλα- που ορισμένες φορές, σκέφτεσαι να κλέψεις κάτι.
Τώρα τι θα ‘ναι αυτό, ο καθένας μέσα του, γνωρίζει.
Που θα καταλήξει, κάθε παρόμοια πράξη.
Δεν ξέρω για τους άλλους,
ο Απόστολος, όμως,
Δηλαδή εγώ,
Σύρθηκα, χαμηλότερα.


Μια μικροκλοπή..
Μια αναστάτωση στο σπίτι.
Μια νέα ζωή, στη Νέα Μάκρη. Καλοκαίρι.
Κλεισμένος στη στενή φυλακή της αποθήκης, του σπιτιού της Αλεξάνδρας –παραλιακά της περιοχής.
Έχοντας χάσει το χρόνο. Τι μέρα είναι, πρωί βέβαια. Μα το άγνωστο, για μένα τουλάχιστον, δεν με προκαλεί να γευτώ τη γλύκα της τεμπελιάς.
Αναρωτιέμαι ακόμα, πως, θα τους φανώ, χρήσιμος.
Ενώ –θυμάμαι ξαφνικά- δύο περιστατικά, στη μονάδα μου, που υπηρετούσα, στις ένοπλες δυνάμεις. Μες την πόλη.
Στο πρώτο, είχε σημειωθεί μια κλοπή στα ερμάρια, στο κλιμακοστάσιο, σ’ ένα από τα κτίρια, που ήταν υπεύθυνοι, υπάλληλοι πολίτες. Ο κοιτώνας των στρατιωτών, ο δικός μας, βρισκόταν σε άλλο κτίριο, όμως μας κάλεσαν όλους, σε ένα αστυνομικό τμήμα, προκειμένου να δώσουμε τα στοιχεία μας. Μας πήραν και αποτυπώματα. Δεν έμαθα ή δεν θυμάμαι πλέον, ποιος έφταιγε. Πάντως, ο ίδιος, όχι.
Έτσι κι αλλιώς, δεν μπήκα ποτέ, σ’ εκείνο το σημείο του στρατοπέδου. Δεν ήταν η ειδικότητα μου.
Τώρα, τα αποτυπώματα, τι τα έκαναν. Πρέπει κανείς, να είναι πολύ αφελής, για να πιστέψει, πως τα πέταξαν οι αστυνομικοί. Εξάλλου, ζούσαμε πάντοτε, σε τόπο, όπου φακελώνονται οι πάντες και τα πάντα.
Το δεύτερο περιστατικό, συνέβη ένα βράδυ, όταν η δική μας ομάδα, τέσσερα ή πέντε άτομα, ήταν η σειρά μας να πετάξουμε τα σκουπίδια, σε κάδο του στρατοπέδου, πλαϊνά του δρόμου. Η κακή συγκυρία –αν και θα τύχαινε, σίγουρα, σε άλλη ομάδα- ήταν, ότι βρισκόταν μαζί μας, ένας τρελός, που υπηρετούσε επίσης, στη μονάδα. Τώρα, τρελός ήταν, τον τρελό έκανε, κανείς δεν γνώριζε. Ίσως προκαλούσε όσα προκαλούσε, είτε επειδή διέθετε πλάτες, διάφορες, είτε γιατί επιθυμούσε να μην του βάζουν αγγαρείες.
Τι προκάλεσε εκείνο το περίεργο βράδυ; Ο τρελός;
Την ώρα, που οι υπόλοιποι, πετάγαμε τα σκουπίδια, εκείνος, πλησίασε τον φράχτη, αρχίζοντας να κοροϊδεύει τους ένστολους, σε ένα περιπολικό, που έτυχε να είναι σταθμευμένο λίγα μέτρα, πιο πέρα. Απ’ ότι έμαθα αργότερα, μες το σκοτάδι, παρίστανε, πως θα τους πυροβολούσε, σχηματίζοντας ένα “όπλο”, με την παλάμη του.
Πολύ λίγα λεπτά, μετά, εισβάλλουν οι αστυνομικοί, τείνοντας τα αληθινά τους όπλα, πάνω μας, φωνάζοντας να μην κουνηθούμε. Ο ίδιος, σήκωσα τα χέρια –πολλές χολιγουντιανές ταινίες, βλέπεις. Οι άλλοι της σειράς μου, απλά σάστισαν. Ο τρελός, όρμησε σε έναν αστυνομικό. Προσπάθησε παλεύοντας, να του αρπάξει το όπλο, το οποίο εκπυρσοκρότησε τελικά, τραυματίζοντας με -τα χαλίκια που εκτοξεύθηκαν με δύναμη- ελαφρά, στον λαιμό.
Την επομένη, ο ίδιος, μαζί με έναν άλλο, στην μονάδα μου, καταθέσαμε στην ασφάλεια, για το περιστατικό, με όλες τις λεπτομέρειες, κυρίως, για τον τρελό που υπηρετούσε μαζί μας. Τον οποίο τελικά, στείλανε σε άλλη μονάδα. Ή του ρίξανε καμιά φυλάκα; Δεν με ενδιέφερε.
Αργότερα, μετά από καιρό, αφότου απολύθηκα από το στρατό, αναρωτιόμουν κάθε τόσο, γιατί είχαν διαλέξει εμένα, και έναν άλλο, ως τους πρώτους που θα κατέθεταν –ή μπορεί να μου φάνηκε. Μήπως επειδή σήκωσα τα χέρια; Ενόσω οι ένστολοι, μας έδιναν εντολή, να μην κινηθούμε. Εκείνο το βράδυ. Τι νόμιζαν άραγε; Ότι είχα εγκληματικό παρελθόν;
Πλέον, ναι. Αρπάζοντας τα χρήματα από εκείνον τον ψιλικατζή, χτυπώντας τον, στον λαιμό, και σωριάζοντας τον, χάμω. Πλέον, με φοβίζει η όλη υπόθεση, επειδή θυμάμαι πως είχα δώσει τα αποτυπώματα μου, στο πρώτο περιστατικό. Αποτυπώματα που έμειναν στο πορτοφόλι του ψιλικατζή, ψάχνοντας τον, αφότου άρπαξα τις εισπράξεις στο ταμείο. Κάτι που σημαίνει, πως ίσως βρίσκονται ήδη, προς αναζήτηση μου, αν η περιγραφή που έδωσε ο ψιλικατζής, ήταν ακριβής, όπως ζητούσε η αστυνομία.
Με τρομάζει ετούτη η σκέψη.
Σαν κελί φυλακής, είναι τώρα η αποθήκη.
Ξαπλώνω ξανά, στο ντιβάνι. Κλείνω τα μάτια.
“Διώχνω” την πραγματικότητα.





Η νέα γυναίκα, σηκώνεται από το κρεβάτι. Τεντώνεται.
Είναι όντως, Σάββατο. Ψάχνει στο teletext, στο ζώδιο της: παρθένος, να ενημερωθεί, τι πρέπει να κάνει, πλέον, στα του βίου της. Διαλέγει την Ινδική – καρμική, αστρολογία. Διαβάζει: «Μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια, οικονομικές διαφορές, με συναδέλφους, φίλους ή τον σύντροφο σας. Πρέπει να μάθετε να κοντρολάρετε τον εαυτό σας».

Κρατά την τελευταία φράση, όπως διαλέγει ο καθένας, εκείνο που πιστεύει, πως απευθύνεται, αποκλειστικά, στον ίδιο.
Να μάθει να κοντρολάρει τον εαυτό της;
Μετά την εξαφάνιση της, από τους δικούς της, μακριά από την Συμπρωτεύουσα;
Τα περιστατικά των προστριβών, του τελευταίου διαστήματος, ενόσω τσακωνόταν με τους γονείς της, για τις ελευθερίες της. Στο τέλος της εφηβείας, που δεν δίδονταν. Αναγκάζοντας.. τη νέα κοπέλα, τότε, να το σκάσει. Το πιο ανόητο, εκ μέρους της, συλλογίζεται τώρα, η νέα γυναίκα, είναι: πως το έβαλε στα πόδια, δίχως να τη συνοδεύει τότε, ένας γκόμενος –όπως τους αποκαλούσε- φεύγοντας μαζί.
Τα μάζεψε μια μέρα. Άρπαξε την πιστωτική της μάνας της, κι άντε να την αναζητούν σε όλη τη χώρα.

Μια σοφή σκέψη, γεμίζει το κεφάλι της: Είμαι προϊόν της Κοινωνίας, που με βομβάρδιζε, με μοντέρνα πρότυπα. Να μη σέβομαι τους γονείς. Να κάνω ότι θέλω.
- Είμαι, έγινα, πλέον, τόσο σκληρή; Μιλά φωναχτά.
Ποιος να μου το ‘λεγε –μιλά από μέσα της τώρα- πως θα άρχιζα να ανησυχώ.
Άραγε, για τι;
Μάλλον, μην χάσω την καλοπέραση.

- Ευτυχώς, δεν είναι κανείς ενοχλητικός, μες το σπίτι.
Καλεί τον Ιάσονα, τον πενηντάρη, το στέλεχος της αντιπολίτευσης, με τις διάφορες, περίεργες, και μυστικές, επαφές, που πέρασε καλά, μαζί του, πριν δυο ημέρες.
- Έλα, της απευθύνεται γλυκά.
- Ιάσονα –η φωνή της χρωματίζεται με ανησυχία.
- Τι είναι, γλυκιά μου;
- Το στομάχι μου είναι κόμπος. Με πονάει.
- Γιατί;
- Ανησυχώ.
- Τι συνέβη πάλι;
- Εκείνο το περιστατικό με την εφημερίδα. Με το ΜΟΞΠ, στο εξώφυλλο. Δεν ξέρω. Ίσως να με παρακολουθούν. Δεν ξέρω, σου λέω -σχεδόν στριγκλίζει.

- Έλα, έλα. Ηρέμησε. Άστο σ’ εμένα, της αποκρίνεται, πολύ σοβαρός. Κοίτα να ησυχάσεις. Θα τα πούμε σύντομα.
- Σίγουρα;
- Γιατί; Αμφιβάλλεις για μένα;
- Έ; Όχι. Όχι Ιάσονα. Μη γίνεσαι παιδί. Η χροιά της φωνής της, εμπεριέχει κάτι αόριστο, τη παρούσα στιγμή.

Κλείνουν το ακουστικό.
Προσπαθεί να συγκροτήσει τη σκέψη της. Τον εαυτό της τον ίδιο.
Τι άλλο έλεγε, το ζώδιο;
«Μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια, οικονομικές διαφορές, με συναδέλφους, φίλους, ή με το σύντροφο;» Το θυμάται καλά;
Γιατί πρέπει να πληρώσω η ίδια, τα λάθη των άλλων;
Ή τα δικά μου! Φωτίζεται ο νους της, μ’ ετούτη τη σκέψη.
Άραγε, ποιος εκβίαζε την καλοπέραση της; Μήπως ο Ιάσονας, προσπαθώντας να αντλήσει κάτι περισσότερο από την ίδια; Τι άλλο να πάρει πια, εξακολουθεί να συλλογίζεται.
Η νέα γυναίκα, δεν ξέρει γιατί, μα αισθάνεται, έντονα, την ανάγκη, να ενεργοποιηθεί.

Πρέπει να φύγω από δω, πέρα.
Ναι. Αυτό θα πράξει. Θα μαζέψει, πρόχειρα, ότι της φαίνεται χρήσιμο, για λίγων ημερών, απόδραση. Θα πάρει μαζί της, τον Απόστολο. Ναι. Και τον Απόστολο. Εκδηλώνει ανάγκη, για μια αλλαγή.
Γεμίζει, γρήγορα, πρόχειρα, μια μικρή βαλίτσα, με ρούχα, καλλυντικά, δυό ζευγάρια παπούτσια. Χρήματα. Τι άλλο; Δεν της μένει χρόνος για σκέψεις. Βιάζεται.
Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο πρόσωπο της, στον καθρέφτη του μπάνιου. Τρέχει προς την πίσω πόρτα της κατοικίας, που οδηγεί σε μια μικρή, καλά περιφραγμένη, αυλή, όπου βρίσκεται η αποθήκη. Όπου είμαι κλειδωμένος.
Κοιτώ το ξύλινο ταβάνι, που το στηρίζουν, στενοί κορμοί, πλάγια ανηφορικά, προς τον εξωτερικό τοίχο, της οικίας.
Μπορώ να πω, πως η ησυχία, μου κάνει καλό. Η απόλυτη ησυχία, είχα ακούσει, βοηθά τους συγγραφείς, να βρουν την όρεξη να γράψουν. Πραγματικά, τι να πω, αφού μια ζωή, ότι είμαι, ξινίζει τους γύρω μου. Οτιδήποτε πράττω. Καλό. Κακό…
Ακόμη και που υπάρχω.
Τους συγχωρώ όμως.
Μακριά τους, τους συγχωρώ.

Η νέα γυναίκα, ξεκλειδώνει της πόρτα της εισόδου της αποθήκης.
Με κοιτά.

- Ξύπνησες; Ωραία. Σήκω. Φεύγουμε. Δεν θα μείνουμε εδώ. Μιλά γρήγορα. Δεν είναι κατανοητή.
Με πλησιάζει με γοργό βήμα. Μου πιάνει το χέρι. Προσπαθεί να με ανασηκώσει με τη βία.
- Πάμε, σου λέω.
Δεν με ενδιαφέρει όμως, οπότε δεν αντιδρώ.
- Πάμε, σου λέω. Για το καλό σου, είναι. εξακολουθεί να προσπαθεί να με ανασηκώσει, έτσι όπως είμαι οριζοντιωμένος.
- Με παίρνεις με το γλυκό, τώρα;
- Ώ, μη γίνεσαι σπαστικός. Έλα. Πάμε βόλτα.
Σηκώνομαι αργά αργά.
- Πάρε και τα πράγματα σου, Απόστολε.



Ο κόσμος όπως είναι.

Ο κόσμος για μένα,
Είναι μια αίθουσα δεξιώσεων,
όπου όλοι υποκρίνονται, πως είναι θαρραλέοι,
Ζωηροί και πολυπράγμονες.

Δεν βλέπω την αίθουσα,

Που κάποιος καθαρίζει,
Όταν εκείνοι,
επιστρέφουν σπίτι,
Για να τοποθετήσουν, τα καλά τους, ρούχα,
στην ντουλάπα,
Μαζί με την καλή διαγωγή,
Που έδειξαν -σε κάποιο πιθανό γάμο.
(Μη τους παρεξηγήσει και κανείς,
ως στρεβλό αίτιο.
Να μη χαλάει η ζαχαρένια, των βολεμένων).


Η Αλεξάνδρα, τα πρώτα λεπτά, τρέχει πολύ. Όλο αλλάζει στενά, όπου εμπνέεται.
Τα λάστιχα του καινούριου της αυτοκινήτου, πιέζονται. Μετά από λίγο, οδηγικά, ηρεμούμε.. Κοιτά μόνο, κάπου κάπου, πίσω μας, από τα καθρεφτάκια στις πόρτες.
- Συμβαίνει κάτι; ρωτώ.
- Που πάμε, αλήθεια; Απορώ πάλι.
- Ναι, έχεις δίκιο, αποκρίνεται. Που πάμε. Τι λες για το σπίτι σου;
- Όχι, Αλεξάνδρα. Δεν θα ‘ναι καλή ιδέα.
- Γιατί;
- Μετά την διάρρηξη..
- Ξεπέρασε το, πια!
Δεν μιλώ.
- Αλλού. Σκέψου!
Γιατί τόση αγωνία; Ξαφνιάζομαι.
- Αλλού, αλλού! Σκέψου, επαναλαμβάνει.
- Πίσω στην πόλη.
- Καλή ιδέα, μιλά γρήγορα.
- Που ακριβώς; Αναρωτιέται.
- Δεν ξέρω.
- Κάπου με πράσινο. Έχεις καμιά ιδέα;
- Έχω. Συνέχισε στην Αττική οδό. Θα σε καθοδηγήσω.
- Ωραία. Ένα χαμόγελο, ας πούμε, ηρεμίας, σχηματίζεται στο πρόσωπο της.
- Τη ζώνη σου, τη προτρέπω.
- Καλά καλά. Σε λίγο.



Ο κόσμος,
όπως θέλω να είναι:

Σαν βλέμμα, μικρού παιδιού, όλο άγνοια.
Ενόσω πηγαίνει,
στις πρώτες πρώτες τάξεις,
Του δημοτικού.

Μια άγνοια για τους τρόπους των μεγάλων,
Που μόνο, στα χαρτιά, έχουν, τα πάντα,
οργανωμένα.
(κατά τ’ άλλα, όμως,
δεν ξέρουν να φέρονται).

Εύκολα θυμώνουν,
Εύκολα τσακώνονται.
Δεν φοβούνται, πια, τίποτα.
Δεν γνωρίζουν πως είναι μεγάλοι.
Ενήλικες.



Είναι από εκείνες τις σπάνιες στιγμές, που δείχνεις έλεος, στον καθένα. Όπως κι ότι, κι αν είναι. Βλέποντας ότι ανθρώπινο -ως είδος ή κατασκευή- ως κάτι, που πήρε το δικαίωμα, να υφίσταται. Φυσιολογικά. Εκεί όπου.




Βρισκόμαστε

Στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, λίγες στάσεις λεωφορείου, από το πατρικό μου σπίτι.
Η Αλεξάνδρα μόλις νωρίτερα, πάρκαρε, σε στενό, πίσω από το παρόν κτίριο.
Δεν μπαίνει στον κόπο να μου εξηγήσει ακόμη, το λόγο.

Είναι ένα όμορφο καλοκαιρινό, ηλιόλουστο, πρωινό.
Οι ημέρες, με δροσιά, συνεχίζονται. Σε ξεκουράζει. Αληθινό ευτύχημα.

Η νέα γυναίκα, τακτοποιεί τα πράγματα της, στην ντουλάπα.
Ο ίδιος, παρακολουθώ έξω, με κλειστή όμως, την τζαμόπορτα. Μήπως κρυώνει;
- Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ; Ή περίπου, σαν εδώ.
- Θα φτάσουμε και σ’ αυτό, Απόστολε.
- Τον μπράβο σου, που τον άφησες; Ή την έχει στημένη, πουθενά;
- Ο Φάνης; Ο βλάκας.
(Εξελίξεις βλέπω. Τώρα γιατί).
- Πεινάς;
- Όχι. Ή μάλλον ναι, αποκρίνομαι.
- Βρίσκεται κανένα μαγαζί εδώ κοντά, να ψωνίσω κάτι;
Εκεί, πιο πέρα, της δείχνω με το δάχτυλο, την κατεύθυνση.
- Μείνε εσύ, εδώ, και βλέπουμε.
- Θα μας πάρει, πολλές μέρες;
- Ποιο;
- Η εκδρομή, μιλώ ήρεμα.
- Θα σου πω σε λίγο, είπαμε.
- Καλά.

Πόση ώρα θα λείψει, άραγε;
Τώρα τι θέλω εγώ, μαζί της;
Μ’ ένα πρόσωπο, τόσο ανήθικο, που παλαιότερα, ούτε που ήθελα να γνωρίζω, πως είναι ζωντανοί, παρόμοιοι χαρακτήρες. Η άνεση τους να ξεφεύγουν από κάθε κακοτυχία. Μα να μη βρεθεί, κανείς, συλλογιζόμουν παλαιότερα, να τους δώσει ένα χέρι ξύλο;
Μα αισθάνομαι από νωρίς, σήμερα, ένα έλεος, για τον κόσμο. Ένα σεβασμό για τον κόπο τους. Από τη πιο μικρή προσπάθεια, έως το μεγαλύτερο μόχθο.
Βαίνει η πιο καθαρή μορφή, ηρεμίας. Η έννοια σεβασμός, στην πραγματική της υπόσταση. Το δίδαγμα, πως έχεις ανάγκη, έναν άλλο άνθρωπο. Πιθανόν για να αναγνωρίζει τον κόπο σου. Για κάποιο λόγο, είσαι εδώ.
Σημαντική η έννοια, της ελευθερίας.


Βρίσκομαι τόσο κοντά, στο πατρικό μου. Άραγε, τι κάνουν τώρα, εκείνοι;
Η μάνα μου, μάλλον θα ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού. Ο πατέρας μου ίσως να επιστρέφει από το σούπερ μάρκετ, κρατώντας στις γερασμένες του και κουρασμένες παλάμες, σακούλες με τα πρώτα είδη, ανάγκης, για το Σαββατοκύριακο. Αυτόματα θυμάμαι, πως είναι να εκμεταλλεύεσαι κάποιον. Φορές, πλησιάζεις κοντά μ’ έναν άνθρωπο, χωρίς όμως να καταφέρνεις ν’ αποδεχτείς, την ελευθερία του άλλου. Ότι κι αν σημαίνει. Ιδίως όταν σε προκαλούν οι άλλοι, με το αηδιαστικό τους θάρρος. Την αηδιαστική τους λογική. Γαμώ το σόι τους. Νευριάζω τώρα.

(συγκρατήσου).



Η Αλεξάνδρα εισέρχεται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, χαμογελαστή. Βαστά, πολλές σακούλες.
- Έλα να δεις τι πήρα.
- Μου φέρεσαι καλά, τώρα; Με ξαναπιάνει ο θυμός.
- Γιατί το λες αυτό;
- Γιατί όλο στη φυλάκα της αποθήκης με ρίχνατε.
- Ξεπέρασε το, πια! –θυμώνει;
- Πολλά ξεπερνάω τελευταία, στραβώνω τα χείλη, σα να χαμογελώ. Το βλέμμα μου είναι επίμονο.
(Πολλά, ναι. Την χρόνια ανεργία μου. Να με ζουν οι γονείς μου. Να πέφτεις συνεχώς, σε τοίχο, όσον αφορά, τους γυναικείους χαρακτήρες). Ανίκανες να εκφράσουν, τι έχουν ανάγκη. Πολλά μαζεμένα.
Που ξεπερνάω.
Η κλοπή του ψιλικατζίδικου από μένα.
Το ξύλο από τα ΜΑΤ -όχι, δεν ξεπερνιέται!
Το νέο τούτο, σινάφι).
- Τι σκέπτεσαι; ρωτά η Αλεξάνδρα.
- Έναν τρόπο να ξεφουσκώσει ο θυμός μου.
- Εσύ μου φαινόσουν ήρεμος.
- Πως, είμαι. Απλά θυμώνω, όταν αναπολώ πράγματα.
- Όπως; Εκείνη έχει αδειάσει τις σακούλες στην τραπεζαρία του δωματίου, που δεν είναι και από τα φθηνότερα, μισθωμένα, όπως φαντάζομαι.
- Τις ευκαιρίες που έχασα, να βρω δουλειά, μιλώ.
- Ά, κι εγώ, έπαθα τα ίδια.
- Εσύ; Δούλεψες;
- Μπα, γιατί τέτοια απορία; -ειρωνεύεται.
- Επειδή μου είχες αναφέρει, πως είσαι άλλο κεφάλαιο, εσύ. Δεν ξέρω. Όλη σου η άνεση, με μια σχετική απαξίωση, για το τι περνά ο απλός κόσμος.
- Απόστολε. Έχεις παρεξηγήσει. Άνω τόνος, φωνής, κάτω, επάνω πάλι.
Μου απευθύνεται, όπως θα συζητούσε μ’ ένα μωρό.
- Θυμάμαι να σου εξηγώ, έμμεσα, πως αδικείται, όποιος τελικά εργάζεται.
- Ωραία δικαιολογία, για όποιον τρώει από τα έτοιμα. Μιλώ Αλεξάνδρα, και για μένα.
- Να μου χαλάσεις τη διάθεση, θες;
- Ποια διάθεση; Εσύ με τράβαγες να φύγουμε από τη νέα Μάκρη, λες και σε κυνηγούσαν.
- Ά, αυτό. Ναι. Μιλά, τώρα, χαμηλόφωνα.
Σηκώνω τα φρύδια, κοιτάζοντας την, έντονα.
- Φτιάξε μου κάτι, αν θες, και θα σου μιλήσω.
Τοποθετώ σε πλαστικά πιάτα, μερίδες πρωινό. Ψωμί, τυρί, -σαλάμι; Όχι ευχαριστώ. Κάτι τηγανιτές πατάτες. Γύρο; Πρωί πρωί; Που τον βρήκε τον γύρο; Θα της μύρισε.
- Όλα ξεκίνησαν, τελευταία –μιλά με γυρισμένη την πλάτη προς εμένα. Κοιτά έξω.
- Όταν τελευταία, δέχτηκα μια απειλή.
- Ναι;
- Μη με διακόπτεις!
(Νευρόσπαστο). Χαμογελώ.
- Που λες, μου στέλνουν κάτι φυλλάδια, διαφημιστικά δηλαδή. Μα ένα από αυτά, ήταν μουτζουρωμένο μέσα. Με στυλό. Σε πρόσωπα γυναικεία. Και ένα περίεργο ΜΟΞΠ, στο εξώφυλλο. Στύβω το κεφάλι μου να βρω, τι σημαίνει.
- Είναι το σινάφι σου, αυτό.
- Τι εννοείς;
(Τώρα τούτη, γιατί απορεί;).
- Έ, όλη η οργάνωση. Να μου την έχει στημένη, ο Φάνης σου, όταν ήρθα με κακό, έστω, σκοπό.
Στρέφεται προς εμένα.
- Οι μέθοδοι σας να με κλειδώνετε στην αποθήκη, προσθέτω.
- Δεν το ήξερα να σου πω και μπράβο, που θα με σκότωνες, με το κοφτερό σου μαχαίρι! (Τώρα, σίγουρα θύμωσε. Θα έπρεπε να της πω: ξεπέρασε το! Να δω πως θα το πάρει).
- Θέλω να σου πω, Αλεξάνδρα, πως δεν βγάζεις, αύρα ατόμου, που δεν περιμένει, παρόμοια περιστατικά.
- Και όλα αυτά, κύριε, τα συμπέρανες τόσο γρήγορα και άμεσα, ε; κομπάζει.
- Έ, διαθέτουμε κι ένα μυαλό, εδώ πάνω.
- Το βλέπω –με ειρωνεύεται, χαμογελώντας.
- Το θέμα είναι, πως η σημερινή φυγή, θα σήμαινε κάτι.
- Δεν θα σου δώσω και αναφορά!
- Τότε γιατί με ρωτάς, για το ΜΟΞΠ σου;
- Έ, -διστάζει- ήθελα μια άλλη γνώμη, μαλακώνει τη φωνή, στο τέλος της πρότασης.
Πηγαίνει και κάθεται στον καναπέ, στηρίζοντας το κεφάλι στις παλάμες.
- ΜΟΞΠ, ε; Δεν πάει ο νους μου σε κάτι. Αν και..
- Ναι;
Διακρίνω την αγωνία της.
- Ίσως να είναι τα αρχικά για κάτι. Μάλλον, -για δέκατα δευτερολέπτου, παύση- να’ ναι βρισιά! Ή τα αρχικά, από βρώμικες λέξεις.
- Δεν το σκέφτηκα έτσι. Έχεις φαντασία –χαμογελά φυσικά.
- Από αυτό, πάντα –συμφωνώ.
- Λοιπόν; Τι άλλο νομίζεις; (Με εμπιστεύεται τώρα;).
- Προτείνω να μην πέσεις στο επίπεδο αυτών των ατόμων – καμπινέδων.
- Έχεις χιούμορ.
Ανταποδίδω το χαμόγελο.
- Θα σου έλεγα, να το ξεχάσεις.
- Δεν ξέρω…
- Γιατί; -περιμένω την απάντηση της.
- Ίσως να με παρακολουθούν (ωχ, τι ήθελα και μίλησα).
- Ποιοι; -Απορώ;
- Όσοι μουτζούρωσαν πιθανόν, το φυλλάδιο.
- Γιατί; Έχεις εχθρούς;
- Εγώ όχι.
- Ποιος τότε;
- Δεν θα σου δώσω αναφορά!
- Δεν ξέρεις, τι σημαίνει διάλογος.
- Ώ, γίνεσαι φορτικός, ώρες ώρες.
Σηκώνεται, να πάρει το πιάτο της. Τρώει γρήγορα. Πεινά φαίνεται.
- Τότε να μην ζητάς τη γνώμη του φυλακισμένου σου.
- Είσαι αστείος. Στο είπα.
- Δεν μου είπες, όμως, ακόμη, τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ. Στον αστείο συνοδό σου.
- Να ξεγνοιάσουμε.
- Καλοκαίρι κιόλας, ε;
- Έ, καλοκαίρι είναι. Μη γίνεσαι χαζός.
- Αν αποκαλείς χαζό, έναν άνθρωπο, που θέλει, πλέον, να γλεντήσει τη ζωή του. Κάτι που φυσικά, σημαίνει: να διαθέτεις χρήματα, και μια τρέλα, να τους έχεις όλους, γραμμένους.
- Μπα, πως αυτό; Απορεί.
- Πήρα απ’ το δικό σου παράδειγμα.
- Γιατί σου φαίνομαι από άλλο πλανήτη; Θα με πνίξεις, καημένε –στραβοκαταπίνει.
(Γιατί της δίνω τόσο θάρρος;).
- Δεν ξέρω Αλεξάνδρα, απλά έχω την εντύπωση, πως κάνεις ή κάνετε καλύτερα, πως ζείτε σε άλλο πλανήτη. Αλλά μάλλον θα είναι το τίμημα της παρανομίας.
- Μπα, γιατί;
- Οι περίεργοι έξοδοι σου. Το τσιράκι σου. Τα λόγια σου, πως εμείς κάνουμε ευτυχισμένους τους άλλους, με τα ναρκωτικά.
- Σε πείραζα. Φάε ντε.
Παίρνω στα χέρια τη μερίδα μου.
- Δεν νομίζω. Φαίνεται η …
Το βλέμμα της εκφράζει απορία.
- Τίποτα τίποτα (η σαπίλα εννοούσα. Καλύτερα να μη τη θυμώσω).
- Είσαι κι εσύ, του σιναφιού –το βλέμμα της με καρφώνει.
- Τι εννοείς;
- Έλα έλα, φίλε μου. Με πλησιάζει. Λίγα εκατοστά, χωρίζουν τα πρόσωπα μας. Αφήνει το πιάτο της, στον καναπέ.
- Δεν μου φαίνεσαι για οσία. Η επίθεση που θα έβαζες σε εφαρμογή. Καλό, δε λέω, το μαχαίρι –υπεροψία.
- Τώρα, ποιος προσπαθεί να ξεφύγει; ρωτώ.
- Δεν θα σου αναφέρω το ημερολόγιο της ζωής μου. Σηκώνεται.
- Τότε, μην με ρωτάς, για ΜΟΞΠ, και άλλες ιστορίες. Μου φαίνεται, θα φύγω από δω μέσα.
- Σε συμφέρει; Χαμογελά.
Της δίνω δίκιο. Δεν με συμφέρει. Πως θα γλεντήσω τη ζωή μου, χωρίς άλλες κλοπές;
Άφραγκος είμαι. Θα με κυνηγάει η αστυνομία από τ’ αποτυπώματα. Άραγε, επιχείρησαν επαφή, με τους γονείς μου;
Με πιάνει ένα τρέμουλο. Φόβος μεγάλος.
- Έ, τι έπαθες εσύ; ξαφνιάζεται.
- Απόστολε;
- Εσύ άσπρισες, γαμώτι μου. Κάθισε, παιδί μου.
- Εδώ, εδώ. Πρόσεχε! Είσαι και άγαρμπος.
Μου φέρνει ένα ποτήρι νερό. Σα να συνέρχομαι. Κάθεται πλάι.
- Ξέρεις. Ξέρεις. Δεν είμαι τόσο αθώος, όσο δείχνω.
- Εκδηλώθηκες. Και εκτός από επίδοξος δολοφόνος, τι άλλο;
- Είχα, είχα,
- Βλάλτο ντε.
- Πριν λίγες ημέρες,
- Ναι;
- Έκλεψα ένα ψιλικατζίδικο.
- Μπα, μπααααα. Χαραμίζεσαι, εσύ, παιδί μου.
- Τι εννοείς, Αλεξάνδρα;
- Σε απλά πράγματα.
- Σου φαίνεται απλό, αυτό; Να είναι ο άλλος, στα ίχνη σου;
- Είναι; Με κοιτά σοβαρή.
- Μου φαίνεται, άφησα αποτυπώματα, στο πορτοφόλι του τύπου.
- Ποιου τύπου;
- Του ψιλικατζή.
- Το πορτοφόλι του έκλεψες; Αετονύχη μου!
- Όχι. Δηλαδή ναι. Και το πορτοφόλι.
- Χαζό. Ναι. Χαζό. Αλλά, τι σημαίνει αυτό; Προσπαθεί να βγάλει άκρη από τα συμφραζόμενα.
- Αν συνδυαστούν μ’ εκείνα της ταυτότητας, μιλώ.
- Μα εσύ, είπες, το πρωί στη θάλασσα, που γνωριστήκαμε, πως σου κλέψανε ταυτότητα και χρήματα. Από τον κρυψώνα σου στην τουαλέτα.
- Έ και; Οι απορίες σου, Αλεξάνδρα. Δεν έχουν αρχείο; Πως στο καλό, βγαίνουν οι ταυτότητες;
- Δίκιο, δίκιο. Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
- Λέω να μείνω μαζί σας.
- Μα εσύ, μισείς μου φαίνεται, τον Φάνη.
- Όσο γι’ αυτό.
- Τότε πως;
- Δεν ξέρω. Δεν ξέρω –ανησυχία ξανά, στη χροιά της φωνής.
- Τι να σου πω, Απόστολε…
- Δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα, Αλεξάνδρα.
Βαθιά, μέσα μου, ένας θυμός. Κάτι.
- Για μας; Τότε πως θες να ‘σαι μ’ εμάς;
- Όχι, όχι, για εσάς –υποκρίνομαι.
- Τότε;
- Για κείνους που μου έκαναν κακό; (ρωτούσα;).
- Οι γονείς σου; Επειδή, παραδέξου το, δεν μου φαίνεσαι για ελεύθερος άνθρωπος.
- Μην ανακατεύεις τους γονείς μου!!
- Ηρέμησε τώρα. Έχεις δίκιο. Καλύτερα να μείνεις, υπό τη σκέπη μας.
- Και καθαρεύουσα, η δεσποινίς.
- Κάτι ήμουν κι εγώ.
- Ποιοτική;
- Μου φαίνεται πως θες να με θυμώσεις, για ορισμένο λόγο. Μα τούτο δεν σε συμφέρει. Είμαστε ικανοί να σου μάθουμε πολλά, μα απαιτείται ένα κατάλληλο κλίμα.
- Δηλαδή;
- Ανιεξουσιαστικό.
- Τρομοκράτες είστε;
- Όχι βέβαια. Απλά, δε συμπαθούμε, ορισμένους ανθρώπους.
- Αντεξουσιαστές είναι και οι διαδηλωτές, μου φαίνεται, ενόσω αγωνίζονται για καλύτερη διαβίωση, μιλώ.
- Μη ξεφεύγεις από το θέμα. Τώρα που το θυμήθηκα, χρειάζεσαι κάτι, όσο θα βρισκόμαστε εδώ;
- Θα μείνουμε καιρό;
- Θα δείξει. Λοιπόν;
- Εσώρουχα. Πρόχειρα ρούχα. Παντόφλες. Κάτι να περνάω την ώρα μου.
- Όπως;
- Ποδήλατο.
- Ωρίμασε πια!
13


Ως σήμερα, αργά το απόγευμα, επειδή κατά περίεργο τρόπο, κανείς από τους δυο, δεν θέλαμε να βγούμε, ακολουθήσαμε το εξής πρόγραμμα: Αρχικά πήγαμε σε μια λαϊκή εδώ κοντά, για φρούτα, μπανάνες. Εσώρουχα, κάλτσες, φρέσκο τσάι. Μέλι. Εκείνη πλήρωνε συνέχεια.
Αργότερα προς το μεσημέρι, ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο, στο βουνό, σε μια ταβέρνα, για φαγητό.
Επιστρέφοντας, ούτε που κοίταξα, δεξιά μου, τα γνωστά κτίσματα, στη γειτονιά μου. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ξαπλώσαμε απλά, στο διπλό κρεβάτι, για μια δυο, ώρες, ύπνου. Αργότερα είδαμε μια ταινία στο βίντεο, και αργά το απόγευμα, περπατήσαμε στο κέντρο της περιοχής, χαζεύοντας τις βιτρίνες. Πότε πότε, αγκαζέ. Ή ο καθένας μόνος του. Στον κόσμο του.
Δεν την ρώτησα τελικά, μα μου φαινόταν –όσο χρόνο για να την συναντήσω, πριν έρθουμε εδώ- αλλαγμένη. Σα να έπεσε η διάθεση της. Μια τάση φυγής. Όλα ετούτα, από διαίσθηση. Ήμουν πάντα, καλός σ’ αυτό τον τομέα.
Θυμάμαι μια σπάνια περίπτωση, και αγνής γυναίκας, που έγραφε. Γνωριμία από έξοδο, συγγενικής εκδήλωσης. Ούτε θυμάμαι, πλέον, την αφορμή.
Θυμάμαι μόνο, ότι είχα μπει σφήνα, σε μια συζήτηση, εκείνης της κοπέλας, με μια φίλη της, σχετικά με το αίτιο της μοναξιάς. Εξέφρασε ο καθένας την άποψη του. Ολοκληρώνοντας ο ίδιος, επισημαίνοντας ξανά, πως όλοι, γενικά, εν τέλει, δεν γνωρίζουμε τι θέλουμε, ή τι πρέπει να εκτιμήσουμε. Αμέσως, η φίλη της αγνής κοπέλας –ως εμφάνιση και ύφος προσώπου- σηκώθηκε, και με μια δικαιολογία, αποχώρησε από την μικρή μας παρέα (δεν άντεχε την αλήθεια όπως πολλοί που γνωρίζω).
Η κοπέλα λοιπόν, έγραφε στίχους. Μου απάγγειλε ένα αγαπημένο της.
- Αυτό θα μπορούσε να γίνει τραγούδι, ξέρεις, της λέω.
- Ναι –μια μικρή έκπληξη, στο βλέμμα. Προσπαθώ να το μελοποιήσω.
- Είσαι πολυτάλαντη, όντως.


Δεν θυμάμαι πια, γιατί δεν ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Μάλλον, είμαστε πολύ καλοί για να δεχτούμε ο ένας του άλλου, το δικαίωμα στην μοναδικότητα της διαίσθησης, να φέρνεις άμεσα, στην επιφάνεια, τον χαρακτήρα ενός άλλου.
Ή την ποιότητα που οι υπόλοιποι γύρω, χλεύαζαν.
Και ποιοι ήμασταν εμείς, για να περιθωριοποιηθούμε, κάνοντας τη διαφορά.
Τότε, αγνοούσα, πως κρατάς μια γυναίκα. Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσω την Αλεξάνδρα, πως συντελείται.







Πρωί Κυριακής

Περπατάμε πλάι στο ρέμα, που μας φέρνει όπου να ‘ναι, κοντά σε μια όμορφη εκκλησία.
- Κάνει ζέστη σήμερα, μιλά η Αλεξάνδρα.
- Σ’ εμένα πες το, που δεν αγοράσαμε χτες, ελαφρά ρούχα, για το άτομο μου.
- Εσύ τα ψειρίζεις. Είχε η λαϊκή.
- Τα ήθελα καθαρά.
- Γιατί τι ήταν; Επειδή δεν τα πουλούσανε μέσα σε νάιλον;
- Μάλλον, αποκρίνομαι.
Σήμερα είναι απόμακρη.
- Μπορούμε να πάμε και στον Πειραιά, αν θες. Όλο και κάτι θα βρούμε.
- Μπα. Σηκωθήκαμε αργά, σήμερα, Αλεξάνδρα.
- Σωστά. Δεν έχει αξία, αν δεν πας νωρίς, αποκρίνεται.
- Τι ώρα είναι; Αναρωτιέται.
- Πρέπει να τελείωσε η λειτουργία. Θες να δεις, μια ωραία εκκλησία;
- Μάλλον, αφού δεν θα ‘ναι και κανείς.

Περνάμε στην αντίθετη πλευρά του ρέματος, πλησιάζοντας κοντύτερα.

Κάναμε λάθος.
Μόλις τώρα βγαίνουν, με την άνεση τους, οι πιστοί, μετά την λειτουργία.
- Ανάβουμε ένα κερί, έτσι κι αλλιώς; Προτείνω.
Η νέα γυναίκα σηκώνει τους ώμους.
Δέκα δεκαπέντε μέτρα, πριν τα σκαλιά, προς το ανασηκωμένο επίπεδο του εσωτερικού, εκείνου, χώρου, διακρίνω τον πατέρα μου, να μιλά χαμογελαστός, με έναν άλλο, που δεν γνώριζα.
Αυτόματα, πιάνω αγκαζέ την Αλεξάνδρα, και βίαια, της αλλάζω ρότα.
- Τι έπαθες παιδάκι μου;
- Είδα τον πατέρα μου.
- Έ και; Δεν θα χαρεί για το θηλυκό, δίπλα σου;
- Δεν τα ‘χουμε κιόλας.
- Όσο γι’ αυτό, αρχίζει να γελά.
Απομακρυνόμαστε.
- Που πάμε τώρα; Εξακολουθεί να γελά.
- Στο κουτί μας.
- Στα τέσσερα τείχια; Γελά πιο δυνατά, ξαφνικά.
- Ναι. Πάψε σε παρακαλώ.
- Απόστολε! Ακούγεται ειρωνική, ίσως και παραπονιάρα.
- Εγώ θα έλεγα, για μπάνιο –προσθέτει.
- Ορεξάτη; Ρωτώ.
- Απ’ το να κλειστώ μέσα! Το πρόσωπο της φωτίζεται, χαρούμενα φυσικό.
- Εγώ νόμιζα πως έτρεχες να ξεφύγεις από κάτι.
- Θα πάμε σε νέα παραλία. Κουτέ.
- Δεν έχω μαγιό.
- Πρόβλεψα. Πρόβλεψα. Με πιάνει απ’ τον ώμο.


Τα βήματα μας, μας φέρνουν ξανά, από τούτη την πλευρά, του ρέματος, που βρίσκεται το ξενοδοχείο μας.
Βγαίνουμε στη μεγάλη λεωφόρο.
- Ξέρεις, μου λείπουν τσιγάρα, μιλά εκείνη.
- Γιατί, πότε κάπνιζες;
- Πάντα, Απόστολε. Δείχνει αφηρημένη.
- Να, εκεί πέρα πρέπει να έχει. Έλα, για παρέα, μου κλείνει το αριστερό μάτι.
Περνούμε κάθετα, την λεωφόρο.
Το ξέρω αυτό το μαγαζί. Πουλάει και παιχνίδια. Χαρτικά, λίγα. Περιοδικά, ζυμαρικά, φαγώσιμα, κλπ.
Λίγο πριν περάσουμε το κατώφλι, εκείνη μου κάνει νεύμα: κοίτα τώρα, πως κλέβουν.
Η έκπληξη μου μεγάλη.
- Μίλα του εσύ, ενόσω η ίδια, θα είμαι επί το έργο, ψιθυρίζει.
Αρχίζω να φοβάμαι.
Τι λένε τώρα, στον ασπρομάλλη που δείχνει ψημένος στη ζωή του;
Ο χώρος, πως είναι: Υπάρχει ένα συρόμενο παραθυράκι, που κοιτά έξω, και τώρα είναι ανοιχτό. Οι τοίχοι, ο κάθετος από τη δική του πλευρά, και ο παράλληλος με τον δρόμο, είναι γεμάτοι με ράφια και είδη προς πώληση. Επίσης, και οι μακρόστενες παράπλευρες, γυάλινες βιτρίνες, λίγο πιο μπροστά. Διακρίνω επίσης, μερικά σταντ με κάρτες, μικρά κουτιά με παιχνίδια, περιοδικά κλπ.
Παρατηρώ ένα ψυγείο με παγωτά, απέναντι από τον ταμία. Γενικά, ο μισός και κάτι, διαθέσιμος χώρος, είναι άδειος, μάλλον για να χωράνε οι πολλοί πελάτες, της γειτονιάς. Μόνο που ετούτη τη στιγμή, είμαστε μόνοι, οι τρεις μας.
Πλησιάζω τα παγωτά. Κάνω πως κοιτώ τις αναπαραστάσεις των ειδών, από την αφίσα, πλαϊνά του ψυγείου.
Τις κινήσεις της Αλεξάνδρας, τις αγνοώ.
- Φύγανε όλοι, ε; Μιλά εκείνη. Αύγουστος μήνας, κιόλας.
- Πήραν τις άδειες τους, χρωματίζει, καθημερινά, τη φωνή του, ο πωλητής.
- Δεν ξέρω τι μ’ αρέσει, μιλώ.
- Πάρε και για τα παιδιά, ακούγεται εκείνη.
Τώρα, δείχνω μουτρωμένος. Θέατρο.
Υποκρίνομαι πως πλησιάζω μυστικά, από αυτή, τον πωλητή. Του ψιθυρίζω: δεν ξέρω τι να κάνω, μαζί τους. Είναι τόσο άτακτα.
- Έ, όλα τα παιδιά, πια, έτσι είναι.
- Όχι και όλα. Αν έχεις σοβαρούς γονείς.
- Ή καλά σχολεία. Είναι μεγάλα τα παιδιά σας; Ρωτά αυτός.
- Μπα όχι. Νήπιο πάνε. Τα ‘χαμε και στο προνήπιο. Δεν ξέρω αλήθεια, τι τους μάθαιναν εκεί, κι έγιναν τόσο ζωηρά.
- Αγόρι κορίτσι;
- Ναι. Ένα απ’ το καθένα, να ‘ναι ευχαριστημένοι, πεθερικά και γονείς –ο πωλητής χαμογελά με το άκουσμα.
- Έχω την εντύπωση, προσθέτω, από μια εκπομπή που είδα μια φορά στην τηλεόραση (ωχ, έπρεπε να βρω, άλλο παράδειγμα), μήπως βάζανε, σκέφτηκα, τα μικρά, να τραγουδάνε καραόκε ή να φωνάζουν, φωνές ζώων, για παιχνίδι.
- Παιδιά είναι. Τι θα πάθουν;
- Παιδιά, ναι. Έχετε δίκιο.
- Θα αγοράσετε παγωτό; Σα να πονηρεύεται ο πωλητής.
- Ήθελα.. (του ανέφερα μια γνωστή μάρκα, ξένου παγωτού).
- Ίσως βρείτε σε φούρνο.
(Θα του ΄λεγα που έχω δει, μα καλύτερα να μη μιλήσω).
- Πήρες; ρωτά η Αλεξάνδρα.
- Θα περάσουμε ξανά, το απόγευμα, μιλώ.
- Όπως νομίζετε. Καλό απόγευμα.
- Επίσης, χαμογελώ φιλικά.
Η Αλεξάνδρα με πιάνει αγκαζέ, έως να περάσουμε απέναντι, τη λεωφόρο.


Μετά από δυο λεπτά:
- Λοιπόν; Άρπαξες κάτι;
- Πως; Είσαι κουτή.
- Γιατί;
- Ο γέρος σου διέθετε κάμερες στο μαγαζί.
- Κοίτα ένα γέρο, κοροϊδεύει.
- Εκείνο που εσύ, λήστεψες; -ξαναμιλά αμέσως.
- Δεν κοίταζα. Ήταν κι η πρώτη μου φορά.
- Στραβάδι μου. Δεν πειράζει. Δεν πειράζει.


Πλησιάζουμε το ξενοδοχείο.
- Να η ευκαιρία σου.
- Τι ‘ναι πάλι.
- Το περίπτερο, μου ψιθυρίζει.
- Τι, το περίπτερο; Ψιθυρίζω επίσης.
- Δεν είχες ποτέ, το στιγμιαίο πάθος, ν’ αρπάξεις κάτι; Περιοδικό. Σοκολάτα. Τσίχλες. Προφυλακτικά, χαμογελά πονηρά.
- Προφυλακτικά, όχι. Αγόρασα από φαρμακείο, μικρότερος, να δω, γιατί τόσος ντόρος.
- Μπρος μπρος. Η ευκαιρία σου χτυπά την πόρτα.
- Προς φυλακή;
- Μη γίνεσαι μελοδραματικός.
- Θα απασχολήσεις εσύ, τον περιπτερά.
- Όχι.
- Τι όχι;
- Πρέπει να το κάνεις μόνος.
- Γιατί;
- Για να δω αν είσαι ικανός.
- Και το μπάνιο στη θάλασσα;
- Ψέματα.

Ταχύνει το βήμα της.
- Θα είμαι πάνω.

Να το επιχειρήσω; Συλλογιέμαι.
Όχι. Μιλά μια εσωτερική φωνή.
Σκέψου τους γονείς σου αν είναι έτοιμοι να πληγωθούν και άλλο.
Πόσο κι άλλο; Είμαι καλό παιδί.
Εκτός απ’ την ληστεία στο ψιλικατζίδικο; Εξακολουθεί να συζητά η συνείδηση.
Ή ότι ζεις με χρήματα του πατέρα σου, που δεν τον αφήνεις καν, να ακούσει τη φωνή σου στο τηλέφωνο.
Είχαν την ευκαιρία τους.

Στα κομμάτια!
Αυτό το καλοκαίρι, δε θα το περάσω μέσα.
(Η ελευθερία δεν είναι αόριστη έννοια).

Θα το πράξω.
Πρέπει να κλέψω.
Χρειάζομαι, δικά μου χρήματα.
Μια καριέρα για να βγάζω γυναίκες.







Έχω δάκρυα στα μάτια.

Εισέρχομαι στο δωμάτιο.
- Που ήσουν; Λείπεις σχεδόν, μια ώρα.
Το βλέμμα της διαφοροποιείται, σα να επιστρέφει η παλιά της ειρωνεία.
- Τριγυρνούσα εδώ κι εκεί, χωρίς ηρεμία.
Η φωνή μου αγχώδης. Βαριανασαίνω.
Κάθομαι στο κρεβάτι, και ξεσπώ σε πυκνά κλάματα.
- Τι έπαθες τώρα; Είσαι τρελός; -θυμώνει η Αλεξάνδρα. Θέλεις να μας ακούσουν;
- Δεν μπόρεσα. Δεν μπόρεσα.
- Τι δεν μπόρεσες; Κακομοίρη. Στέκεται μακριά.
- Τον περιπτερά. Δεν μπόρεσα. Δεν μου ήταν δυνατό.
- Το περίμενα από σένα.
- Το βλέμμα του. Το βλέμμα του. Έμοιαζε του πατέρα μου! Ήταν, ήταν, ήταν σα να με παρακαλούσε. Σαν –βαριανασαίνω ακόμα- σα να με προειδοποιούσε –το στήθος μου φουσκώνει, ξεφουσκώνει, λόγω της έντασης.
- Κακομοίρη –περήφανο το βλέμμα της.
- Ήμουν ελεύθερος να επιλέξω, να μην κλέψω τον περιπτερά. Σε σχέση μ’ εσένα, Αλεξάνδρα, που ‘χεις παρερμηνεύσει τον όρο, ελευθερία. Θεέ μου, γιατί; Σπαράζω.
Εκείνη αμέσως, τη στιγμή, μου επιτίθεται, οριζοντιώνοντας με στο κρεβάτι, ξεκινώντας να με χτυπά. Χαστούκια. Γροθιές. Ανακατεμένα.
- Τι λες ρε άβγαλτο; Κοίτα ρε έναν τεμπέλη που θα μας κάνει και κήρυγμα. Ρε. Ξύπνα ρε, να δεις που βρίσκεσαι! Τι ‘ναι η ζωή σου. Ξύπνα ρε! Χτυπάει κι άλλο.
Προστατεύω το πρόσωπο μου με τις παλάμες.
- Θύμωσε, ρε. Θύμωσε! Αυτή η δουλειά ρε άχρηστε, θέλει κότσια! Κοίτα ρε μια κότα. Θύμωσε ρε, γελά τώρα.
Πλέον με χτυπά, ξυστά στο κεφάλι, σα να παίζει.
Ξαφνικά μου ρίχνει μια δυνατή γροθιά στο στομάχι.
- Ώπ, τι έγινε; Πόνεσες; Γελά.
Σα να θυμώνω.
- Θύμωσε ρε. Ξύπνα γαμώτι σου. Παιδάκι είσαι.
Το βλέμμα μου αλλάζει σε απότομο. Άγριο.
- Βγάλτο από μέσα σου, Απόστολε. Αφού το ‘χεις. Τι το κρατάς; Ξύπνα, άβγαλτο νιάνιαρο. Είσαι άντρας εσύ; Να δω, ρε. Να δω.
Προσπαθεί με απότομες κινήσεις, να με γδύσει.
- Τι κάνεις τώρα; Τι κάνεις εκεί; φωνάζω.
- Σου δίνω αυτό που χρειάζεσαι, γελά.
- Και που ξέρεις εσύ, τι χρειάζομαι; Συνεχίζω να είμαι θυμωμένος, αν και εκείνη, για να κατευνάσει πλέον, τα πνεύματα, προσπαθεί παράλληλα, να με γαργαλά.
- Ποιος έχει ανάγκη να ακούει τη ζωή σου; Ξύπναααα. Ξύπνα Απόστολε. Κάνει να μου λύσει τη ζώνη απ’ το παντελόνι.
- Θα σταματήσεις; Δεν θέλω. Όχι τώρα!
- Κοίτα ρε που δεν θέλει. Θα τις φας ξανά. Κάτσε ήσυχα –χαμογελά.
- Δεν θέλω, είπα!
Ανασηκώνομαι.
- Μπα. Το φοβητσιάρη –όλη η ειρωνεία του κόσμου, στο πρόσωπο της.
- Μη σώσεις και ποτέ –παύση- Κακομοίρη.
- Ήθελα να ‘ξερα τι ευχαρίστηση βρίσκεις σ’ αυτό, μιλώ. Να φιλάς τις τρίχες του άλλου.
- Αλήθεια, είσαι το κάτι άλλο, Απόστολε. Με απογοητεύεις. Εσύ μου φαίνεται ότι μισείς τις γυναίκες, άλλο αν τις θέλεις.
- Σπούδασες ψυχολογία; Ρωτώ.
- Δε χρειάζεται. Βλέπω τα χάλια σου.
-παύση-

- Κακομοίρη –αργόσυρτη προφορά, των συλλαβών.
- Ο πατέρας μου, μου ‘λεγε: Δεν θα αλλάξεις εσύ, τον εαυτό σου.
- Παρόλη την εμμονή με τον πατέρα σου, απορώ, ποιος. Έτσι, από τρελό καπρίτσιο.
- Εκείνος.
- Έκπληξη! -χαμογελά. Εσύ δεν είσαι μαμάκιας. Είσαι μπαμπάκιας –φαίνεται πως υποκρίνεται ένα χαμόγελο.
- Άλλο αν διεγείρομαι μόλις με αγγίζεις, Αλεξάνδρα. Κι άλλο σα ζώο, να κάνω ότι πρόκειται να κάνω.
Δεν μιλά. Με κοιτά κατευθείαν στα μάτια.
Προσηλώνομαι στο βλέμμα της, μαγνητισμένος.
- Σου αρκεί αυτό, ε;
- Ποιο; Αντιρωτώ.
- Γιατί σου κάνει ξαφνικά εντύπωση, που σε κοιτάω από τόσο κοντά, στα μάτια;
- Πάντα μου έκανε εντύπωση, Αλεξάνδρα.
- Χαραμίστηκες. Όντως. Ξεφυσά.
- Σου ΄χει φύγει το χαμόγελο τις τελευταίες ημέρες, Αλεξάνδρα.
- Έχω κι εγώ τα δικά μου –ηρεμούμε ταυτόχρονα.
- Παλαιότερα, ανακάλυψα σ’ ένα βιντεοκλάμπ, μια αγγελία που ζητούσαν ηθοποιούς για πορνοταινία.
Χαμογελά πονηρά.
- Προσπαθείς να μου φτιάξεις το κέφι, μιλά, σα με παράπονο.
- Αλήθεια –μιλώ- εσύ το θυμάσαι, αφότου κάνεις έρωτα;
- Έρωτα; Γίνεσαι σπαστικός τελικά. Άκου έρωτα, ειρωνεύεται. Μου φαίνεται ότι τα ‘χεις ανακατώσει! Και άσχημα.
- Δεν το βρίσκεις σωστό;
- Τι πράγμα; Αγάπες, καρδιές, και κουραφέξαλα;

- Το χειρότερο είναι, ήταν, όταν απομυθοποίησα το σώμα της γυναίκας. Τότε, έπαψα να ενδιαφέρομαι για την πράξη. Και το κυριότερο, δε μου προκαλεί καμία εντύπωση.
- Μe όλα αυτά που λες, μάλλον πρέπει να ανησυχώ για σένα.
- Επειδή δείχνω ανθρώπινος;
- Ανθρώπινος, όχι. Αδύναμος, ναι. Γιατί αν ήσουν ανθρώπινος, θα είχες εννοήσει, πως ολοκληρώνεται κανείς.
- Πως; Κλέβοντας;
- Δεν θα καθίσω να συζητήσω, μαζί σου.
- Έτσι κάνετε εσείς οι γυναίκες.
- Εσύ, όντως, μας μισείς.
- Σε κουράζει η αλήθεια, ε; Το βλέμμα μου εκφράζεται βλοσυρό.
- Πήγαινε να δεις το πρόσωπο σου στον καθρέφτη, παιδάκι μου. Ίσως ξυπνήσεις. Κοίτα ρε έναν ενήλικα. Που του πληρώνω τα πάντα, τις τελευταίες ημέρες, και μας βγαίνει από πάνω. Εσύ δεν ξυπνάς με τίποτα, μου φαίνεται.
- Μη τολμήσεις να με ξαναχτυπήσεις –η φωνή μου είναι χρωματισμένη με ένταση.
- Μάλλον σου χρειάζεται, κάθε μέρα.
- Ο θυμός; Πρωί πρωί;
- Σα γάλα ένα πράγμα, ε; Ξεσπά σε ήσυχα γέλια.
- Έλα. Σουλουπώσου λίγο. Και κάτσε ήσυχα τώρα! Ρίξε και λίγο νερό στο πρόσωπο σου, Απόστολε.
- Και οινόπνευμα για τους μώλωπες!
- Ζαχαρένιε!
Μπαίνω στην τουαλέτα.


Το πρόσωπο μου στον καθρέφτη,
είναι το πρόσωπο όλων των ανθρώπων,
Που άδικα κατηγόρησα.

Οι στιγμές που δεν έπαυα
Να εξαπολύω το θυμό μου,

Μισώντας εκείνους
που βίωναν το ηλιοβασίλεμα.
Το φιλί και την αγκαλιά.
Τα λόγια. Με αγκαλιά.
Την ηρεμία. Με αγκαλιά.

Που κάθε λεπτό, ήταν,
όχι,
παρήγορο,

Ήταν σημαντικό.
Ήταν στο τώρα και στο τότε.
Δυο πρόσωπα. Ζυγός αριθμός ατόμων.
Ζευγάρι σε συμπόνια.
Αποδοχή των δύο ανθρώπινων φύσεων.

Τη συναντώ ξανά, στο μικρό σαλονάκι του δωματίου μας. Το παρόν ξενοδοχείο. Τόσο λευκό εξωτερικά, σαν ανθρώπινο πνεύμα, με δωμάτια σκέψεων και πράξεων.
Η Αλεξάνδρα τρώει μια σοκολάτα. Κάτι κρατά στα χέρια της.
Διαφημιστικό φυλλάδιο είναι;
- Τι έχεις εκεί;
- Κάτι.
- Τι ΄ναι αυτό το κάτι; χαμογελώ. Προσπαθώ δηλαδή, αφού πονώ ακόμα.
- Μην είσαι περίεργος, μιλά με μπουκωμένο στόμα.
- Θα μου πεις;
Κάθομαι πλάι της. Έβαλε άρωμα;
- Που το βρήκες αυτό; ρωτώ.
- Δικό μου είναι.
- Είναι ότι νομίζω;
- Και που ξέρεις εσύ;
- Κάτι ξέρω.
- Έχεις αδελφή;
- Μπα. Θα την έπνιγα, μεγαλύτερη.
- Άγριε άντρα μου, εσύ –χαχανίζει ήσυχα, σα νεαρά.
- Έμεινε καθόλου;
- Τι πράγμα;
- Από αυτό που τρως.
- Δε σου δίνω.
- Είσαι κακιά.
- Αργά το κατάλαβες.
- Να δω τουλάχιστον, το βιβλίο σου.
- Πλησίασε.
- Δικό σου είναι;
- Όχι του γείτονα. Δικό μου, κουτέ.
- Λεύκωμα λοιπόν.
- Μη μου πρήζεις το στομάχι.
- Άγχος εσύ; Το δικό μου έφαγε ξύλο.
- Γίνεσαι κουραστικός. Πάψε κι απλά κοίτα.
- Καλά.
- Θα θυμώσω –χασμουριέται.
Μάλλον ένας άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στα όρια, συλλογίζομαι, προκειμένου να γίνει ομιλητικός. Δεν ξέρω τι το προκαλεί. Μάλλον η ταχυπαλμία της καρδιάς, από τους πολλούς καφέδες. Αφότου το μέσα έχει γίνει αχταρμάς, από μπερδεμένες χημικές ενώσεις, καταναλώνοντας άχρηστες ουσίες-τροφές.
- Ώχ -πιάνω το στομάχι μου, ασώψεται το ξύλο.
- Θα πάψεις;
Χασμουριέμαι επίσης.
Ξεφυλλίζει γρήγορα, το τετράδιο – λεύκωμα.
- Δεν προλαβαίνω. Πάρτο απ’ την αρχή.
- Τέλος πάντων –ακούγεται σα να βαριέται.
- Σ’ έπιασε νοσταλγία; Ρωτώ.
- Θες να πεις κάτι;
- Εσύ είσαι σκληρός άνθρωπος. Δεν το περίμενα.
- Δεν ξέρεις τίποτα! Σ’ ενδιαφέρει τώρα, αυτό, ή να το κρύψω;
- Καλά, καλά. Δεν μιλάω. Αλλά για πες μου κάτι.
Μου ρίχνει μια πλάγια ματιά, ανασηκώνοντας τα φρύδια.
- Είναι ανάγκη, να μιλάς συνέχεια, άσχημα;
- Τώρα ποιος θέλει να αλλάξει, ποιον;
- Δεν τα κάνω εγώ, αυτά.
- Είσαι σίγουρος.
- Μάλλον.
- Ά, μάλλον. Θες, Απόστολε να δεις τούτο εδώ, ή να το πάρω;
- Όχι, όχι. Εντάξει.
Κοίτα διαφορά, σκέπτομαι. Πόση ευαισθησία παρουσιάζει τούτο το λεύκωμα της, σε σχέση με την ένταση της αντίδρασης. Αναρωτιέμαι γιατί κρατά την παρέα μου. Τώρα γιατί μένω εγώ. Είναι όντως σπάνια η αίσθηση να ‘σαι με θηλυκό, μόνοι σας, σε δωμάτιο.
Κοιτώ το ρολόι. Κοντεύει 2. Μεσημέρι.
- Τι λέει εκεί; δείχνω με το δάχτυλο σε μια σελίδα του λευκώματος. Τα γράμματα είναι πολύ μικρά. Διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες.
Δεν μου απαντά.
- Πάρτο απ’ την αρχή. Θέλω να δω το εξώφυλλο.
- Γίνεσαι κουραστικός.
- Μπορείς σε παρακαλώ να ησυχάσεις; Γκρινιάζω.
- Καλά, καλά, Απόστολε.
Στο εξώφυλλο, το χρώμα που επικρατεί είναι το πράσινο. Σε τρεις, νομίζω, αποχρώσεις, και το γαλάζιο επίσης, αν και λιγότερο. Είναι η μορφή μιας νεαρής γοργόνας που καβαλικεύει ένα θαλάσσιο ιππόκαμπο. Όλα αυτά, στο βυθό; Πάνω δεξιά γράφει, Το λεύκωμα μου.
- Μπορώ; Ρωτώ.
Το παίρνω στα χέρια μου, πλησιάζουν κοντύτερα, τα σώματα μας.
Χόμπυ, η επόμενη σελίδα, ως θέμα.
Προσπαθώ να βγάλω άκρη, γιατί όπως φαίνεται, όσοι γράφουν, συζητούν στη συνέχεια γραπτώς, μεταξύ τους. Κάτι βελάκια καθορίζουν, σε ποιον απευθύνονται. Έχει πλάκα.
Κάποιας το χόμπυ είναι το ράψιμο, και η συλλογή φωτογραφιών, ενός Πασχάλη.
- Τι λέει εδώ;
- Πού; Κουτούτσικε.
- Η πρωτοτυπία! Λέει, δε διαβάζεις;
- Χόμπυ η πρωτοτυπία;
- Γιατί; Ξινίζει τα μούτρα της. Δύσκολο σου φαίνεται;
- Λίγο.
Διαβάζω μια άλλη απάντηση: συλλογή γραμματοσήμων. Ποίησης καθώς και συλλογή, από, από, δεν το βγάζω.
- Συλλογή από ώρες, λέει εδώ;
- Τι ώρες; Γελά. Συλλογή από άνδρες! –χαμογελά.
- Αυτό θα είναι δική σου απάντηση, της πετώ μια μπηχτή.
- Να λες κι ευχαριστώ, που στο δείχνω, μουτρώνει.
Διάβασμα. Μουσική. Ξανά κέντημα. Άλλες εποχές θαρρώ.
- Γράψε και το δικό σου, Απόστολε.
- Έ, δεν ξέρω.
- Τι προάλλες μου ζήταγες ποδήλατο.
- Ποδήλατο. Ναι. Αυτό ήταν το δικό μου χόμπυ. Χρόνια πριν.
Στην επόμενη σελίδα, διαβάζω τις υπόλοιπες απαντήσεις.
- Θα γράψεις; Ρωτά.
- Έχεις στυλό;
- Μισό -σηκώνεται, και σαν με χαρά, σχεδόν πετάγεται, καθιστή, πλάι.
- Πολύ κέντημα κάνατε εσείς. Αλήθεια. Από πού είσαι;
- Βόρεια.
- Όταν λες βόρεια.
- Θεσσαλονίκη.
- Είχα έρθει μια φορά. Για πολύ λίγο, βέβαια.
- Σου άρεσε;
- Είδα μόνο τον λευκό πύργο. Τίποτα άλλο.
- Μάλιστα.
- Τι άφησες εκεί πίσω;
- Τι άφησα εκεί πίσω! Περίεργος είσαι. Μια μάνα, έναν πατέρα. Τα γνωστά.
- Και βλέπουμε, ε; Την πειράζω.
- Ήθελα απλά την ελευθερία μου, και μια μέρα το πήρα απόφαση, κι έφυγα. Έτσι απλά.
- Σου λείπει;
- Τι ακριβώς;
- Δεν ξέρω. Η πόλη σου. Οι δικοί σου. Ο παλιός γκόμενος, υποθέτω.
- Πας φιρί φιρί, να τις φας πάλι.
- Πεινάω. Εσύ Αλεξάνδρα;
- Σε λίγο, αποκρίνεται.
Απορροφούμαι ξανά, στο λεύκωμα της. Ποιος ξέρει σε ποια ηλικία το δημιούργησε. Είναι καλαίσθητο. Οι περισσότεροι γράφουν με στυλό.
Άντε πάλι το κέντημα, για τις ελεύθερες ώρες. Κορίτσια από σπίτι (ετούτη πως βγήκε έτσι;).
Χαμογελώ: «Που να βρεθούν ελεύθερες ώρες, εγώ πνίγομαι». «Σε πόσες κουταλιές νερό;» ρωτά ένα αρσενικό όνομα. Πειράζουν ο ένας τον άλλο. Έχει γούστο το λεύκωμα. Όντως, πρωτότυπο!
- Με τα ψευδώνυμα σας γράφατε, εδώ;
- Όχι.
- Αυτή η Μαρριάνα που ρίχνει ξύλο σε αρσενικά, κάποια μου θύμισε. Ποια όμως, κάνω ένα μορφασμό, ανασηκώνοντας ελαφρά τα φρύδια, ανοίγοντας παράλληλα, παιχνιδιάρικα, χαμογελώντας, το στόμα.
- Αλεξάνδρα με λένε! Χαμογελά παιχνιδιάρικα.

- Άκου κει, ξύλο, στις ελεύθερες της ώρες. Κουνώ περιπαιχτικά, χαμογελώντας, το κεφάλι.
Γυρίζω σελίδα.
Μια κοπέλα ελπίζει να μη γίνει ποτέ, “θύμα”. Συλλογίζομαι, ποιανού θύμα είναι η γυναικεία φιγούρα, πλάι μου.
- Τι πας να κάνεις; Τσιρίζει. Πάνω στη φωτογραφία;
- Δεν έχει χώρο, αλλού.
- Μη γράψεις, τότε, γκρινιάζει.
- Καλά.
Μεγάλα λόγια: «Δεν θα γίνω ποτέ, θύμα». «Σκληρό καρύδι» της απαντάει κάποιος.
Αναμνήσεις από τα θρανία.
Κάποια, γράφει, ακολουθώντας τη γραμμή, στην οποία ενώνονται οι σελίδες. Στρέφω κατάλληλα το τετράδιο.
Έχει φάει, γράφει, πολύ ξύλο, μέχρι να μάθει να γράφει σωστά, το Ο. Ούτε εδώ βρίσκεται χώρος, για δική μου απάντηση.
Άλλη σελίδα: Τι είναι φιλί. Τι ένοιωσες εκείνη τη στιγμή.
Γράφω άκρη άκρη, αριστερά, τη μία λέξη κάτω απ’ την άλλη, με μικρά γράμματα: τα μαλακά της χείλη, στα δικά μου, σαν κλειδαριά που πλάθεται με τα χέρια.
Η Αλεξάνδρα, χαμογελά.
Είναι ωραίο να κάθεται ήσυχη. Το απολαμβάνω.
Τη μιμούμαι, στην ευχάριστη διάθεση.
Ένας φίλησε μία, αλλά μύριζε το στόμα του, σκόρδα.
Μία απορεί, τι χαρά βρίσκουν σ’ αυτό.
Τι είναι η αγάπη. Και τα παρεμφερή της.
Κάποια, γράφει: «η αγάπη είναι υπέροχη όταν είναι αληθινή. Ίσως να αγαπώ ακόμα. Μα δε μ’ αγαπούν».
- Δε σου λείπει κανείς, σήμερα; Τη ρωτώ.
- Αν μου έλειπε, δεν θα έπαιρνα, εσένα, μαζί μου.
Το ύφος μου είναι σοβαρό. Δεν την κοιτώ, καν.
Ώχ! Ένα δύσκολο θέμα. SEX και έρωτας.
Κρατήστε την αναπνοή σας, γράφει από πάνω.
- Σου ‘φεξε, με σκουντάει η Αλεξάνδρα.
- Γράφε να σε δω. Άντε ντε.
Δεν αποκρίνομαι.
«Όπλο γυναικών. Στόχος αντρών».
- Τα όνειρα σας, διαβάζω.
Αλλάζω σελίδα. Ξαφνικά βαριέμαι.
Σηκώνομαι.
- Πείνασα.
- Καλά, συμφωνεί εκείνη.
Το ξενοδοχείο διαθέτει δικό του εστιατόριο, στο ισόγειο. Μ’ αρέσει.
Τρώμε κάτι πρόχειρο. Νυστάζουμε, όμως.
Κατόπιν στο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι, αν και με γυρισμένες τις πλάτες, τεμπελιάζουμε, ωσότου μας πάρει ο ύπνος. Καλό αυτό.

14


Το απόγευμα ξύπνησα με μια γλυκιά απαξίωση για όλους και για όλα.
Το ήρεμο σώμα της νέας γυναίκας, πλάι μου, μου πρόσφερε μια εσωτερική ολοκλήρωση. Λέω να συνεχίζω να διασκεδάζω στη ζωή.
Ξαναπιάνω εκείνο το λεύκωμα.
-κοιμήσου εσύ-

Τα όνειρα σας.
«Να ζω», γράφει κάποιος.
Στο μυαλό μου είσαι.
(Μου φαίνεται ότι έχεις παρεξηγήσει).
Μία ζητάει πολλά: «Κατ’ αρχάς να ζήσω. Κατόπιν να γίνω κάτι χρήσιμο και ωφέλιμο στην κοινωνίαν, να πάρω το αγόρι που αγαπώ, να δω την ευτυχία να βασιλεύη στην οικογένεια μου, να βασιλεύη ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο και …να ονειρεύομαι».
Μάλλον ονειρεύεσαι μόνο.
Γιατί εγώ τι έκανα πάντοτε; χαμογελώ.

Μία καυχιέται ότι έχει πολλούς φίλους. Για λεύκωμα μιλάμε τώρα.
Μάλλον κάποιοι από τους φίλους της εκείνους, σε πενθήμερη εκδρομή του σχολείου, να τη βιάσουν σε δωμάτιο ξενοδοχείου, βιντεοσκοπώντας, ένας τους, με κινητό. (Δηλαδή, ενόσω ήταν ..ζαλισμένη.. εκείνη, όταν ο ένας την πήδαγε από πίσω, και με τον άλλο, γέμιζε το στόμα της, δεν καταλάβαινε την ώρα εκείνη, τι έκανε; Ποιον κοροιδεύει;).
Μια άλλη κατακρίνει την επιλογή ενός αρσενικού, ο οποίος γράφει: «Έ, να μην έχω. ΔΕΝ ΖΗΤΩ ΤΙΠΟΤΑ».
Μια άλλη κατάλαβε σε τι κόσμο τη φέρανε. Φίλοι πολλοί, τη τριγυρίζουν, μα δεν είναι όλοι, αληθινοί.
Αφήνω ξανά, το λεύκωμα, στην άκρη.
Με προσγειώνει απότομα, κι είναι κάτι, που δεν επιθυμώ την παρούσα στιγμή.
Ούτε καν θέλω ν’ ανοίξω, την μικρή τηλεόραση, που βρίσκεται στο παρόν μισθωμένο δωμάτιο.
Μετακινώ μια πολυθρόνα, κοιτώντας έξω.
Βρισκόμαστε ψηλά. Σε όροφο. Σα να πετάμε πάνω από τις στέγες.
(Βασανίσου), μιλά ξανά, η συνείδηση. Παρουσιάζεται όμως, όπως εγώ αφήνω την εσωτερική φωνή, να μιλάει: με σιγαστήρα. Μη βρίσκοντας όμως στόχο.
Αυτόματα προσπαθώ να θυμηθώ, τι θα έκανα, πίσω στο διαμέρισμα μου, στο κέντρο της πόλης. Τίποτα πιθανόν. Πλήξη. Ανία. Με ορισμένες εκλάμψεις που σου γεννιούνται, ως άνεργος. Πως για την κίνηση τόσων έμψυχων και άψυχων, εκεί έξω, μια μορφή ενέργειας, μόνο, τους κινητοποιεί: η υπευθυνότητα. Αυτεξούσιοι. Αυτάρκεις, πως στο καλό λέγονται. Για γραμματικές τους.
Κρατώ όμως ακόμη, μίσος για όσους δεν με βοήθησαν. Αποκτά υπόσταση, αποκτά μορφή ανθρώπινη, η αδικία. Η άμυνα τους, των εκμεταλλευτών, ως επίθεση στον άνεργο. Υποβασταζόμενη από την Κρατική ισοπέδωση, περί δικαίου και αδίκου.
Θυμάμαι πως την ώρα που με χτυπούσε η Αλεξάνδρα, ήταν σα να μ’ έδερναν ξανά, τα ΜΑΤ. Γεγονότα, ύστερα από το συμβάν, που είχα παραιτηθεί από παράνομες ενέργειες, αφότου έκλεψα έναν ψιλικατζή. Η φασαρία στο κτίριο της Νομικής σχολής. Μολότωφ. Κάποιος να με σπρώχνει πάνω στα ΜΑΤ. Ξύλο μετά, σ’ εμένα.

Να θες να βρεις το καλό. Να επιστρέψεις. Μεταμορφωθείς σε κάτι ωραίο και λογικό. Προσγειωμένο. Ολοκληρωμένο. Για σένα. Όχι περί κριτικών, τρίτων, που και εκείνοι είναι μπλεγμένοι κάπου. Σαφώς επειδή δε βρίσκεις ειρήνη, πουθενά.


Ο ήχος των αυτοκινήτων στην άσφαλτο.
Λήθη στο νου. Βαρεμάρα.
Ο θυμός που επιστρέφει, φουντώνει, ελίσσεται, κάθε φορά που θυμάμαι τον αναίτιο ξυλοδαρμό μου, από τα ΜΑΤ.
Ώ ναι. Θα το πληρώσουν κάποια στιγμή. Όπως τότε που..
- Που τρέχει ο λογισμός σου; Διακόπτει τις σκέψεις μου η νέα γυναίκα –ξύπνησε επιτέλους;
- Προσπαθώ να δω, που είναι το καλό, απαντώ αυθόρμητα.
- Μου φαίνεται πως έχεις παρεξηγήσει, Απόστολε.
- Τι εννοείς;
- Στο είχα πει, εκεί, πίσω στη Νέα Μάκρη, μετά την δολοφονική ηλίθια, απόπειρα σου, εναντίον μου, με μαχαίρι, πως δεν θα γλίτωνες εύκολα. Και καλά που λογικεύτηκες, να δεις πως είναι.
- Να δω πως είναι, τι;
- Ο κόσμος μου.
- Είσαι ευχαριστημένη; Εδώ μέσα;
--Το ηλιοβασίλεμα έπεφτε γλυκά, σαν δροσερό παγωτό, με διάφορες γεύσεις--
- Στο να κρύβομαι, αναρωτιέσαι; Δικαίωμα μου είναι.
- Και οι κλοπές;
- Έχεις βαθιά μεσάνυχτα, φίλε μου. Είδες εκείνο το ρημάδι το λεύκωμα, και νόμισες, πως ξαφνικά, όλα θα γίνονταν μέλι γάλα. Δεν ξέρω αλήθεια, σε τι κόσμο ζεις. Δεν φτάνει ή νόμιζες πως θα σε φορτωθώ μια ζωή, για να σου πληρώνω τα έξοδα. Μου φαίνεται πως πρέπει να ξυπνήσεις, και γρήγορα.
- Εσύ δεν θες να αλλάξεις, Αλεξάνδρα.
- Και τι να κάνω; Να επιστρέψω στη μάνα μου και στην ανία;
- Καλόμαθες –το βλέμμα μου είναι απλό.
- Ποιον πας να κοροϊδέψεις, πιστεύεις; Τόσο εύκολο είναι;
- Δεν υφίστανται καλοί άνθρωποι; Απορώ, γιατί δεν σε κράτησε τελικά, τίποτα, πίσω στον τόπο σου. Ούτε ένα ταίρι.
- Νεανικές αφέλειες. Μόνη μου έφυγα. Και λάθος, βέβαια, που γλίτωσα μόνη, από την καταπίεση. Έπρεπε να είχα ένα καλό σύντροφο στο πλάι, διαφορετικά η ζωή δεν υποφέρεται.
- Ο πόνος;
- Το καλό δεν υποφέρεται. Μόνη.
- Είσαι δηλαδή, τόσο κυνική;
- Όπως εσείς οι άντρες, που μας κατηγορείτε, πως ψάχνουμε για ταίρι, μόνο κάθε που αρχίζει η Άνοιξη, ή καλοκαιρινούς μήνες.
- Σας πιάνει μια έλλειψη –ειρωνεύομαι.
- Από παρόμοιο ύφος, προσπαθούσα να ξεφύγω. Τόσο καλά το χρησιμοποιούσαν οι γονείς μου.
- Μήπως ήθελες όμως κι εσύ, να περνάς μόνο, καλά;
- Εσύ πως πιστεύεις πως γίνεται ελεύθερος, κάποιος, Απόστολε;
- Σίγουρα όχι, βάζοντας ο ίδιος τη θηλιά, στο λαιμό.
- Ξύπνα –ξεφυσά. Ξύπνα. Ξύπνα φίλε μου –διακρίνεις απογοήτευση στη φωνή της. Αυτή θα είναι η ζωή σου από δω και πέρα. Ο άνθρωπος αλλάζει. Ο σώζων εαυτόν, σωθήτω.
- Όταν στην πέσουν οι ΜΟΞΠ σου, θα δούμε τι θα λες, τότε.
Αυτή σαστίζει, θυμούμενη όλα τα υβριστικά, στο διαφημιστικό φυλλάδιο, στο γραμματοκιβώτιο της, μια μέρα, στη Νέα Μάκρη.
- Λες να ‘ναι σοβαρό; -ανήσυχο πρόσωπο, πάνω της.
Νομίζω ότι πρέπει να τη φοβίσω λίγο, τώρα, σκέφτομαι.
Ως μια μικρή εκδίκηση για το ξύλο που μου έδωσε.
- ΜΟΞΠ, μιλώ, προσθέτοντας:
- Αν απευθύνονταν σε δημοσιογράφο, πιθανόν τούτο να σήμαινε: Μιλάς, όπως ξύνεις, καταλαβαίνεις τι σημαίνει το Π, δείχνοντας στα γεννητικά μου όργανα.
Εκείνη χαμογελά.
- Δεν προσπαθώ να σου φτιάξω τη διάθεση, Αλεξάνδρα.
Συνεχίζω: Αν ήθελαν να πλήξουν, εκπρόσωπο πολιτικού κόμματος, το ΜΟΞΠ, γραμμένο με στυλό, θα σήμαινε πιθανόν: Μπουνιές ολούθε, ξιπασμένε πολιτικέ. Αν και δεν βγάζει νόημα, αφού οι βουλευτές βρίσκονται στο απυρόβλητο.
- Τώρα για λόγου σου, μιας και δεν μου έχεις αναφέρει, τι στο καλό κάνεις, στη ζωή σου, πέρα από καλοπέραση και όποιες επαφές, ίσως να εννοούσαν:
Σκέφτομαι.
Να βρω κάτι καλό. Κάτι κακό και εκφοβιστικό.
Αυτή έχει σταυρώσει τα χέρια, κοιτώντας με.
Γρήγορα. Θα ψυλλιασθεί τι της κάνω.
- Μωρή, όποια ξεπέφτει, πεθαίνει!! Φωνάζω.
-Μα τα χίλια αυγά της κότας, είμαι απίστευτος. Τι έμπνευση είναι τούτη! Μου δίνω συγχαρητήρια. Μέσα μου χαμογελώ διάπλατα-

Τα γόνατα της λυγίζουν.
Πάει. Λιποθύμησε.




Όταν εκείνη συνέρχεται, ο ήλιος έχει ήδη πέσει, στο στερέωμα.
Παρήγγειλα κιόλας, να ανεβάσουν φαγητό στο δωμάτιο, και για να μην θορυβηθεί ο γκρούμ, του ανέφερα, πως η συνοδός μου, κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο, επειδή αισθανόταν κουρασμένη.
Το μόνο που έπραξα ήταν να τη σηκώσω, μεταφέροντας τη στο κρεβάτι, και να της βρέξω το μέτωπο και το υπόλοιπο πρόσωπο, με χλιαρό νερό. Εξάλλου, δεν σκαμπάζω από λιποθυμίες. Τι είδους βοήθεια προσφέρεις, σε παρόμοια περιστατικά; Το σίγουρο είναι, πως δεν πεθαίνεις κιόλας.
Ωσότου εκείνη συνέλθει, αφότου έχω φάει κάτι, οριζοντιωμένος στον καναπέ, ανοίγω την τηλεόραση, να περάσει η ώρα με χαζομαρούλες. Αύγουστος μήνας, εξάλλου. Επαναλήψεις σειρών. Οι περισσότεροι όμως, αμφιβάλλω αν το διασκεδάζουν, άλλο ένα καλοκαίρι. Ιδιαίτερα οι άνεργοι ή όσοι τους πήρε η κάτω βόλτα. Αναρωτιέμαι αν ελέγχεται ακόμη, η κατάσταση.
Αν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Το θυμό. Αν θέλω να ξεφύγω από τον κόσμο της Αλεξάνδρας, προτού χωθώ βαθύτερα στα σκατά. Είναι αργά; Παιδεύω το νου.
Αν άνοιγα τούτη τη στιγμή την πόρτα, αρπάζοντας ότι χρήματα βρίσκονται στην τσάντα της, και πεζός έτρεχα στο σπίτι των γονιών μου; Για λίγο διάστημα. Άντε να με βρει.
Ουτοπίες συλλογίζεσαι, Απόστολε.
Επιστροφή στους ξεροκέφαλους;
Μια χρονιά προτού φύγω από κει μέσα, τους έσπαγα, συχνά, ποτήρια και πιάτα. Τέτοια συναισθηματική πίεση, είχαν καταφέρει να μου δημιουργήσουν (σαν αόρατες νοητικές αλυσίδες). Πως κρατιόμουν και δεν τους έβριζα κατάμουτρα, ένας Θεός το ξέρει. Εδώ το είχα, στην άκρη του στόματος, το μπινελίκι. Από κείνες τις φορές, που αναρωτιέσαι: γιατί υπάρχω. Γιατί ορισμένα πράγματα, μας συμβαίνουν. Άτομα διάφορα, μας συναντούν, εισερχόμενοι στον βίο μας. Ζητώντας από εμάς, να ανήκουμε στο σινάφι τους.
Σα κάτι ξαδέλφια μου, που κάνανε νυχτερινή ζωή, κι όλο με πίεζαν να δώσω, τιμή και δόξα, στη σαρκολατρική τους κοινωνική τάξη. Όπου όλος ο μισθός πάει στις πόρνες.
Του κάκου προσπαθούσαν.
Η Αλεξάνδρα όμως, παρόλη τη σκληράδα της, μου αρέσει. Και ανατομικά. Παρόλο που της αρνήθηκα το σέξ. Από τις κινήσεις που πράττεις, για λόγους επιλεγμένους, που εξηγείς μετά από αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα. Επειδή κάτι πρέπει να συμβεί, για ορισμένο αντίκτυπο.
Γιατί δεν φεύγω από το παρόν μισθωμένο δωμάτιο;
Αισθάνομαι αλήθεια, τόσο μόνος; Τόσο κενός.
Τι εξαγόρασε τη συνείδηση μου. Γιατί προσπαθώ να πάω κόντρα στην καθαρότητα. Μια εντιμότητα. Στην ηρεμία και την αξιοπρέπεια. Σαφώς επειδή, όποιος κονταροχτυπιέται με τους γονείς του, δεν είναι καλά.
Με την Κοινωνία, δεν ξέρω.
Σαχλή Κοινωνία. Των πιστωτικών καρτών και του τζόγου.
Χαζά ανθρωπάρια που διοικούν την Πατρίδα. Μικρά ανθρωπάκια, παιχνίδια, ο απλός, καθημερινός, λαός. Από τον οποίο απομακρύνομαι. Σαφώς τελικά, αφού μια ζωή συνήθισα να μου πληρώνει, άλλος, όποια έξοδα.
Στο παρόν, η Αλεξάνδρα.
Άραγε, είχε ανάγκη κι εκείνη, από παρέα;


Ακούω ένα μουγκρητό απ’ το υπνοδωμάτιο. Τρέχω και την πλησιάζω.
- Τι συνέβη; Ρωτά, προσπαθώντας να ανοίξει τα μάτια της.
- Λιποθύμησες.
- Εγώ;
- Εσύ.
- Και τώρα;
- Τι εννοείς;
- Είμαστε ασφαλείς;
- Έτσι νομίζω, Αλεξάνδρα. Πεινάς;
- Λίγο.
Την αφήνω να καταναλώσει, χωρίς άλλες κουβέντες, τη μερίδα φαγητού που της αντιστοιχούσε.
Κάθομαι απλά, στην άκρη του κρεβατιού. Πλάι στα πόδια της, μη κοιτώντας την.
Όμως η παύση δεν διαρκεί αρκετά.
- Θα μείνουμε πολύ καιρό, εδώ, ε; ρωτώ.
- Γιατί έχεις καμιά υποχρέωση; -μιλά με μπουκωμένο στόμα.
- Θα τρέχεις πολύ καιρό να ξεφύγεις απ’ ότι σε καταδιώκει;
- Απόστολε. Έχεις όρεξη για σοβαρή κουβέντα; Αλήθεια;
- Γνώρισμα των γυναικών που απαντάνε με ερώτηση. Δε βαρεθήκατε πια; Ιδίως τώρα που είναι καλοκαίρι, και ο κόσμος τρέχει στα μπάνια.
- Απόστολε. Αυτή είναι η ζωή μου. Γιατί δε τη δέχεσαι;
- Αναρωτιέμαι τι μου βρίσκεις. Εξακολουθώ να την κοιτώ.
- Άδικα βασανίζεις το μυαλό σου –ρουφά λίγη ακόμη, κόκα κόλα. Δουλειά είναι όλα. Και το καλό. Και το κακό.
- Εγώ πάλι, γιατί δεν είδα καλό, μαζί σου, ακόμα;
- Επειδή είναι η μορφή ευτυχίας που βιώνω. Στο είχα δηλώσει εκείνο το πρωί, που νευριασμένος έφυγες από την Νέα Μάκρη, χάβοντας ότι σου έδωσα ναρκωτικά.
- Καλό κόλπο, ναι, μουρμουρίζω. Κοιτώ έξω.
- Πως δεν μου ‘κοψε, που με λέγανε τόσο καιρό, και έξυπνο, να μη το αντιληφτώ.
- Βαθύ το πηγάδι, ε;
- Τι εννοείς; Στρέφω τώρα, την προσοχή μου, πάνω της.
- Το άγνωστο, που θέλησες να δοκιμάσεις, Απόστολε. Λες και θα το ‘κανες, καλά, εσύ, χαμογελά ειρωνικά.
- Τι έγινε ο Φάνης σου; Δεν σου έλειψε;
- Ο Φάνης. Το γύφτο. Απλά ένας αναλώσιμος άντρας.
- Ένας ακόμα, ε;
- Ώ πάψε! Μην αρχίζεις πάλι, με τις ηθικοκουταμάρες σου. Γιατί θα..
- Τι θα κάνεις;
- Θα σε σπρώξω πιο βαθιά, στο πηγάδι.
- Δεν θες να το επιχειρήσεις, ε;
- Η αλήθεια είναι, πως όχι –ακούγεται ήρεμη τώρα. Μα δε γίνεται αλλιώς. Στο είπα. Αυτός είναι ο βίος μου.
-παύση-
- Πλέον ανήκεις κι εσύ. Αν δεν έφτανες εκείνη τη μέρα, με απειλητικές διαθέσεις.
- Θα έπρεπε να αρκεστώ μόνο στην κλοπή, πραγμάτων, απ’ το διαμέρισμα μου!
- Αλήθεια τι κάνατε τα ρούχα μου, τα καλά; Τα πουλήσατε; Προσθέτω σχεδόν αμέσως.
- Χαζέ. Ούτε ο Φάνης τα ήθελε (ωχ, τι του το λέω τώρα αυτό). Το γούστο σου είναι πολύ ντεμοντέ. Ή απλά, ψευτοκυριλάτο.
- Οπότε τι;
- Τι οπότε, τι; Με κουράζεις;
- Τι κάνουμε τώρα. Εδώ. Σαν τα ποντίκια.
- Δεν χαίρεσαι που έχεις το κλιματιστικό και δροσίζεσαι;
- Ναι. Ωραία ζωή. Μου κάνει εντύπωση, που εσύ η κοινωνική, δεν βγαίνεις να πας καμιά βόλτα.
- Θα πάω, μην ανησυχείς.
Φάε φάε. Γυναίκα. Όλο σου το φαΐ.
- Είμαστε ασφαλείς, Απόστολε;
- Νομίζω ναι. Δεν θα πήγαινε ποτέ, ο νους, γνωστού μου, να μας αναζητήσει σ’ ετούτο το ξενοδοχείο. Που κρίνω ότι θα ‘ναι και ακριβό.
- Απλά άλλο ένα ξενοδοχείο. Απλά, πιο φροντισμένο.
- Μάλιστα.
- Έφερες το ραδιοφωνάκι σου, μήπως;
- Νομίζω.
- Πιάσε κανένα σταθμό. Βαριέμαι να βγω, τελικά. Φαί έχω. Παρέα. Κλιματιστικό. Τι άλλο να ζητήσω απ’ τη ζωή;
Περισσότερα χρήματα ίσως; Ρωτώ από μέσα μου. Ή, Αλεξάνδρα, να νοιώσεις, πως αποκτάς συνείδηση. Ή έστω συναισθήματα. Αντιγραφή, στην πράξη, εκείνων, των ωραίων διαλόγων, στο λεύκωμα.



Γρήγορα βαρεθήκαμε. Και τα τραγούδια.
Θα ‘τανε 11 παρά. Σε μια ώρα και κάτι, μεσάνυχτα. Σβήνω το φως. Ρυθμίζω το κλιματιστικό. Σα να σταμάτησε να δροσίζει. Αύριο δευτέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: