Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

Είναι σχεδόν 4 παρά είκοσι –όπου να ‘ναι απόγευμα- ενόσω αποφασίζουμε να φύγουμε από τον ιππόδρομο, στον Μαρκόπουλο.
Πλησιάζοντας τα αυτοκίνητα στο πάρκιγκ, το βλέμμα μου πέφτει σε μερικές γυναικείες φιγούρες, που άνετα θα χαρακτήριζα: μοντέλα. Τόσο υπερβολικά καλλίγραμμες, είναι. Αν και μειονεκτούν ως προς το ύψος. Γύρω στο 1 και 72, υπολογίζω. Τόσο λεπτά και όμορφα τα πόδια, ορισμένων από εκείνες. Μια τους φοράει ένα αραχνοΰφαντο, λευκό, παντελόνι, όπου διαπιστώνω, πως σίγουρα το εσώρουχο της είναι στρίγκ, αν και δεν φαίνεται. Ο πισινός της μου αρέσει πάρα πολύ. Ούτε καν μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ πως δεν φοράει τίποτα από κάτω (όλα να τα περιμένεις, σήμερα). Η Αλεξάνδρα, είναι όντως ένα πολύ ελκυστικό θηλυκό, όμως η αίσθηση της προκλητικότητας, της άλλης γυναίκας, άφησε μέσα μου ανάμεικτα συναισθήματα –ασώψεται η προηγούμενη έλλειψη, σέξ, δεκαετιών. Να μη σέβεσαι το δέρμα στο ταίρι σου, ενόσω είσαι άπιστος, ισόποσα, ο άντρας, ή η γυναίκα. Επειδή περί αυτού πρόκειται. Χωρίς αγάπη στο ζεύγος, τι να το κάνεις. Τότε μόνο, αποκτά αξία ένας άνθρωπος. Όταν δεν είναι μόνος του.

Προς έκπληξη μου, στο πάρκινγκ, μας περιμένει, εμπρός στο αμάξι του Ιάσονα, ο Φάνης, χαμογελαστός. Η νέα γυναίκα, ούτε που του δίνει σημασία.
- Ο Φάνης θα έρθει μαζί μας, μιλά ο πενηντάρης Ιάσονας, απευθυνόμενος στην Αλεξάνδρα. Αν δεν σε πειράζει, δηλαδή. Το βλέμμα του, πονηρό.
- Γιατί να με πειράζει; Απαντά εκείνη, απότομα. Έτσι που τα ‘κανες. Μπάνιο τέτοια ώρα.
- Εκεί πάμε τώρα. Θα αλλάξουμε στην πλάζ. Είναι καλή ώρα. Δεν θα μας κάψει ο ήλιος. Συμφωνείς;
- Έχεις δίκιο φαντάζομαι.
Αυτός, χαμογελά.

Αφήνουμε το πάρκινγκ με τη γνωστή διάταξη της αυτοκινητοπομπής.
Σε ποια παραλία θα πάμε; αναρωτιέμαι.
Βόρεια; Ανατολικά; Ποιος ξέρει.
Βγαίνοντας σε μια γνωστή λεωφόρο, ο μάγκας αυξάνει ταχύτητα, προσπερνώντας την προπορευόμενη μηχανή.
- Βιάζεσαι; παίρνω το θάρρος, από τη θέση του συνοδηγού.
Εκείνη ακριβώς, τη στιγμή, αισθάνομαι δυο χέρια να με εγκλωβίζουν στη θέση μου, από το πίσω κάθισμα. Ένας τέταρτος, καινούριος, άντρας, στο αυτοκίνητο, σηκώνεται ελαφρά, μετακινούμενος εμπρός, προς το κέντρο, από τα πίσω καθίσματα, τοποθετώντας την κάνη ενός όπλου, στον κρόταφο μου. Όλα αυτά, εν κινήσει.
- Στο είπα, ότι αυτά –τα όπλα- θα σε σώσουν μία ημέρα, γελά ο μάγκας, που αυξάνει κι άλλο, ταχύτητα.
- Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Φωνάζω, μέσα στον τρόμο που αισθάνομαι.
- Είναι μια καλή άμυνα μας, για να μην αντιδράσεις, μου απαντά.


Η Αλεξάνδρα έχει παρατηρήσει τη δική μας φυγή, που δεν δείχνει δικαιολογημένη.
- Τι συμβαίνει εδώ; Ρωτά τους δύο γνωστούς της, άντρες.
Ο Φάνης χαμογελά, από τη θέση του συνοδηγού, πλάι στον σωφέρ.
- Καλή μου, ακούγεται ο Ιάσονας. Και προσθέτει:
- Πιστεύω πως αρκετά σε άφησα, στα νύχια του Απόστολου.
- Τι σημαίνει αυτό; Τι πας να κάνεις; Φωνάζει αυτή.
- Ηρέμησε! Προσπαθεί να καλύψει το ξέσπασμα της. Πιστεύω απλά –ηρεμεί τώρα η φωνή του- πως πρέπει να επιστρέψεις στην Νέα Μάκρη, με τον Φάνη. Τουλάχιστον ως το τέλος του καλοκαιριού. Και μετά βλέπουμε, όπως συνηθίζεις να λες.
- Τι εννοείς; Τι πάτε να κάνετε;
Ο Φάνης γελά. Κατεβάζει το τζάμι, στην πόρτα, δίπλα του.
- Απλά προτείνω να επιστρέψεις στο χόμπυ σου, άγγελε μου. Στον εθισμό σου στις κλοπές. Που είσαι καλή, της χαμογελά ειρωνικά. Θα ξεχαστείς. Θα δεις.


- Που με πάτε; Φωνάζω. Αφήστε με ήσυχο. Αφήστε με ήσυχο! Βοήθεια!! Ξεσπώ, από απόγνωση.
Ο άντρας που με σημάδευε με κάποιου είδους περίστροφο, φαίνεται πως με το άλλο χέρι, θα είχε έτοιμο, εν προκειμένω, κάποιο μαντήλι, με χλωροφόρμιο, που τώρα αισθάνομαι να μου κλείνει το στόμα. Σχεδόν αμέσως, χάνω τις αισθήσεις μου.
- Φαίνεται, του χρειαζόταν, μιλά ο μάγκας. Άστον, δίνει εντολή να αφήσει τη δαγκάνα με τα χέρια του, ο άντρας από το πίσω, κάθισμα. Θα τον περιποιηθούμε καταλλήλως. Το αυτοκίνητο ελαττώνει ταχύτητα.


Η Αλεξάνδρα προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, να πεταχτεί έξω. Ο Φάνης ξαφνιάζεται. Ο Ιάσονας κάνει νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Ο σωφέρ, κοιτώντας παράλληλα από το μεσαίο καθρεφτάκι, με απότομες κινήσεις, ακινητοποιεί το όχημα. Οι πίσω πόρτες, όμως, εξακολουθούν κλειδωμένες. Η νέα γυναίκα, ουρλιάζει για βοήθεια. Οι διερχόμενοι οδηγοί, προσπερνούν αδιάφοροι. Οι αναβάτες στις μηχανές, σταματούν αρκετά μέτρα, εμπρός. Ο Φάνης πετάγεται έξω. Μ’ ένα νόημα του Ιάσονα, στον σωφέρ, απελευθερώνονται οι πόρτες. Η Αλεξάνδρα επιχειρεί να πεταχτεί έξω, αλλά την γραπώνει αμέσως, ο Φάνης, κολλώντας το σώμα της, με την πλάτη της, πάνω του, με το ένα του δυνατό, χέρι. Με το άλλο, της φράζει το στόμα.
Εκείνη αντιστέκεται, με νύχια και με δόντια, στην άκρη του δρόμου, όπου στέκονται,. Ο Φάνης, όμως, δεν καταλαβαίνει από κάτι τέτοια.
Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, εξακολουθούν να συνεχίζουν την πορεία τους, και στα δύο ρεύματα, του δρόμου.
Ήσυχα ήσυχα, πλησιάζει ο Ιάσονας, χαμογελαστός.
- Φορές, καλή μου, μου γεννάται η επιθυμία, να αρχίσω να σε εκδίδω.
Αυτή σοκάρεται.
- Συλλογίζομαι, μήπως τούτο λυγίσει τα ξεσπάσματα σου, να επιστρέψεις στην πρότερη σου, ζωή –το χαμόγελο του, διάπλατο, πλέον.
Η νέα γυναίκα, ηρεμεί τώρα.
- Έτσι μπράβο, το κορίτσι μου. Βλέπεις, καλή μου, σε χρειάζομαι. Σε νοιάζομαι τόσο, για να σ’ αφήσω να τυραννηθείς ως ιερόδουλη. Επειδή, φαντάσου το λίγο, χάνεις το μυαλό σου, ιδίως όταν ερωτεύεσαι. Ποιον! Τον Απόστολο. Στο είπα πως τα βλέπω όλα. Γι’ αυτό υπάρχουν οι κάμερες. Η αγνωμοσύνη σου, τα προκάλεσε. Δείχνει χαζό να πάμε για μπάνιο τώρα, δε νομίζεις; Ο Φάνης, την ελευθερώνει.
- Σκέψου, καλή μου, αν θέλεις να μας δημιουργήσεις, προβλήματα. Και μη διανοηθείς να ψάξεις για τον Απόστολο. Εκείνος θα πάρει το δρόμο του, πλέον.
Η Αλεξάνδρα, βάζει τα κλάματα.

- Έλα, έλα. Ησύχασε, άγγελε μου. Την παίρνει αγκαλιά. Της χαϊδεύει τα μαλλιά.
Ο Φάνης καλεί στο τηλέφωνο, στο αυτοκίνητο του μάγκα, να ρωτήσει αν βαίνουν όλα, κατά το σχέδιο. Ακουμπά στο καπό του αυτοκινήτου.
- Δεν ήμασταν πιο καλά, πριν; Την παρηγορεί τώρα, με γλυκό τρόπο, ο Ιάσονας. Εκείνη κλαίει στον ώμο του.
- Ενόσω τα είχες όλα, προσθέτει, αυτός. Άνεση. Ασφάλεια. Χρήματα. Καθετί στα πόδια σου. Την τοποθετεί με αργές κινήσεις, στα πίσω καθίσματα.
- Έχω όντως, την ανάγκη να δω, τη θάλασσα, συνεχίζει ο ίδιος, να μιλά.
Ο καθένας παίρνει τη θέση του στο όχημα.
- Για Νέα Μάκρη, απευθύνεται στον σωφέρ. Ο Φάνης, στέλνει νεύμα, πως όλα είναι εντάξει. Η νέα γυναίκα, κουλουριάζεται στη γωνία της. Το αυτοκίνητο ξεκινά. Οι αναβάτες στις μηχανές, σιγά σιγά, τοποθετούνται κατά το γνωστό σύστημα, όλοι εν κινήσει.
Ο Φάνης ρίχνει ματιές, πίσω, από το μεσαίο καθρεφτάκι. Δείχνει ψυχρός. Κατά βάθος, χαίρεται που παραμερίστηκε, ο νέος στην ηλικία, αντίζηλος του.





Τώρα η Νέα Μάκρη

της φαίνεται ένα θλιβερό μέρος. Αποπνικτικό. Άθλιο. Καταπιεστικό, παρόμοιο με το περιβάλλον στο πατρικό της, που όμως τώρα το αναπολεί, επειδή τουλάχιστον, την Θεσσαλονίκη, την αγαπούσε. Τα πεζοδρόμια της. Οι χώροι, τα σημεία των αναμνήσεων. Των συναντήσεων με φίλους. Πρόσωπα που νοιάζονταν, αληθινά, στο μέτρο στο δυνατού. Με το να μοιράζονται τα συν και τα πλην, κάθε απορρέουσας αίσθησης, ανά ημέρα ή περίοδο χρόνου.

Πλέον ο χρόνος στο εσωτερικό της ρολόι, της αίσθησης, που πατά και που βρίσκεται, σταμάτησε παράλληλα με την είσοδο τους, παραλιακά της Νέας Μάκρης. Κάθισαν οι τρεις τους: Φάνης, Ιάσονας, εκείνη, σ’ ένα κάπως απόμερο ταβερνάκι. Η ζέστη δεν έλεγε να κοπάσει. Έστω και απόγευμα. Παρήγγειλαν φαγητό. Περιμένοντας, τρώνε καρπούζι. Η νέα γυναίκα, με το ζόρι. Ο Φάνης απολαμβάνει τη θέα. Ο πενηντάρης Ιάσονας δεν αφήνει από τα μάτια του, την γυναικεία παρουσία.

- Είσαι καλά; τη ρωτά.
Καμία αντίδραση.
- Το ξέρεις, Αλεξάνδρα, (πάει το «μου»), πως ζούμε σε κακό κόσμο. Μιλά σιγανά. Της χαμογελά αδέξια, ενόσω εκείνης το βλέμμα κοιτά στο πουθενά, κάπου μακριά στην θάλασσα –απέναντι της, κάθετα.
Τι άλλο να της πω, συλλογίζεται. Έχει μια έκλαμψη:
- Πρέπει να φερθούμε ως ενήλικες. Δεν είμαστε παιδιά, πια.
- Εσύ τουλάχιστον, τον κατακεραυνώνει αυτή –κάτι που δεν πτοεί τον συνομιλητή της, που ακούγεται ξανά:
- Τίποτα δεν είναι τυχαίο, καλή μου. Ας αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι. Δεν είσαι η μόνη, με προβλήματα.
- Μίλησε ο Σκρούτζ!
- Έλα τώρα, ξεστομίζει ο Ιάσονας, σχεδόν με παράπονο.
- Θα με αστυνομεύεις, τώρα; Αυτή θα είναι η ζωή μου; Υψώνει τον τόνο της φωνής της. Θα ελέγχεις τα πάντα; Αρχίζει να κλαίει για άλλη μια φορά.
- Δεν είναι αυτός, ο ρόλος μου.
- Έχεις αυτόν! Δείχνει τον Φάνη –του οποίου τα αυτιά, είναι τεντωμένα στην κουβέντα.
- Δεν μπορώ να βρίσκομαι πλάι σου, συνεχώς. Κάποιος πρέπει να σε προσέχει.
- Το νιάνιαρο να προσέξει, μη σκοντάψει! Θυμώνει. Προσπαθεί δηλαδή, σκουπίζοντας τα δάκρυα της. Βάλε και κοριούς, εκτός από κάμερες.
Ο Φάνης στρέφει και τους κοιτά, τώρα.
- Θα συζητήσουμε αργότερα. Ας απολαύσουμε το φαγητό μας. Τηγανιτά που σ’ αρέσουν. Τι λες;
Να βρω τηλέφωνο να πάρω τη μάνα μου, σκέφτομαι, μιλά από μέσα της. Ίσως και τους μπάτσους. Λέγε Ιάσονα, ότι θέλεις.
- Ελπίζω να μη σκέφτεσαι επικίνδυνα, πράγματα, καλή μου, της χαμογελά, δήθεν φιλικά, πια, ο γηραιότερος της παρέας. Διαλέγει μια φέτα ψωμιού απ’ το ψάθινο καλάθι.
- Αν σ’ ενοχλεί να σκέφτομαι, τότε επιλέγεις να παραμερίζεις ανθρώπους από τον βίο μου –κατάματα η φράση. Αυτός θα είναι ο βίος μου από εδώ και πέρα; Είσαι κι εσύ, επικίνδυνος;
- Μη ζαλίζεις το όμορφο κεφαλάκι σου. Να χαίρεσαι τη ζωή. Μη την μπερδεύεις.
- Εγώ είμαι κοινωνική. Δεν μπορώ να με κυνηγάνε οι άλλοι. Έτσι σέβεσαι, εσύ, τη ζωή; Διώχνοντας τον Απόστολο; Είναι καλά; –αγωνία στο βλέμμα.
- Θα ακολουθήσει το δρόμο του, τον εγκληματικό, όπως άρχισε, επιχειρώντας να σε μαχαιρώσει. Καλά είναι, μην ανησυχείς, της μιλά, σοβαρός -ο Φάνης είναι απασχολημένος στη μερίδα του, απολαμβάνοντας τις τηγανιτές πατάτες. Η αύρα του αλατισμένου αέρα. Η θέα της θάλασσας. Η Αλεξάνδρα, πάλι, γιατί δεν επηρεάζεται; Τσιμπά με το ζόρι, το φαγητό της. Χόρτα με λάδι. Λεμόνι. Κρασί. Άλλα τηγανητά εδέσματα. Κάτι απροσδιόριστο στον αέρα, διανύοντας τις τελευταίες, επίμονα θερμές, ημέρες, του Αυγούστου.






Ξυπνώ σ’ ένα δωμάτιο, ημιυπόγειου διαμερίσματος, με την αίσθηση από το χλωροφόρμιο, στο πρόσωπο μου. Αηδία στα χείλη. Νύχτα είναι. Είμαι σίγουρος. Κάνω ν’ ανασηκωθώ, μα ζαλίζομαι. Ρίχνω ξανά, το κεφάλι μου στο κρεβάτι.
Ακούω κίνηση, σα κάποιος να σηκώνεται από μια καρέκλα.
Με την άκρη του ματιού μου, διακρίνω μια απροσδιόριστη φιγούρα, να βγαίνει από το σκοτεινό δωμάτιο, αφήνοντας ελάχιστα ανοιχτά, την πόρτα. Ανακατεύομαι. Απότομα, μου ανεβαίνει εμετός. Γυρνώ στην άκρη του κρεβατιού, απελευθερώνοντας το περιεχόμενο του στομαχιού μου: το παγωτό από χτες το μεσημέρι, στο αναψυκτήριο του ιπποδρόμου. Τόσες ώρες νηστικός.
Ακούω γρήγορα βήματα, να πλησιάζουν.
Πάνω που πάω να σηκώσω το κεφάλι, να δω ποιος είναι, δέχομαι μια δυνατή γροθιά στο κεφάλι, και πέφτω από το κρεβάτι. Χάνω τις αισθήσεις μου.


Εν τω μεταξύ, στη Νέα Μάκρη, η Αλεξάνδρα, σηκώνεται στις μύτες των ποδιών, πηγαίνοντας στο τηλέφωνο, να καλέσει τη μάνα της, στην συμπρωτεύουσα. Έστω κι αν είναι ξημερώματα. Έχει ανάγκη να ακούσει μια φιλική φωνή. Είναι ήδη στενοχωρημένη από την απομάκρυνση του νέου έρωτα της.
Τη στιγμή που πάει να πιάσει το ακουστικό, ακούει τον Φάνη, μες το –κατά δύο τρίτα- σκοτεινό δωμάτιο, του σαλονιού, να τη ρωτά τι πάει να κάνει. Είναι μόνοι τους στο παρόν σπίτι. Ο Ιάσονας επέστρεψε στη δική του κατοικία, μετά την έξοδο τους για φαγητό, το προηγούμενο απόγευμα.
Η νέα γυναίκα ξαφνιάζεται με την παρουσία του Φάνη, εδώ μέσα.
- Τι θες εσύ, εδώ; Τον ρωτά.
- Μαζί δεν μένουμε; Της λύνει την απορία.
- Με κατασκοπεύεις; Θυμώνει εκείνη.
- Δεν χρειάζεται. Μπορώ να προβλέψω τις κινήσεις σου.
- Έτσι σε δασκάλεψε ο Ιάσονας;
- Τα δικαιώματα, τα κερδίζει κανείς, της απαντά.
- Βρήκες τον εαυτό σου, Φάνη.
- Ποιος είναι ακριβώς; Την ειρωνεύεται.
- Να μην αφήνεις κανέναν, σε ησυχία.
- Νόμιζα πως ήμασταν συνέταιροι σ’ αυτό.
- Τα πράγματα άλλαξαν, δηλώνει, θυμωμένη.
- Ερωτεύτηκες, ε; Θα σου περάσει. Θα προσγειωθείς, γελά ο άντρας στο δωμάτιο.
- Ξέρεις που βρίσκεται ο Απόστολος;
- Και ναι, και όχι.
- Ή ξέρεις ή δεν ξέρεις, εκνευρίζεται αυτή.
- Μόνος του είναι, πια. Θα συνηθίσει.
- Τι εννοείς, Φάνη;
Ακόμη συζητούν μες το σκοτάδι.
- Ο άνθρωπος δεν αλλάζει, κυρία μου. Κυρία δεν είσαι τώρα; Της χαμογελά.
Καμία αντίδραση από τη νέα γυναίκα.
- Σου είπα. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Πήγαινε γυρεύοντας, το αγόρι σου. Εξάλλου είναι στο αίμα του, η παρανομία. Καιρός του λοιπόν, να ζήσει τη γλύκα του άγχους, να αισθάνεται πως τον κυνηγούν, διαρκώς.
- Τι θέλεις να πεις; Εξηγήσου.
- Εσύ κοίτα τη δική σου ζωή. Θυμήσου τη λιγάκι. Δεν θα σου πάρει πολύ ώρα -χαμόγελο διάπλατο στο πρόσωπο του.
Τώρα η Αλεξάνδρα ανοίγει το φως, στο σαλόνι. Ανήσυχη κάθεται απέναντι του.
- Που είναι ο Απόστολος;
Μιλιά ο άλλος.
- Που βρίσκεται ο Απόστολος;! πιο έντονα.
Ο άλλος, σφυρίζει.
- Που είναι, γαμώτι μου, ο Απόστολος;!! Σηκώνεται να επιτεθεί στον Φάνη, ο οποίος πετάγεται γρήγορα από την πολυθρόνα, τρέχοντας αριστερά δεξιά, γελώντας.
- Θα κάτσεις σ’ ένα σημείο;
- Για να με δείρεις; Την αντιρωτά. Εξάλλου..
- Τι εξάλλου; Στέκεται σ’ ένα σημείο, όρθια ακόμη, αυτή.
- Σε βαριέται, κανείς, εύκολα. Όπως..
- Όπως; γκρινιάζει η Αλεξάνδρα.
- Δεν ξέρω, σφυρά ξανά. Ο Ιάσονας ας πούμε. Η ζωή. Ο Θεός. Το άγνωστο. Αρχίζει να γελά πάλι.
- Είσαι ηλίθιος. Φύγε από δω μέσα. Ακούς;!
- Σ’ ενημερώνω απλά, πως τα τηλέφωνα σου, παρακολουθούνται, κυρία μου. Κυρία! Και κάτι τελευταίο. Να προσέχεις τι και που, λες, κάτι. Ο κύριος, αυτός ναι, είναι κύριος, ο κύριος Ιάσονας είναι πολύ θυμωμένος, μαζί σου. Δεν ξέρω αν θα του περάσει. Ξέρεις δα πως κάνουν οι μεσήλικες, όταν τους κερατώνει η ερωμένη, με νεώτερους. Εγώ λοιπόν, θα ‘λεγα, πήγαινε γυμναστήριο. Ψώνισε. Όσο μπορείς ακόμα.
- Γιατί όσο μπορώ ακόμα;
- Γιατί αν δεν μείνεις ήσυχη, μπορεί και να σε βγάλει στο κλαρί!
- Ας τολμήσει!
- Δεν είναι στο χέρι μου, το γνωρίζεις ήδη. Πρόσεχε! Μόνο αυτό σου λέω. Λοιπόν σ’ αφήνω προς το παρόν. Με περιμένει γυναίκα.
- Γαϊδούρι μάλλον.
- Ο ίδιος ξέρω να κρατώ τους τύπους. Εσύ κοίταξε να τους θυμηθείς. Πόσο καιρό έχεις να κλέψεις; Την ειρωνεύεται.
- Νομίζω ότι πήγαινες.
- Καλά καλά. Να θυμάσαι τι είπαμε.
- Δίνε του!
Εκείνος αποχωρεί, ανασηκώνοντας τα φρύδια, περιπαικτικά.

Σε ελάχιστα λεπτά, ακούει την μηχανή του να μαρσάρει επιδεικτικά, δυνατά. Σα να την προειδοποιούσε.
Η νέα γυναίκα τσιμπά, πρόχειρη τροφή, από την κουζίνα, μέσα στα νεύρα της, μουρμουρίζοντας βρισιές. Καταπίνει στη συνέχεια, ένα υπνωτικό χάπι.
Κλείνει τα μάτια της στο κρεβάτι, ξεφυσώντας. Με ανήσυχες σκέψεις στο κεφάλι, για την ίδια, και τον αγαπημένο της, Απόστολο.

22


Όλα χρειάζονται υπομονή. Χρόνο, για να προχωρήσεις ακόμη ένα βήμα.
Που το πάει η ζωή.
Τα αληθινά γεγονότα.
Ο λάκκος που σκάβουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας.
Δεν ηρεμούμε. Δεν χαλαρώνουμε. Μήπως μείνουμε τίμιοι, έστω κι αν καταντήσουμε άποροι. Δίχως τις μυρουδιές του αφρόλουτρου, στα ρούχα, πάνω μας. Το ζεστό φαγητό που παρηγορεί, παράλληλα με όλες τις υπόλοιπες, ιδιότητες του.
Κυριακή σήμερα.
Η τελευταία του μήνα, Αυγούστου.

Ο πατέρας μου βρίσκεται όπως πάντα, στην πρωινή λειτουργία, στην τοπική τους εκκλησία. Η πίεση του είναι υψηλή. Έκλαψε αρκετά, το προηγούμενο βράδυ. Σα να έκλαιγε και ο Θεός, μαζί. Τα στοιχεία της φύσης. Ο χρόνος ο ίδιος. Η γυναίκα του, η Ηλέκτρα, κοιμόταν ακόμα, στο υπνοδωμάτιο τους.
«Η ζωή, γιε μου, δεν σταματάει, επειδή μας εγκατέλειψε η ελπίδα. Το θάρρος να δεις το αύριο, ως έναν δικό σου, δικαιωματικά, χώρο. Φύλαξε τον, Κύριε. Μόνο Εσύ γνωρίζεις που βρίσκεται. Από ποιο καπρίτσιο, πιθανόν, κρύβεται, απ’ τους ίδιους του, τους γονείς. Χάνοντας χρόνο από τη ζωή. Όλα τα πάθη σου, γιε μου. Δεν ηρεμείς. Δεν προσγειώνεσαι. Δεν συνέρχεσαι. Μ’ έχεις απογοητέψει».






Η Αλεξάνδρα στην Νέα Μάκρη, στο υπνοδωμάτιο της: Ξυπνά, μα δεν ανοίγει τα μάτια. Προσπαθεί να ξανακοιμηθεί. Σε λίγο. Σε λίγο, συλλογιέται.
Ο Μορφέας της κάνει τη χάρη. Την ξαναπαίρνει στην αγκαλιά του.
Στο όνειρο της βλέπει πως πετάει. Μπορεί να διαπερνά τους τοίχους, των διαμερισμάτων, ανά πολυκατοικία.
Σε ένα σπίτι, ενώ είναι μέρα έξω, ήλιος ντάλα, μέσα στα δωμάτια έχουν ανάψει το φως. Φιγούρες ανθρώπων, ενσωματωμένοι με τα έπιπλα. Ταράζεται με τούτη την εικόνα. Ανοίγει τα χέρια της σαν φτερά. Πετάει ξανά. Απομακρύνεται. Ανεβαίνει σε μια ταράτσα. Θέλει να δει την πόλη από ψηλά. Χρειάζεται χρόνο για κάτι τέτοιο. Μερικά περιστέρια, μόλις τη βλέπουν, είναι σα να χτυπούν σε τοίχο. Πέφτουν ολοένα, σα νεκρά, κάτω μακριά, στον δρόμο. Τη στενοχωρεί ότι συνέβη.
Πετά ψηλά.
Εισέρχεται σ’ ένα σύννεφο.
Βγαίνοντας από αυτό, καθοδικά, παρατηρεί πως βρίσκεται πίσω στην πόλη της, τη Θεσσαλονίκη. Να ο λευκός πύργος. Τα γνωστά κτίρια. Οι δρόμοι με τα café. Η γνωστή δομή της ζωής, βόρεια. Μια αίσθηση ηρεμίας κι απελευθέρωσης.
Ξυπνά απότομα. Την πιάνουν τα κλάματα. Σχεδόν δώδεκα το πρωί.
Όλα της φαίνονται, πια, τόσο αβέβαια. Τα βαριέται. Εύχεται να πεθάνει. Να γλιτώσει.
Αισθάνεται στο σώμα της, ένα δροσερό ρεύμα να την διαπερνά. Να την ηρεμεί σταδιακά. Σα ο Θεός να σφουγγίζει τα δάκρυα της, παρηγορώντας την. Κάνει προσπάθεια να σηκωθεί. Μπαίνει στο ντους. Αφήνει γι’ αρκετή ώρα, το νερό να τρέξει στο σώμα. Ιδίως στο κεφάλι. Σα να ξεπλένει την ίδια της την σκέψη. Κρατά σφαλιστά τα βλέφαρα. Μεταφέρεται θαρρείς, χαμένη απ’ το τώρα και τον χρόνο, εκεί, πίσω στην Θεσσαλονίκη. Μακριά από σκοτούρες και μπλεξίματα.
Αισθάνεται την πίεση του νερού να μειώνεται.
Το νερό γίνεται πολύ κρύο. Την ξυπνά.
Επανέρχεται στο θολωμένο από τιμιότητα, παρόν, της Νέας Μάκρης.





Λίγο νωρίτερα στο ημιυπόγειο:
- Δεν μου λες, ρωτά ο μάγκας έναν άλλο συμμορίτη, πόση ώρα θα τον πιάσει η ηρεμιστική ένεση, που του έκανες;
- Μέχρι αύριο το πρωί. Δεν ξέρω ώρα ακριβώς.
- Καλά καλά, συγκαταβαίνει ο μάγκας. Θα ενημερώσω τον κύριο Ιάσονα. Και μετά θα πάω για μπάνιο. Εσύ;
- Θ’ αφήσω κάποιον να φυλάει τον γκόμενο της Αλεξάνδρας. Έχω δικές μου δουλειές.
- Σωστά.






Είναι αυτό που λένε: όταν δεν έχεις τι να κάνεις, γαντζώνεσαι από το πρώτο πρόσωπο, που θαρρείς σε νοιάζεται.
Κάτι που εκφράζει απόλυτα, τη παρούσα στιγμή, τη νέα γυναίκα.
Αισθάνεται πως παρακολουθείται, μες το σπίτι. Οπότε ντύνεται πρόχειρα. Φορά καπέλο και μαύρα γυαλιά. Κατευθύνεται σ’ ένα καρτοτηλέφωνο που γνωρίζει.

Προσπερνά ομάδες από λουόμενους.
Ταχύνει προοδευτικά, το βήμα της.
Έχει σκοπό να πάρει τηλέφωνο τη μάνα της, στη Θεσσαλονίκη. Σχεδόν λαχανιασμένη από τη ζέστη, σηκώνει το ακουστικό. Σχηματίζει το νούμερο: 2310 45….. Το ακούει να καλεί.
Στην όσφρηση της φτάνουν μυρουδιές από τα κοντινά ταβερνάκια. Αισθάνεται να πεινά. Ρίχνει ερευνητικές ματιές, γύρω της, για γνωστά πρόσωπα. Ο Φάνης, άλλος περίεργος. Ύποπτη πιθανόν, φάτσα. Ευτυχώς κανείς.
Αυτή θα είναι η ζωή μου; Συλλογίζεται μόλις. Να αισθάνομαι διαρκώς, πως παρακολουθούμαι.
Δεν μπορώ να ζήσω έτσι.
Ούτε ίσως να ξεφύγω απ’ τον Ιάσονα. Ίσως; Τι χαζή ερώτηση. Με τόσες κλοπές μου –κάτι ραγίζει μέσα της.
Χτυπάει, χτυπάει.
Έξι. Επτά. Οχτώ φορές. Που στον κόρακα βρίσκονται κυριακάτικα;
Το μετανιώνει. Βγάζει γρήγορα γρήγορα, την κάρτα.
Πεινάει.
Αργότερα. Το μυαλό της απασχολεί ξανά, μ’ εμένα, τον Απόστολο. Ο εθισμός που αισθάνεται απέναντι μου.
Περπατά, με σκέψεις διάφορες: Είμαι ερωτευμένη; Μήπως με τράβηξαν σ’ εκείνον, όσα δεν είμαι, πια; Μήπως έχει τελικά δίκιο, ο Ιάσονας, πως εκείνος με φροντίζει καλύτερα; Όμως μου λείπει δυνατά, το αγόρι μου. Γιατί θέλω να τον φωνάζω, αγόρι μου; Που βρίσκεσαι, Απόστολε; Τι σου κάνανε; Πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Που πήγε η ηρεμία μου, των μόλις τελευταίων ημερών; Ποιο θα ήταν όμως, το μέλλον μας, μαζί; Σε σκλήρυναν, Απόστολε, οι του σιναφιού μου. Αφέθηκες κι εσύ, στα νύχια τους. Αλήθεια τι φταίξιμο. Δικό μου. Δικό μου. Να πάρει!
Κάθεται σ’ ένα παγκάκι.
Δεν της γεννιέται όρεξη, για τίποτα πια.

Κι όμως οι μυρουδιές από την τσίκνα, προερχόμενη από τα ταβερνάκια, την σέρνουν ως ένα, κάτω από μια πλεχτή τέντα, δίπλα στην παραλία. Προσπαθεί να θυμηθεί τι μαγείρευε η μάνας της, Κυριακές. Συνήθως πατάτες στο φούρνο, με κρέας. Ήξερε να μαγειρεύει η μάνα της. Ούτε που θυμάται όμως, εκείνης το πρόσωπο, κι αυτό την πληγώνει. Η φωνή της στην άλλη άκρη της γραμμής; Θα τη θυμηθεί; Την ειρωνεία της μητέρας της, σίγουρα. Τη δικαιολογεί τώρα. Για το ανέραστο της προσωπικότητας της. Άρα και η γκρίνια. Να ζηλεύει την κόρη της. Τι άλλο μπορεί να ήταν. Αν και τόσο μικρή τότε, η Αλεξάνδρα. Τότε. Πριν πόσα χρόνια; Τρία; Τέσσερα. Θεέ μου, πόσα είναι; Είναι δυνατόν να πέρασε τόσος καιρός;
Απρόθυμα, παραγγέλνει το συγκεκριμένο είδος, φαγητού.
Δεν έχουν όμως οι πατάτες, ούτε το κρέας, την ίδια γεύση. Κατευθείαν από τον φούρνο της μάνας. Αχνιστές, να λειώνουν στο στόμα. Συγκινείται μέσα της.
Πληρώνει.
Τούτη τη φορά, θα επιμείνει περισσότερο στο τηλέφωνο.
Λίγο μετά τις 1 το πρωί.
Ρουφά αχόρταγα τον αλατισμένο αέρα. Της προσφέρει δύναμη. Κουράγιο.





- Μαμά.
- Ποιος είναι; Μια αδύναμη φωνή, στην άλλη άκρη της μηχανικής γραμμής.
- Εγώ είμαι.
Σιγή στα υπόγεια καλώδια.
- Η Αλεξάνδρα. Εγώ είμαι. Αλήθεια.
Μια αδύναμη αναπνοή, μόνο, από Θεσσαλονίκη.
- Δε χρειάζεται να με τιμωρείς έτσι.
- Χρόνια πολλά για τα γενέθλια σου.
- Πως; Ναι. Πριν ένα μήνα και κάτι. Σωστά.
- Ξανά ησυχία, ως αντίδραση.
- Ευχαριστώ, μάνα.
- Είμαι ακόμα; Παραπονιέται, αδύναμα.
- Ακόμα.
- Μετά από τέσσερα χρόνια;
- Τόσα είναι; Είχα μια απορία, προηγουμένως.
- Έτσι απλά.
- Δεν ξέρω τι να πω, αποκρίνεται η νέα γυναίκα.
Εξακολουθεί να ακούγεται μια αδύναμη αναπνοή.
- Είσαι καλά; προσθέτει η Αλεξάνδρα.
-παύση-
- Μαμά μου.
- Σου έλειψα, έ; -η απάντηση.
- Πάντοτε μου έλειπες.
- Κι όταν γλεντούσες;
- Ο καθένας κάνει τη ζωή του.
- Το δικό σου ευχαριστώ που σε γέννησα.
- Δεν σε πήρα για να μαλώσουμε –λίγο έντονη φωνή.
- Ο πατέρας σου, καλά είναι.
- Λείπατε προηγουμένως;
- Ήμουν κουρασμένη. Με πονάνε τα κόκαλα μου.
Η Αλεξάνδρα, κατεβάζει το κεφάλι.
- Μετάνιωσες;
- Για τι, να μετανιώσω; Γκρινιάζει η ελκυστική νέα.
- Για τον χρόνο σου.
- Τι θέλεις να πεις, μάνα;
- Που τον διέθετες, πάντα, μακριά απ’ το σπίτι.
Η κόρη δεν ξέρει τι να ξεστομίσει.
- Η ζωή, ξέρεις, δεν είναι ένα αστείο.
- Έχω λίγες μονάδες.
- Τώρα που πήρες, θα ακούσεις.
- Γρήγορα μόνο.
- Πίκρα. Πολύ πίκρα. Ο πατέρας σου θα το ονόμαζε αχαριστία. Η ίδια δεν έχω δυνάμεις για συζητήσεις. Με πονάνε τα κόκαλα μου. Θα ‘ναι απ’ τη στενοχώρια. ..Μπορεί. Πέρασες καλό καλοκαίρι;
- Έ; Ναι. Φυσικά. Ευχαριστώ.
- Θ’ ανέβεις;
- Για ποιο λόγο, μάνα.
- Φαντάζομαι επειδή είμαι μάνα σου.
- Και τι σημαίνει αυτό; Υψώνει τη φωνή, η νέα γυναίκα.
- Δεν σου λείπουμε;
- Γι’ αυτό πήρα! Όχι για να ‘ρθω να σας υπηρετώ.
- Πάντοτε έτσι το έβλεπες. Όπως τα περισσότερα παιδιά, φαντάζομαι.
- Τελειώνουν οι μονάδες.
- Να πάρεις άλλη κάρτα!
- Δεν έχουνε εδώ!
- Μπα! Που βρίσκεσαι;
- Όπου θέλω!
- Δείχνεις πόσο σου λείψαμε. Μια ζωή ψέματα.
- Δεν μπορείς, μάνα, να ‘σαι φιλική, μια φορά;
- Δεν ήμουν εγώ αυτή που τρελάθηκε.
- Καλά. αντίο.
- Ελπίζω να μην είναι το τελευταίο, μιλά η μάνα της.
Σταματά η επικοινωνία.


Τέσσερα χρόνια, λοιπόν, σκέπτεται η Αλεξάνδρα.
Αναρωτιέται τώρα, τι έκανε η μάνα της. Με το δωμάτιο, το προσωπικό, στο οποίο ονειρευόταν το ξεκίνημα της ενήλικης διαβίωσης της.
Πως το ‘χε πει, ο Απόστολος;
Ξεφυσά.

Ο κόσμος ή η ζωή, αποτελεί έναν δημοκρατικά, ελεύθερο, τόπο;
Στον κόσμο, ο κόσμος, είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, που καθένας επιθυμεί να έχει ότι και οι άλλοι. Εννοείται, υλικά αγαθά; Πιθανόν, υλικά αγαθά. Τι χαζή που είμαι, να αντικαταστήσω τη φροντίδα που μου έδιναν, οι άντρες μου, γιατί ναι, είχα πέραση, αλλά με τι αντικατέστησα τη προσοχή τους. Ίσως μ’ ένα όραμα, μακρινό. Κάπου όπου δεν φτάνει το δάχτυλο όσων ελέγχουν, με μη και πρέπει.
Σκέψεις εν κινήσει.
Την προσοχή της τραβά ένα νεαρό ζευγάρι, σ’ ένα παγκάκι. Μοιάζουν παντρεμένοι. Γεμάτοι ζωή. Πλημμυρίζει η σκέψη, με γιατί. Απορίες. Αισθάνεται μπερδεμένη. Εξακολουθεί να κοιτά από μικρή απόσταση, το νεαρό ζευγάρι.
Ποιος είναι ο ανόητος, εδώ;
Όποιοι τραβούν έξω, τη ζωή, με ορμή, σαν με τσιγκέλι στο χέρι. Τώρα. Εδώ. Στα νιάτα κείτεται η χαρά. Εκστασιασμένη. (Θολωμένα θέλω). Τόσες επαναλαμβανόμενες, όμως, απολαύσεις. Όχι κάτι σταθερό. (Δεν πάει ο νους της, πως πρέπει να κερδίσει η ίδια, με κόπο, το δικαίωμα να υφίσταται ανάμεσα στους υπόλοιπους, ταπεινούς, πολίτες, αξιοπρεπώς. Επειδή μόνο με την κούραση κατακτάς κάτι τέτοιο).
Στρέφει το βλέμμα της μακριά από το ζευγάρι.
Θυμώνει. Μόλις.
Με τι ευκολία βρίσκουν την ευτυχία, ορισμένοι, τους επιπλήττει.
Σκέψεις. Σκέψεις. Παλεύουν μες το κεφάλι της.
Αυτόματα συλλογίζεται, πως πρέπει να θυμάται να εποπτεύει γύρω της, μήπως παρακολουθείται. Δεν της έφταναν οι μπάτσοι, τώρα θα φοβάται και το σινάφι της!
Φαντάσου! Κοροϊδεύει τον εαυτό της.

Η αγνωμοσύνη ενός ανθρώπινου πλάσματος, απέναντι στην ησυχία της ζωής, που η ίδια κατασπάραξε, φεύγοντας απ’ την ασφάλεια, ανθρώπων, που, πως το είπε η μάνα της; Πονάνε τα κόκαλα τους. Εγώ, μάνα, σ’ έφερα σ’ αυτή τη θέση; Που τα ήθελα όλα εύκολα. Ελεύθερα. Τελικά πλούσια, με τον Ιάσονα. Αλήθεια.
23 χρονώ γυναίκα.
Αισθάνεται βρώμικη, σε μια κρίση συνείδησης. Μα πώς να ξεφύγει από αυτούς; Συνήθισε να μη διακρίνει τίποτε άλλο. Μακριά από την ηρεμία μιας τίμιας ζωής, μοχθώντας να είσαι, να υπάρχεις. Βαρετό που της ακούγεται.

Δεν γίνεται τίποτα, Αλεξάνδρα. Ξεγελά τον εαυτό της.
Ακόμη κι αν τόσκαγα, αλήθεια προς πού; Θα μ’ έβρισκαν σίγουρα. Το πιθανότερο να με παρέδιδαν στην αστυνομία για τις κλοπές που έχω διαπράξει. Τόσες τσάντες. Είδη από καταστήματα. Τι θα ΄λεγε η μάνα της αν γνώριζε.
Είμαι ακόμα μάνα σου; Θα τη ρωτούσε ξανά. Τέτοιο πλάσμα γέννησα εγώ;
Δεν μπορεί να σκεφτεί άλλο. Δεν θέλει. Όχι; Απογοητεύεται.







Βρίσκεται στο μπαλκόνι. Απόγευμα.
Φυσά ένα δροσερό αεράκι. Στα πόδια της το αισθάνεται.
Ακούει το συνηθισμένο ξένο ρεπερτόριο, από μουσικά ακούσματα, της εποχής της.
Τώρα. Θα μείνω κλεισμένη μέσα, μερικές ημέρες, μόνη, πλάθει κάτι αόριστο στη φαντασία της. Η θέα γύρω. Το πράσινο. Πιστεύει πως έχει σακούλες στα μάτια. Θα ‘ναι από το κλάμα, παραπλανά τη νόηση της. Τι άλλο μπορεί να είναι; Πως ξεπέφτει κανείς, λόγω ατιμίας. Με τα ίδια μας τα συναισθήματα, αρχικά; αποφεύγει την αυτοανάλυση. Πως το είπε η μάνα της; Η ζωή δεν είναι ένα αστείο. Τι ήθελε δηλαδή; Τότε, παρά κάτι, στα 19 της, πριν τέσσερα χρόνια, να της κόψει τα φτερά; Να μην γελά. Να μην κάνει τη ζωή της, ότι, όποια κι αν ήταν. Εκείνη δεν άξιζε στοργή; Οι σχέσεις, που οι γονείς αποκαλούν εξαρτήσεις, στο παιδί. Να μην εννοήσει το νέο ενήλικο άτομο, ποια στοιχεία της ζωής, διατίθενται ελεύθερα.
Βλέπω που με οδήγησε η ελευθεριότητα μου, να χτυπούν σε “τοίχο”, πλέον, όσοι με συναναστρέφονται. Εγώ, η άλλοτε ευαίσθητη προσωπικότητα. Θαρρώ αποκοιμήθηκε αυτός ο άνθρωπος, μέσα μου. Απ’ ότι φαίνεται και στον Απόστολο, τελικά; Μήπως με κορόιδευε; Μήπως όλοι οι άντρες είναι ίδιοι –ξεγελά τη νόηση της, παραμερίζοντας την αυτοκριτική.
Που βρίσκεσαι, Απόστολε; Που έχεις μπλέξει;
Θα κυλιστείς κι εσύ, στα ίδια μονοπάτια. Άλλο ένα θύμα. Μια χαμένη ζωή. Κρύβει το πρόσωπο της, στις παλάμες.
Ακόμη μια ύπαρξη, που δεν του δόθηκε η προσοχή που άξιζε. Προσοχή χρειαζόμουν κι η ίδια, ενόσω αντιμετώπιζα μόνο θυμό και πρέπει, μες το σπίτι των γονιών. Ναι, γιατί όχι; Τη προσοχή, μου τη πρόσφεραν οι άντρες, στο βίο μου. Γιατί να ντρέπομαι; Ντροπή είναι να υπάρχεις;
Ο καθένας κάνει τη ζωή του (αρκεί να μην ανησυχεί ο γονιός).
Δεν κατάφερα να σε προστατεύσω, Απόστολε.
Σηκώνεται.
Θέλει να βάλει κάτι, να πιει.

Το έξω, εκτός σπιτιού, είναι κενό; Ή το εσωτερικό του σπιτιού; Του τρόπου διαβίωσης της. Να περνάνε τα χρόνια, έτσι, δίχως ηρεμία. Ζαλίζεται. Αισθάνεται, στο σημείο που στέκεται, γεμίζοντας με βότκα, το ποτήρι, πως στο ένα μέτρο, ολόγυρα της, βρίσκεται ένα κουβούκλιο από καθρέφτες. Σα να είναι παγιδευμένη. Τι της είχε αναφέρει ο Ιάσονας; Επιστρέφοντας εκείνη στην Νέα Μάκρη, θα έμενε ως το τέλος του καλοκαιριού, και μετά τι; Θα την έβγαζε από τη μέση; Τρομάζει. Πρέπει να πάρει αέρα. Βγαίνει ξανά, γρήγορα, στο μπαλκόνι.



Ο πονοκέφαλος της ζωής

Είναι το προσωπικό πείσμα,
ατομικά, του καθενός,

Να διευκολυνθεί όσο μπορεί,
στις προσωπικές του συναναστροφές.

Κάτι απροσδιόριστο.
Δημιουργώντας μνήμες,
Για να αποκτά ο χρόνος,
νόημα.

Την αξία, άραγε,
Μας την προσφέρουν οι άλλοι;
Μας χτίζουν,
Μας διευκολύνουν,
Να κυκλοφορούμε ανάμεσα τους.

ο καθένας,
Με τη χαρακτηριστική συμπεριφορά
του φύλου του.

Μη διακρίνοντας τελικά,
Πως πρέπει να ισορροπήσουμε.
Διαμάχες.
Καταφεύγοντας σε κάτι
Που θα μας εξιτάρει.

Επιδεινώνοντας τον πονοκέφαλο,
Ενός τραπεζιού, θέλω,
Που ποτέ δεν τακτοποιείται.

Δεν λες: εγώ θα ζήσω.
Ήρεμα όμως. Όπως όλοι οι κουρασμένοι
συνάνθρωποι.

Οι προσγειωμένοι.

Αναρωτιέται η Αλεξάνδρα, πότε προσγειώνεται, κανείς.
Που βρίσκεις το απλό γέλιο, κείνο που εμπεριέχει αθωότητα. Ξεγνοιασιά. Που ζεις; Ξέχασες;
Αισθάνεται να κρυώνει. Σέρνει τα βήματα της, ως το υπνοδωμάτιο. Ρίχνει ένα ρούχο στον ώμο. Αυτόματα έχει την ανάγκη, να επισκεφτεί την αποθήκη, πλαϊνά του σπιτιού, (που με είχε φυλακισμένο).
Διακόπτει το βήμα της, στην είσοδο εκείνου του δωματίου.
Ξεφυσά.
Κρατά ακόμη, το ποτήρι με τη βότκα. Ρουφά τις τελευταίες γουλιές. Σα να βγάζει πολύ κακία, τώρα τι, δεν είναι ικανή, να προσδιορίσει. Το σπίτι; Ο κόσμος; Αν ήρθαμε στη ζωή, για να τυραννιόμαστε.
Εμπαίζεις τη ζωή, Αλεξάνδρα.
Τόσα χρόνια. Τόσες ανέσεις. Απολαύσεις.
Πόσο καιρό θα ‘μαι λεύτερη; Τι θα μου κάνει ο Ιάσονας;
Επιστρέφει στο σαλόνι της οικίας. Δεν θέλει άλλο, να σκέφτεται. Δυναμώνει τη μουσική.
Πεινάει. Τρομερά.
Πετάγεται με το καινούριο της αυτοκίνητο, ως ένα γνωστό της ψιλικατζίδικο. Γεμίζει τις χούφτες της με λιχουδιές. Επιστρέφοντας σπίτι, καταναλώνει μπισκότα, από κείνα τα γεμιστά, με σοκολάτα. Παράλληλα πίνει λεμονάδα αναψυκτικό. Ανοίγει την τηλεόραση να δει ειδήσεις. Πάει πολύς καιρός, από τότε που επέλεγε παρόμοιο πρόγραμμα. Σάμπως τα νέα της ημέρας να την κάνουν να ξεχαστεί. Πραγματοποιεί πρώτα, ένα ζάπιγκ.
Τηλεμάρκετινγκ, διαφημίσεις, κουτσομπολιά, ανόητες συζητήσεις, το προφίλ της Ελληνικής τηλεόρασης. Σταματά σε μια νέα συχνότητα, όπου δεν τσακώνονται οι παρουσιαστές με τους καλεσμένους, στο δελτίο ειδήσεων. Στεγνοί που της φαίνονται. Πολιτικές ειδήσεις. Σκάνδαλα. Ένας συνομιλητής, θυμάται πάνω στη συζήτηση, πως παρακολουθούνταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στο κινητό του. Τι ηλίθιοι διοικούν τη χώρα, συλλογίζεται η νέα γυναίκα. Τι θα έλεγε ο Απόστολος τώρα, άραγε;
Άλλη είδηση της τραβά πλέον, την προσοχή, 26 Αυγούστου, Κυριακή: «Πρωινές ώρες, δηλώθηκε απαγωγή αστυνομικού, την ώρα που έκανε περιπολίες, σε παράπλευρα στενά, από την πλατεία εξαρχείων». Ο συνομιλητής, ειδήμων στο αστυνομικό ρεπορτάζ, δηλώνει, πως προσπάθησαν να κρύψουν την είδηση, στην Γ.Α.Δ.Α. Όμως τελικά διέρρευσε. «Θα φταίει που οι αστυνομικοί δεν αμείβονται κατά τις υποσχέσεις της Κυβέρνησης». Οι πολίτες σε ένα γκάλοπ, δηλώνουν, άλλοι προβληματισμένοι, άλλοι θυμωμένοι. Άλλοι φοβισμένοι, που πάει ο κόσμος. Με λευκές απεργίες.
Βαριέται τις ειδήσεις.
Βάζει ξανά, ν’ ακούσει μουσική.
Ακόμη πεινά.

- Στο διάολο όλοι σας, μιλά φωναχτά.
Ντύνεται όπως πάντα. Λιγότερο όμως, προκλητικά.
Θα βγω να διασκεδάσω απόψε. Είμαι ζωντανή.








Δευτέρα πρωί

Νωρίς.
(μια ακόμη, άθλια, ημέρα).

Συνέρχομαι, κάπου, καθισμένος.
Αισθάνομαι τόσο αδύναμος. Ούτε το κεφάλι μου δεν μπορώ να σηκώσω.
Φαντάζομαι πως αν με κοιτούσα τώρα, το πρόσωπο μου θα είναι λευκό σαν πανί.
- Ώχ! Πιάνω το κεφάλι μου. Πονώ.
- Ξύπνησε, ακούω μια φωνή.
Ανοίγω τα μάτια, με κόπο.
- Που βρίσκομαι; Ρωτώ. Μυρίζω ξένα χνώτα. Μια απροσδιόριστη, αποκρουστική μυρουδιά.
Μου ανεβαίνει εμετός, πάλι.
- Ακόμα έχεις; Ρωτά ο μάγκας, από το μπροστινό κάθισμα.
Βρίσκομαι σε ένα αυτοκίνητο.
- Που είμαι; Ξαναρωτώ, νηστικός, δυο μέρες τώρα. Προσπαθώ ν’ ανασηκωθώ.
- Μίλησες; Γελά ο μάγκας.
Άλλος ένας άντρας, κάθεται πλάι μου, στα πίσω καθίσματα. Καινούρια φάτσα.
Φοβάμαι να κουνηθώ, μήπως δεχτώ καινούρια χτυπήματα.
Προσπαθώ να προσανατολιστώ. Ακούω έναν περίεργο ήχο, μέσα στο αυτοκίνητο.
- Ακόμα; Ακούγεται η φωνή του μάγκα.
Σε ποιον μιλάει;
- Όπου να ‘ναι, ε; Εντάξει. Εντάξει, είπα! Φωνάζει εκείνος.
Σε ποιον μιλάει; Κουράζω τη νόηση μου, μες την αδυναμία που κατακλύζει το κορμί.
Επιχειρώ να δω έξω.
Θεέ μου! Είμαστε στο πάρκινγκ της τελευταίας μου δουλειάς. Τι κάνουμε εδώ; Έχει γούστο..
Το σχέδιο κατά γράμμα, λοιπόν. Γιατί; Τι εξυπηρετεί το σινάφι τους; Εγώ τι ρόλο παίζω; Πεινώ τρομερά. Ώπ! Παραλίγο να μου ‘ρθει ξανά, να κάνω εμετό.
- Κανόνισε να λερώσεις το αμάξι, με κοιτά ο μάγκας.
- Δεν αισθάνομαι καλά, μιλώ. Τι ώρα είναι;
- Εγώ στη θέση σου, δεν θα ‘κανα τόσες ερωτήσεις.
Έχε χάρη, που δεν αισθάνομαι καλά. Ο άνθρωπος, δεν αλλάζει τελικά. Για τον εαυτό μου μιλώ. Αν είναι δυνατόν, να θέλω να κυκλοφορώ με αυτούς τους ανθρώπους. Άνθρωποι, που λέει ο λόγος.
Η παλιά μου εργασία. Όλες οι ώρες της εκμετάλλευσης, στο τμήμα μου, να βγάζω σχεδόν όλη την εργασία, μόνος. Αφού έπρεπε να συνεννοηθώ με δυό τεμπέληδες, συναδέλφους. Το ανιαρό ωράριο, με τις ίδιες φάτσες, την προσωπική μου ατολμία και άγνοια, πως δημιουργείς φιλίες. Σχέσεις με κάποιες που συμπαθούσα. Μία. Αυτή η μία που ούτε ήξερα το πώς και το πότε. Η καθημερινή επιστροφή σ’ ένα άθλιο δωμάτιο, με τις ίδιες ανέσεις, που δεν μπορούσα, ούτε ήθελα, να εκτιμήσω. Παρομοίως είμαι, σωματικά υγιής.
Απελπισμένα, μιλώ τώρα:
- Μπορεί κάποιος να μπει, να μου πάρει φαγητό; Δεν αισθάνομαι καλά.
Απάντηση δεν λαβαίνω.
Τώρα αντιλαμβάνομαι, πόση ζέστη, κι εδώ μέσα. Η μηχανή του αυτοκινήτου είναι σβηστή. Άρα να μην ζητήσω κλιματισμό.
Θέλω να κλάψω, μα δεν ανεβαίνουν δάκρυα.
Που πήγε εκείνη η παλιά ευστροφία μου, όπως πίστευα, ενόσω εργαζόμουν. Με μια πεποίθηση, τρομάρα μου, πως ήξερα να κρατώ τους ενοχλητικούς, σε απόσταση. Βέβαια, πώς ορίζει κανείς, το: ενοχλητικός. Αν επιθυμείς να μένεις περιθωριοποιημένος. Μόνος.
- Έρχεται.
Ακούω μια φωνή.
Ποιος μίλησε;
Τότε μόνο παρατηρώ τον μάγκα, να μιλά σ’ έναν ασύρματο.
Δεν έχει κινητό;
(τι ζητάς τώρα).
Δευτέρα. Μια ακόμη, άθλια, ημέρα.

Κοιτώ απ’ τα πλάγια, στο παράθυρο, και μπροστά απέναντι, στην είσοδο του πολυκαταστήματος, όπως είναι σταθμευμένη κάθετα, η μούρη του αυτοκινήτου. Περιμένοντας να δω, να αρπάζουν οι φίλοι του μάγκα, με κάποιο τρόπο, επ’ αυτοφώρω, τον διευθυντή, που με κορόιδευε ενόσω εργαζόμουν εκεί, πως θα υπέγραφα ως οχτάωρος.
Αντιλαμβάνομαι όμως, τώρα, μια άλλη παρουσία.
Είναι ο πατέρας μου, που πλησιάζει προς ετούτο το πεζοδρόμιο, όπου στη γωνία, βρίσκεται μια στάση λεωφορείου.
Απορώ τι έκανε εκεί μέσα.
Δεν αφήνω το βλέμμα από πάνω του, προσπαθώντας να θυμηθώ, πως είναι, η μορφή του. Που τόσο καιρό, τον κρατούσα μακριά.
Πλησιάζει, με κοιτά, και προσπερνά με την ίδια ταχύτητα.
Δεν κάνει τίποτα. Να σταματήσει να ρωτήσει που ήμουν. Τίποτα;
Στρέφω πίσω μου δήθεν αδιάφορος. Με κοιτά ο πατέρας μου, στα 6, 7, μέτρα, πιο μακριά. Κάτι σημειώνει. Απομακρύνεται.

Ένας δυνατός θόρυβος, μου αποσπά τώρα, τη προσοχή. Μια νέα εικόνα. Μια σκηνή που εκτυλίσσεται στο πάρκινγκ, λίγο μακρύτερα:
Ο διευθυντής έχει βγει από το αυτοκίνητο του. Ετοιμάζεται να το ασφαλίσει. Δυο άντρες τρέχουν προς το μέρος του, φορώντας κουκούλες. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένα λευκό βαν, από το οποίο, πετάγονται τρεις ένστολοι, με όπλα. Αρχίζουν να ανταλλάσσουν πυροβολισμούς, με τους κουκουλοφόρους. Ο διευθυντής, σκυμμένος πίσω από το αυτοκίνητο του, προσπαθεί να καλυφθεί –το παχύδερμο. Στριγκλιές ακούγονται, γύρω. Ο μάγκας, γυρίζει το κλειδί στη μηχανή, κι αυτόματα πατά γκάζι. Πραγματοποιεί μόλις, πιο κάτω, ταχύτατα, αναστροφή, κλωτσώντας το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, πλησιάζοντας το άλλο, του διευθυντή. Τα λάστιχα στριγκλίζουν στο φρένο. Πετάγονται έξω, οι δύο –εκτός του μάγκα- άντρες, από το δικό μας αμάξι. Πυροβολούν τους αστυνομικούς. Ο μάγκας, μου ουρλιάζει να μην κουνηθώ. Πετάγεται έξω, και με κινήσεις αίλουρου, αρπάζει τον διευθυντή, πλησιάζοντας με ξανά, σκυμμένοι και οι δύο, από τη μεριά του συνοδηγού.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο μάγκας χτυπά τον διευθυντή με κάτι προφανώς, στο κεφάλι, ενόσω συνεχίζονται οι πυροβολισμοί, στα λίγα μέτρα, απέναντι μας. Κάποιος αστυνομικός, αρχίζει να γαζώνει τα λάστιχα του αυτοκινήτου μας, όμως τον προλαβαίνει ο μάγκας, πετυχαίνοντας τον. Ορμά τώρα, μέσα, ο μάγκας, αφήνοντας τον διευθυντή, αναίσθητο δίπλα μου. Ταχύτατα ξανά, μπαίνει σκυμμένος στη θέση του οδηγού, γκαζώνει, και με απίστευτους ελιγμούς, ορμάμε σ’ ένα διπλανό στενό.
Ακούω να πλησιάζει μια σειρήνα. Θα ‘ναι οι ενισχύσεις. Ούτε που πρόλαβα να αντιληφτώ περισσότερα, όπως είχα πέσει, στο κενό, ανάμεσα στη θέση του οδηγού, με τα πίσω καθίσματα.
- Τον έφαγα τον πούστη! Είδες Απόστολε; ΕΙΔΕΣ;
Κουλουριάζομαι στο κάθισμα, πίσω από τη θέση του οδηγού, όπου το παχύδερμο δίπλα μου, ταλαντεύεται από τους νέους ελιγμούς του μάγκα –βιάζεται να απομακρυνθούμε. Γρήγορα όμως, ελαττώνει ταχύτητα, σταματώντας σ’ ένα αδιέξοδο, σε δρόμο δίπλα στο ρέμα, όπου μας περιμένει ο Φάνης! Ο οποίος, βοηθά τον μάγκα, να μεταφέρουν τον διευθυντή στο νέο αμάξι. Αρπάζει κι εμένα, από την πλάτη του μακό, τοποθετώντας με δίπλα στο αναίσθητο σώμα, του τελευταίου εργοδότη μου.
- Κάνε γρήγορα, ακούω τον μάγκα να δίνει οδηγίες στον Φάνη, ο οποίος βάζει μπρος, με υποδειγματική ηρεμία.
- Τι έγινε; Ρωτά ο Φάνης.
- Μας την είχαν στημένη. Φάνηκαν οι μπάτσοι. Πέσαν πυροβολισμοί! Κάνε γρήγορα σου λέω! Μπορεί να πλησιάζει ελικόπτερο.
- Ηρέμησε φίλε μου. Κανείς δεν με έπιασε ποτέ. Δε θα συμβεί τώρα.

Κατευθυνόμαστε νομίζω, βορειοανατολικά.
Ίσα ίσα που ακούω τις σειρήνες, μακρινές πλέον. Ποιος ξέρει τι συνέβη τελικά, σ’ εκείνο το πάρκινγκ.
- Τι λες να έγινε; Μαντεύει τη σκέψη μου ο Φάνης, στρέφοντας στον μάγκα. Τα κατάφεραν;
- Θα μάθω αργότερα. Ίσως να παρακολουθούν τα κινητά.
- Τώρα τι ήταν αυτό; απορεί ο Φάνης.
- Δεν ξέρω. Μη με πρήζεις –ένταση στη φωνή του μάγκα.
- Κάποιος θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις.
- Σίγουρα, Φάνη. Σίγουρα!




Εν τω μεταξύ, στην Νέα Μάκρη –11 παρά, πρωί ακόμα- η Αλεξάνδρα προσπαθεί να βρει κουράγιο, να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Κάτι δεν της πάει καλά.
Αισθάνεται τη μύτη της βουλωμένη. Σα να κρυώνει.
Επιχειρεί να σηκωθεί, αλλά πονά στην πλάτη.
- Σύνελθε, απευθύνεται φωναχτά, στον εαυτό της.
Δεν είναι τίποτα, συλλογιέται, τώρα. Σηκώνεται, με προσπάθεια.
Αυτόματα φτερνίζεται, δυνατά. Αναδεύεται.
- Σύνελθε, είπαμε.
- Και τώρα, καφέ.
Μετά βλέπουμε, προσθέτει από μέσα της.
Είναι ζαλισμένη ακόμη, από τα χτεσινά. Μετά το γλέντι στο γνωστό της παραλιακό, κλάμπ.
Πάλι καλά, που ξύπνησα μόνη.
Ένας ακόμη άντρας, μου έλειπε.
Κάτι τρέχει από τη μύτη. Έχει γούστο. Τρομάζει. Αιμμοραγεί;
Ψηλαφίζει τη μύτη της στο μπάνιο, κάνοντας την ανάγκη της. Νερό τρέχει από τα ρουθούνια; Πάνω που πάει να σηκωθεί, να σκουπιστεί, της έρχεται σκοτοδίνη. Κρατιέται πρόχειρα από την μπανιέρα, στο πλάι.
- Σύνελθεεεεεε!
Ρίχνει νερό στο πρόσωπο.
Θα κάνω ένα ντούς, μιλά πάλι, τώρα, από μέσα της, όμως. Ούτε έχει ιδέα τι ώρα είναι.
Μια ακόμη άθλια ημέρα, σίγουρα, σκέπτεται στη συνέχεια.
Ξεφυσά.
Το νερό τώρα, της φαίνεται κρύο. Δεν άναβε θερμοσίφωνα, το καλοκαίρι.
Γιατί έτσι; Πλένεται πρόχειρα. Βαριέται.
- Αψού! Φτερνίζεται πιο δυνατά, από προηγουμένως.
Έχει γούστο. Αυτό μου έλειπε.
Αλλάζει σεντόνια. Επιθυμεί να ξανακοιμηθεί. Φορά μόνο, ένα ριχτό φουστόμπλουζο. Σκεπάζεται με το σεντόνι. Βαριέται να ντυθεί.
- Στον κόρακα, ψελλίζει.
Καταβάλλει προσπάθεια να την πάρει ο ύπνος.
Και βλέπουμε.
Αν θα το βγάλω αυτό το καλοκαίρι.
Αυτή η μάνα μου θα με καταράστηκε, φαίνεται.
Έ ρε ξύλο που θέλουν μερικοί άνθρωποι.
Χασμουριέται, με ορθάνοιχτο στόμα.
Έξω τα τζιτζίκια, τραγουδούν την ξέγνοιαστη τους, ελευθερία.


23


Ο πατέρας μου, αντί να πάρει το λεωφορείο, επιστρέφοντας σπίτι, περπατά όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις, λόγω ηλικίας, γρήγορα, ως το κοντινό αστυνομικό τμήμα, της περιοχής. Παρατηρεί αναβρασμό. Ο φρουρός, του φέρεται άσχημα: δεν μπορούμε τώρα, περάστε αύριο. Ο πατέρας αναφέρει πως είναι επείγον. Καλά καλά, αποκρίνεται δύσθυμος, ο φρουρός. Περάστε.
Ο διοικητής του τμήματος, πιο ευγενικός, δέχεται με ευχαρίστηση, ότι του καταθέτει ο ηλικιωμένος άντρας. Μαθαίνοντας για τον αριθμό του αυτοκινήτου, μέσα στο οποίο βρισκόμουν –αδύναμος, λόγω πείνας. Ο διοικητής ρωτά, περιγραφές των άλλων αντρών. Φευγαλέα τους είδα, λαβαίνει τώρα, την απάντηση. Δεν έδωσα σημασία. Ο γιος μου με ενδιέφερε. Δε μου φαινόταν καλά.
Το παρόν γραφείο, μένει ξανά με ένα άτομο.
Τηλεφωνικά, με τον τόπο του συμβάντος, γίνεται σύγκριση της περιγραφής του αυτοκινήτου, από έναν αξιωματικό, ο οποίος αναφέρει: ένας αστυνομικός, νεκρός. Ένας κακοποιός, εκτός. Συνέλαβαν έναν τους, που τον φέρνουν, συνάδελφοι του, αστυνομικοί, στο τμήμα. Προς το παρόν, παίρνουν καταθέσεις από περαστικούς.
Οι δυο κουκουλοφόροι, έγιναν άφαντοι στα γύρω στενά.
Ευτυχώς κανείς πολίτης, δεν έπαθε το παραμικρό. Μόνο κάτι ζημιές σε τζαμαρίες καταστημάτων, κατά τις ανταλλαγές των πυρών.




Κινούμαστε ακόμη, με το αυτοκίνητο.
Ο Φάνης μου πετά ένα σάντουιτς, σε νάιλον. Το τρώω με μανία. Μου χαμογελά ειρωνικά, τώρα, από το μεσαίο καθρεφτάκι, οδηγώντας.
Ακόμα μια άθλια ημέρα, στη ζωή μου.
- Τελικά, κάποιος, μας παρακολουθούσε, τον τελευταίο καιρό. Γι’ αυτό και η ενέδρα των μπάτσων, ακούγεται ο μάγκας.
- Μα πως είναι δυνατόν; Ρωτά ο οδηγός.
- Δεν ξέρω.
- Τι σκατά ελέγχει ο κύριος Ιάσονας, τους μπάτσους, ήθελα να ‘ξερα.
- Δεν ξέρω, Φάνη, σου είπα. Κοίτα μπροστά σου!
Πεινώ κι άλλο.
- Τι θα γίνει με το παρατημένο αυτοκίνητο; Ρωτά ο Φάνης.
- Θα προσπαθήσουν, δικοί μου, να το πάρουν. Άλλη μέρα. Είναι τόσο μαλάκες οι μπάτσοι –καγχάζει.
- Εμένα δε μου φάνηκε κάτι τέτοιο, κατά την ενέδρα, απ’ όσα μου είπες.
- Έπρεπε, Φάνη, να δεις τα μούτρα τους, όταν έφαγα έναν! Σάστισαν! –γελά. Αμέσως γυρίζει προς εμένα. Μιλά:
Οδηγάρα ο δικός σου, έ; Χαμογελά διάπλατα.
Ο παρών οδηγός, δεν είχε ποτέ του, πιάσει όπλο. Ειλικρινά, η είδηση ενός νεκρού αστυνομικού, την παρούσα στιγμή, τον σόκαρε.

- Τι έγινε με την Αλεξάνδρα; Την φυλάς καλά;
Ο οδηγός δεν απαντάει στον μάγκα. Είναι σοκαρισμένος.


Στο πατρικό μου, ο πατέρας θα πει, μόνο, στη σύζυγο του, ώστε να μην την ανησυχήσει, πως ο διοικητής, του είπε, πως η αναζήτηση μου, βαίνει καλώς.

Εν τω μεταξύ, στην Νέα Μάκρη

η Αλεξάνδρα ξυπνά,

με μια πρωτόγνωρη για κείνη, ανάγκη, -μετά από χρόνια- κάποιος να τη φροντίσει. Πλησιάζει το μεσημέρι, -ακόμη δευτέρα.
Αναδεύεται από αηδία για το παρόν της. Σα να μην περνάνε οι ώρες. Κάνει να αλλάξει πλευρό, αισθάνεται όμως όλο το κορμί της, ιδρωμένο. Τι έκανε λέει; Ρωτά τον εαυτό της. Δεν μπορώ; Ανατριχιάζει ολόκληρη. Κρυώνει; Καλοκαιριάτικα; Ώχ, το κεφάλι μου. Το νιώθει μπουκωμένο. Αντιλαμβάνεται έναν ισχυρό πονοκέφαλο. Θα ‘ναι από τον συνεχή ύπνο, δικαιολογεί τον εαυτό της. Κάνει να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο, τότε μόνο, όμως, συμπεραίνει, γιατί δεν της πάει τίποτα καλά, τώρα. Γιατί παραπονιέται μέσα της, που δεν βρίσκεται κανείς που να νοιάζεται, πλάι, ώστε να τη φροντίσει.
Καίει. Το μέτωπο της.
Έχω πυρετό;
Με δυσκολία ανοίγει το συρτάρι, από ένα διπλανό κομοδίνο.
Ανασαίνει με δυσκολία –από το άγχος.
Περιμένει δυο λεπτά. Ούτε που περνάνε. Για να δω:
Το θερμόμετρο δείχνει, 39,4. ζαλίζεται. Δεν είναι κανείς, εδώ.
Κανείς.
Ταχυπαλμία. Φόβος έντονος. Ρίχνει τα μούτρα της. Πιάνει το ακουστικό του τηλεφώνου. Καλεί το κινητό του Ιάσονα. Δεν έχει όρεξη να ακούσει τη φωνή κάποιου μεσάζοντα.
- Παρακαλώ; Ακούγεται η βαθιά του φωνή, λίγο επίσημη.
Εκείνος λαμβάνει μια αναπνοή που βαριανασαίνει με άγχος. Παρατηρεί την αναγνώριση κλήσης.
- Καλή μου, εσύ είσαι; Την κοροϊδεύει λιγάκι.
- Δεν είμαι καλά, του απαντά με βραχνιασμένη φωνή.
- Τι έγινε, Αλεξάνδρα; Βαρέθηκες κιόλας, μέσα σου; Διάπλατο το χαμόγελο του.
- Σε χρειάζομαι.
- Τι είπες καλή μου;
- Σε χρειάζομαι γαμώτο, φωνάζει όσο της είναι δυνατό, κουλουριασμένη στο πλάι, προσπαθώντας να διατηρήσει σταθερό το ακουστικό στο αυτί.
- Γιατί;
- Τώρα.
- Τι τώρα;
- Δεν είμαι καλά.
- Γιατί; -παίζει μαζί της.
- Αρρώστησα –ξεφυσά με πλήρη απογοήτευση.
- Καλοκαιριάτικα; Σοβαρολογείς;
- Έχω πυρετό. Έλα να με πάρεις.
- Καλά, εντάξει. Ποιον να στείλω –εξακολουθεί να της φέρεται υποτιμητικά.
- Εσύ να έρθεις! Του φωνάζει.
- Εντάξει, εντάξει. Μη γίνεσαι γκρινιάρα. Μόλις τακτοποιήσω κάποια επείγοντα.
- Τώρα να έρθεις! Τώρα είπα!! Εξαντλείται από το έντονο ξέσπασμα της.
- Καλή μου –χαμογελά πονηρά, αυτός.
Την ακούει να βήχει. Έντονα.
- Έρχομαι –σηκώνεται από τη δερμάτινη καρέκλα, του γραφείου του.





Μου φαίνεται ότι πρέπει να λιποθύμησα από τη κουφόβραση μέσα στο αυτοκίνητο. Το ένα σάντουιτς, δεν κατάφερε να μου προσφέρει τις θερμίδες που χρειαζόταν ο οργανισμός μου. Θα πρέπει να είχα αφυδατωθεί σε σημείο επικίνδυνο.
Ξυπνώ σε ένα φωτεινό δωμάτιο. Σε ντιβάνι.
Προσπαθώ να προσανατολιστώ.
Που βρίσκομαι;
Τα ρουθούνια μου οσφραίνονται έντονα, εξοχή. Τα τζιτζίκια βουβάθηκαν.
Κάνω ν’ ανασηκωθώ. Μια φιγούρα με πλησιάζει.
- Πάμε να φας. Σήκω, καημένε.
Είναι ο Φάνης.
- Πάρε τα πόδια σου, καημένε.
Ώχ. Αισθάνομαι τις κλειδώσεις μου, ταλαιπρωρημένες.
Στη κουζίνα, τοποθετείται εμπρός μου, ένα πλούσιο γεύμα. Σαν χαμένος είμαι.
Ο Φάνης, μια κοιτά έξω, μια, στιγμιαία, εμένα.
Παρατηρώ πολλά δέντρα σε λίγα μέτρα από το σπίτι. Σε ισόγειο είμαστε; Και σε ποια περιοχή;
- Που βρισκόμαστε; Ρωτώ με μπουκωμένο στόμα.
- Μη σε νοιάζει αυτό. Τρώγε. Θα σου χρειαστούν δυνάμεις.
Δείχνει ανήσυχος, ο Φάνης. Γιατί;






Στο αστυνομικό τμήμα, όπου είχε πάει ο πατέρας μου για να δώσει ορισμένα απαραίτητα στοιχεία, για μένα, επίσης για τη συμπλοκή στο πάρκινγκ, έξω από το πολυκατάστημα που εργαζόμουν πριν 3 χρόνια:
Ο διοικητής κατεβαίνει στα κρατητήρια.
Πλησιάζει η ώρα να σχολάσει.
Είναι ήρεμος. Σα να μη δίνει δεκάρα.
Μόνο οι συνάδελφοι του βρίσκονται σε αναβρασμό, λόγω ότι έχασαν έναν συνάδελφο τους, των ειδικών δυνάμεων, σε εκείνη την ανταλλαγή πυρών.
Κοιτά το ρολόι.

Να που πλησιάζει τον κρατούμενο κακοποιό, που συμμετείχε σε όλο το σκηνικό. Δείχνει σε εγρήγορση. Γιατί; Γύρω του βρίσκονται τρεις χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί, και ένας με πολλά σιρίτια. Προστίθεται ο διοικητής.
- Του λόγου του, δείχνει στον διοικητή του τμήματος, τον κακοποιό, ο με τα πολλά σιρίτια.
Σοβαρός ο ανώτερος προιστάμενος, του παρόντος χώρου, μιλά:
- Ώστε σ’ αρέσει να σκοτώνεις αστυνομικούς, έ;
Ένας χαμηλόβαθμος κάνει να αστράψει μια ανάστροφη, στο κεφάλι του συλληφθέντος.
- Ήρεμα! Ακούγεται ξαφνικά, ο διοικητής. Ο Πολύδωρας, είπε να τους φερόμαστε ανθρώπινα.
- Ναι ο –μπιπ. Τι ξέρει αυτός; Ακούγεται ο μόλις χαμηλότερος στην εξουσία, εδώ μέσα. Μετά τις εκλογές θα έρθει άλλος. Εμείς εδώ θα μείνουμε, με κάθε καρυδιάς καρύδι. Κάνει να βγάλει ένα κινητό, στρέφοντας το στον κακοποιό.
- Τι πάς να κάνεις εκεί; τον μέμφεται ο διοικητής.
- Να ‘χουμε κάτι να γελάμε, λαβαίνει την απάντηση.
- Αργότερα, θα δούμε, του αποκρίνεται, η μορφή εδώ μέσα. Λέγε ρε! Στρέφεται στον συλληφθέντα. Τι έγινε εκεί πέρα; (στο πάρκινγκ).
Καμία απάντηση.
Ο διοικητής κάνει νόημα σε έναν χαμηλόβαθμο, ο οποίος πλησιάζει τον άνθρωπο που τώρα δείχνει σημάδια ανησυχίας, για το τι μπορεί να του συμβεί. Τον πονάνε οι χειροπέδες, στους καρπούς, με τα χέρια, πίσω στην πλάτη.
- Ποιος σ’ έβαλε, ρε; Του απευθύνεται ο δεύτερος κατώτερος στην ιεραρχία.
- Θέλω τον δικηγόρο μου.
- Έ, τώρα του αξίζει, φωνάζει ο προηγούμενος ομιλών, κλωτσώντας τον στα πόδια. Αυτό για να σκοτώνεις συναδέλφους μου. Ο κρατούμενος βγάζει μια κραυγή.

- Συμμαζέψου, κακομοίρη, ακούγεται ο διοικητής. Για πες μας, τώρα που συνεργάστηκες –τον κοροϊδεύει. Σ’ αρέσει η περιπέτεια, έ; Εμείς να δεις –οι γύρω άντρες χαμογελούν.
- Θα μιλήσεις ρε; Φωνάζει ο με τα πολλά σιρίτια.
Ο διοικητής φορά πολιτικά. Κοστούμι. Βιάζεται να σχολάσει.
Ο κακοποιός δέχεται μια γροθιά στην ωμοπλάτη.
- Λοιπόν; Ακούγεται ανυπόμονος, ο άρχοντας του τμήματος.
- Τι θέλετε να σας πω; μιλά ζαλισμένος ο συλληφθέντας.
- Τι θέλουμε να μας πει, ακούγεται αγριεμένος ο δεύτερος στην ιεραρχία.
- Θες ξύλο ρε; Προσθέτει, ουρλιάζοντας με νεύρα. Η ζέστη είναι αφόρητη.
- Ίσως του χρειάζεται μια ένεση, μιλά ο άρχων.
- Ή υπόθετο στον πρωκτό, συμφωνεί χαμογελώντας, ο “δεύτερος”.
Οι χαμηλόβαθμοι αστυνομικοί βρίσκονται σε εγρήγορση.
- Τι τον κάνατε τον διευθυντή, ρε; Συνεχίζει ο ίδιος.
- Που να ξέρω εγώ; Προσπαθεί να πάρει ανάσα ο κρατούμενος, κάτω στο πάτωμα.
Τώρα βιντεοσκοπεί το συμβάν, με ένα κινητό, ένας από τους χαμηλόβαθμους, γύρω, άντρες.
Ο δεύτερος αρπάζει ένα κλομπ, από ένα ράφι.
- Ίσως δεν κατάλαβε καλά, το προτείνει προς το μέρος του κρατούμενου.
- Δεν καταλαβαίνει από λόγια! –του ξεφεύγει… του ίδιου, μια γροθιά στο κεφάλι του ατόμου προς ανάκριση, προσπαθώντας εκείνος, να ανασηκωθεί (πάρτον κάτω).
- Ήρεμα είπαμε! Χρειαζόμαστε την κατάθεση του. Θα μιλήσεις, ρε; Δεν πρόκειται να βγεις από δω, με σώας τα φρένας.
- Έχω δικαιώματα, μιλά ο κρατούμενος.
- Αρχίδια έχεις! Φωνάζει ο “δεύτερος”.
Οι γύρω άντρες ξεσπούν σε γέλια. Ο διοικητής κατευνάζει το “σχόλιο” τους, με κινήσεις του ενός χεριού.

- Δεν θα σε περιμένουμε για πολύ ακόμα, μιλά τώρα, ο τοπικός υπηρέτης-άρχων, του υπουργού δημοσίας τάξεως, Πολύδωρα (το βλέπεις πως θέλει να σχολάσει. Να πιάσει τη γνωστή του δροσερή θέση, στο σαλόνι του σπιτιού του).
Ο κρατούμενος αποφεύγει τα υπόλοιπα βλέμματα.
- Στο δωμάτιο, μιλά πάλι. Το απόγευμα συνεχίστε.
- Εντάξει, αποκρίνεται ο με τα πολλά σιρίτια. Ο “δεύτερος”.
Απομακρύνεται ο διοικητής. Φεύγει από το τμήμα.
Ο κακοποιός μετακινείται σε ένα άδειο δωμάτιο, χωρίς παράθυρα, με μια λάμπα, και μια χαραμάδα στον τοίχο, απ’ όπου αρχίζει να εισέρχεται θερμός αέρας.
Κλείνει η πόρτα πίσω του.
Ακούγεται ο τωρινός τώρα, υπεύθυνος του τμήματος, ο “δεύτερος”:
Για να δούμε πόσο θα αντέξει, Αυγουστιάτικα! Έχετε το νου σας, από τι κάμερες. Πάω να πάρω τσιγάρα. Θα γυρίσω λείαν συντόμως (πάει να πιει φραπέ).






Ο μάγκας εισέρχεται στην κουζίνα, χωρίς να με κοιτάξει.
Να σου πω, κάνει νόημα στον Φάνη. Μετακινούνται στο διπλανό δωμάτιο, του σαλονιού. Βγαίνουν χωρίς να μου δώσουν σημασία.
Ξαφνικά μου λείπει η Αλεξάνδρα. Δυνατά.

Στο σαλόνι:
- Τι έγινε; Έχουμε κανένα νέο;
- Τι νέο περιμένεις, Φάνη;
- Είπαν τίποτα στις ειδήσεις; Πόσο θα μείνουμε εδώ;

- Σου λείπει η Νέα Μάκρη, έ; Μην ανησυχείς. Φαίνεται κρατούν κρυφό, το συμβάν, -χαμογελά ο μάγκας. Άκου τώρα: ο κύριος Ιάσονας πήγε να πάρει την Αλεξάνδρα, με κατεύθυνση το δικό του σπίτι. Αρρώστησε, λέει. Κατ’ εμέ, κουραφέξαλα. Τα χρειάστηκε η γκόμενα –χαμογελά ξανά.
- Πότε περνάμε στη δεύτερη φάση; Τον ρωτά ο συνομιλητής του.
- Τη νύχτα.
- Ok, αποκρίνεται ο Φάνης.



Έχω βρει ένα χαρτί, στην κουζίνα. Έναν παραπεταμένο στυλό.
Θέλω να γράψω κάτι για την Αλεξάνδρα. Πρόχειρες σκέψεις.


Λουλουδίτσα μου

Μας εγκατέλειψε η ζωή.
Η απουσία σου,
δεν εκτονώνεται,
Πως;
εξάλλου.

Έτσι όπως μπερδεύτηκαν, Αλεξάνδρα,
οι ρόλοι μας στη ζωή,

ο χρόνος ο κακώς, αξιοποιημένος.
Η θολούρα της στιγμής.
Θολούρα στο νου,
Συνεχής ταραχή.

Που βρίσκεσαι; Πως περνάς;
Γιατί μ’ εγκατέλειψες;

Οι πιο ισχυροί, ναι,
τελικά,
Χτυπάνε την καμπάνα:
Ζήσε τώρα,
ΌΧΙ τώρα,

ίσως αργότερα.

Αργότερα

Ξεφυσώ.
- Τι γράφεις εκεί, ρε; Διακόπτει την αφοσίωση της σκέψης μου στην νέα γυναίκα, ο Φάνης, με την αγριοφωνάρα του.
- Ποίημα; Ακούγεται ξανά.
- Αδελφή είσαι; Γελάει.
Δεν του απαντώ. Κοιτώ έξω. Πρέπει να βρισκόμαστε σε κάποια πεδιάδα. Κάπου μακριά, παρατηρώ έναν λόφο με ελιές. Που βρισκόμαστε άραγε.





Στο σπίτι,
στην Νέα Μάκρη:

ο Ιάσονας εισέρχεται στο δωμάτιο της νέας γυναίκας.
Εκείνη κάνει προσπάθεια ν’ ανοίξει τα μάτια. Δεν αισθάνεται καλά. Ο πονοκέφαλος είναι ισχυρός. Ο πυρετός σταθεροποιημένος, λίγο μετά τους 39 βαθμούς. Τρέμει κάτω από το σεντόνι.
- Είδες καλή μου, που εγώ σε φροντίζω καλύτερα;
- Εσύ που θα με βγάλεις από τη μέση, μετά το καλοκαίρι, επιστρατεύει όλη της τη δύναμη, σα να ‘ναι φωνή, ολόκληρο το είναι της.
- Παρεξήγησες. Εγώ πάντα σ’ αγαπώ.
Αυτή βαριανασαίνει.
Την πλησιάζει. Της δείχνει τρυφερότητα.
- Αφού έχεις τη δύναμη, του απευθύνεται.
- Έλα έλα, μη ζαλίζεις το όμορφο κεφαλάκι σου. Πάμε να ρίξεις λίγο νερό, στο πρόσωπο σου. Να ετοιμαστείς να επιστρέψουμε.
Εκείνη ξεκινά να κλαίει τώρα.
Του βγαίνει ένα διαστροφικό, πατρικό, συναίσθημα. Αντίθετα από τον χώρο κακίας, που εκείνος διοικεί. Την βοηθά να δροσίσει το μέτωπο της. Στο υπνοδωμάτιο, εκείνη συγκαταβαίνει, αφήνοντας τον να τη γδύσει, προκειμένου να φορέσει στεγνά –χωρίς ιδρώτα- ελαφριά για την εποχή, ρούχα. Το βλέμμα του είναι αχόρταγο στη σάρκα της. Εκείνη δε δίνει σημασία. Έχει τον πυρετό να την τυραννά. Δεν αντέχει πολλούς συλλογισμούς. Αν βρισκόταν η μάνα της, εδώ, με ποιο τρόπο θα νοιαζόταν για κείνη; Με γκρίνια, προφανώς. Αφήνεται στα χέρια του πενηντάρη Ιάσονα. Θέλει την ησυχία της. Έστω αυτό το είδος βίου. Κάποιος να τη προστατεύει. Της είναι αναγκαίο να μην φοβάται.

24


- Θέλω να κοιμηθώ.
- Φάε κάτι, Αλεξάνδρα.
- Δεν αισθάνομαι καλά, δεν καταλαβαίνεις;! Ανεβάζει τον τόνο της φωνής της, όσο της επιτρέπει η υγεία της. Αυτόματα, κουκουλώνεται με το σεντόνι.
- Δεν πιστεύω ν’ αρχίσεις να κλαις πάλι, την ψιλοειρωνεύεται. Σου είναι πολύ εύκολο, τελευταία.
Η νέα γυναίκα πραγματοποιεί έναν γρήγορο συλλογισμό, θυμούμενη την ύπαρξη καμερών στο σπίτι που νοίκιαζε στην Νέα Μάκρη.
- Άσε τα παιδικά, και φάε κάτι, να πάρεις παυσίπονο. Δεν σκέφτεσαι τις ετοιμασίες της Στέλλας; (μία από τις υπηρέτριες). Να πάει χαμένο το φαί.
- Πρόσεχε μη βγεις από τον προϋπολογισμό σου, τον μέμφεται, γελώντας, κάτω απ’ το σεντόνι.
Ο Ιάσονας συγκρατεί τα νεύρα του.
Κάνει νόημα στη Στέλλα να αποχωρήσει. Θα την ταΐσω εγώ, εξηγεί στην υπηρέτρια, με νοήματα.
- Θα μου κάνεις τη χάρη, να καθίσεις στον πισινό σου;
- Γιατί; Της ξεφεύγει ένα δυνατό φτάρνισμα.
- Για να πάρεις δυνάμεις.
- Ώ αυτό, είναι κάτι που θα μου χρειαστεί, γελά αυτή. Ώπ, ένα ακόμη δυνατό φτάρνισμα.
Ο Ιάσονας, ανασηκώνει το σεντόνι. Τη βοηθά να ακουμπήσει στο προσκέφαλο. Το ύφος της είναι θλιμμένο. Ετοιμάζεται να την ταΐσει.




Εν τω μεταξύ στην ύπαιθρο:
- Τι γίνεται με τον μαλάκα; Ρωτά ο Φάνης τον μάγκα –απογευματίζει όπου να ‘ναι.
- Τον βγάζουμε κάθε τόσο. Δεν ήρθε η ώρα του να πεθάνει.
- Ο διευθυντής; Ρωτά τώρα ο Φάνης.
- Το απόγευμα, κατά το σχέδιο.


Στο πατρικό μου, ο άρχων της οικογενείας, ως είθισται, πραγματοποιεί διάφορους συλλογισμούς. Μετά εσωτερικής προσευχής για το λαχείο που του έτυχε, να έχει έναν γιο, που δεν τον είχε πια, του χεριού του. Ανησυχώντας για το τι μπορούσα να είχα πάθει. Όλα αυτά, πολύ φυσιολογικά, ως πατρικό ενδιαφέρον, αν και δεν λείπουν τα κακά παραδείγματα, γονέων, που ευνούχισαν τα τέκνα τους, εδώ και δεκαετίες.
Μάλλον κάπως έτσι, ένα άνεργο ενήλικο, παιδί, καταφεύγει στην παρανομία.






Η πρώτη φορά

που συνάντησα την Αλεξάνδρα (κάθομαι, εδώ και ώρα, βλέποντας τηλεόραση στο σαλόνι). Οι καμπύλες της που παρατήρησα, πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά. Επιτρέποντας μου να κοιτώ στα επίμαχα σημεία, δίχως να το γνωρίζουν οι γύρω, στην παραλία. Μια νέα γυναίκα, μια κοπέλα, νεότερη μου χρόνια, σίγουρα, συλλογίστηκα τότε. Καμπύλες, σημεία του σώματος της, που ποτέ μου δεν είχα πιάσει, ως κατάντια όλων των προηγούμενων. Νέα και όμορφη. Προκλητική. Να ένα θηλυκό που ονειρεύονται αρκετοί (αν και ελάχιστες, παρόμοιες σιλουέτες έχουν ως αντίβαρο, ευγένεια, μυαλό). 100% γυναίκα (που θα προτιμήσει ένας άπειρος από έρωτα, άντρας, αφού δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο, πια). Πόσο παρεξηγημένες είναι, ακόμη και οι προκλητικές, αφού φαίνεται πως δεν έχουν άλλο τρόπο για να προσελκύσουν ένα αρσενικό.
Η περίφημη συναισθηματική κάλυψη, μιας γενιάς που αδικείται.
Η υποβόσκουσα προσπάθεια των γονιών, να διατηρούν τα παιδιά τους δυστυχισμένα, επειδή εκείνοι δεν υπήρξαν ποτέ, ότι ήθελαν. Πες η χαμηλή τους αντίληψη να επεκτείνουν τον νου τους, πολιτισμικά. Που ως φυσική απόρροια χτίζει τον άνθρωπο ελεύθερο. Απλά δεν προτίμησαν ποτέ, οι δικοί μας οι γονείς, να απομακρύνουν τις παρωπίδες, σε όσα θέλησαν να συνηθίσουν, σηκώνοντας τα χέρια, ψηλά. Καταντώντας στερημένοι από νεανικές επιθυμίες, φτάνοντας στο σημείο να τις αφαιρούν με “χειρουργικές” μεθόδους, από τα τέκνα. Γενικά ο πολιτισμός έχει τρελαθεί. Είναι γνωστό. Φασαρία και τίποτα άλλο. Ρουφήχτρα οι κακές συμπεριφορές. Δίχτυ που πιάνει ακόμη και τους εκλεκτούς του Παντοδύναμου, ενόσω των τελευταίων οι φυσιολογικές στερήσεις, καταντούν υπερβολή.
Κάπως έτσι, απλά περνάς, στην άλλη πλευρά της ατιμίας.
Του εύκολου χρήματος. Της εκδίκησης, προς τον αμεσότερα διαθέσιμο, για να ξεσπάσεις, σαφώς επειδή κάποιος σου κατέστρεψε τη ζωή.





Απόγευμα. Σ’ ένα δωμάτιο, σε υπόγειο.
Ο διευθυντής, ο τελευταίος μου εργοδότης, το παχύδερμο, είναι όρθιος, με δεμένα χέρια, υψωμένα. Δείχνει εξουθενωμένος. Ξυπνητός είναι. Με τόσο σωματικό βάρος, και βίο καλοπερασάκια, απορώ πως αντέχει ακόμα, τόσες ώρες, σε αυτή τη στάση.
Παρών βρίσκεται επίσης, ο Φάνης με τον μάγκα.
Ο Φάνης πλησιάζει τον τελευταίο μου εργοδότη –έως πριν από τρία χρόνια- ρίχνοντας του μια γροθιά στην κοιλιά. Το δεμένο άτομο βγάζει μια κραυγή.
- Για να μάθεις να αδικείς τους ανθρώπους, του λέει.
- Άστον στον Απόστολο, χαμογελά ο μάγκας. Εμπρός –μου κάνει ένα νεύμα- να η ευκαιρία σου.
Από τη μια λυπάμαι, μέσα μου όμως γεμίζω θυμό, θυμούμενος την εκμετάλλευση που είχα υποστεί στον συγκεκριμένο χώρο εργασίας.
Ευχαρίστως θα τον χτυπούσα τώρα, αν γνώριζα τι θα του συνέβαινε αργότερα. Ίσως είναι η συνείδηση μου που με διακόπτει από το να ξεσπάσω.
- Τι θα του συμβεί; Παίρνω το θάρρος να ρωτήσω.
- Έχει δει αρκετά. Εσύ τι νομίζεις; Χαμογελά ειρωνικά, ο μάγκας. Άντε δειλέ, τι περιμένεις; Ή μήπως τελικά είσαι αδελφή; με ποιηματάκια. Ο Φάνης γελά έντονα.

Πλησιάζω το παχύδερμο.
Προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια. Η ζέστη εδώ μέσα είναι ισχυρή.
Μιλώ:
- Είδες τελικά που υπάρχει θεία δίκη, που μου κατέστρεψες, καθίκι! τη ζωή. Θα ‘χα γίνει από τότε, οχτάωρος. Θα μάθαινα τι είναι η ζωή. Κάπως, με κάποιο τρόπο. Θα ‘βρισκα μια καλή κοπέλα, παλιοπούστη διευθυντή. Θα ‘μενα τίμιος. Θα εκπλήρωνα τα όνειρα μου. Θα σεβόμουν τον εαυτό μου.
(τοκ τοκ, χτυπά τη πόρτα, η συνείδηση).
- Το θυμάσαι το σημείωμα, καθικάκι; Αν θα σ’ άρεσε να πάθουν τα παιδιά σου, κάτι τέτοιο. Να μείνουν χωρίς ζωή. Σε πείραξε, γαμώ το μουνί που σε πέταγε, η ειλικρίνεια μου. Γαμώ το σόι σου, χοντρομαλάκα! Σου αξίζει να πάθεις ότι πάθεις!! Κοίτα να δεις πως τα φέρνει η ζωή –χαμογελώ- να χάσεις όλες σου τις ανέσεις.
- Σε παρακαλώ, μιλά εκείνος.
- Σκάσε μαλάκα Αρβανίτη. Μη την πληρώσεις εσύ. άμεσα!
Ο μάγκας χαμογελά έντονα στον Φάνη, ο οποίος παρακολουθεί, αναμένοντας, τι;
Δικό μου δημιούργημα, καυχιέται ο μάγκας, για μένα, με νοήματα.
- Πεινάς χοντρούλη; Φωνάζει ο μάγκας.
- Μάλλον του χρειάζεται ένα καλό ντους με τη μάνικα, προσθέτει. Έ, Απόστολε; -προσθέτει.
Αυτόματα νευριάζω τόσο πολύ, που μου ‘ρχεται να δώσω μια κουτουλιά, να ξυπνήσω το παχύδερμο που μ’ εκμεταλλευόταν.
- Μη κρατάς το θυμό, μέσα σου, μιλά πίσω απ’ την πλάτη μου, ο μάγκας. Είναι μια απλή διαδικασία. Άντε. Είσαι άντρας εσύ;
Αυτόματα, όλη η δύναμη μου συγκεντρώνεται στη δεξιά μου γροθιά, που βρίσκει με ένταση, στην παχιά κοιλιά, του Αρβανίτη. Ξανά άλλη μία, μα στο πλευρό. Το παχύδερμο βγάζει απανωτές κραυγές.
Οι δύο άντρες πίσω μου, παρακολουθούν.

Νομίζω ότι στο κεφάλι μου ακούγεται σκληρό ρόκ. Προσπαθώ να προγραμματίσω τι θα κάνω στη συνέχεια.





Στο αστυνομικό τμήμα, μεταφέρουν τον κρατούμενο, από το θερμαινόμενο δωμάτιο, προτού πάθει θερμοπληξία.
Ώρα για περαιτέρω ανάκριση.
Ο τοπικός διοικητής, κοιμάται σπίτι του. Ο τηλεφωνητής γεμίζει με μηνύματα ανωτέρων του. Νευρικά. Με ένταση. Με επίπληξη. Λες και ..έφταιγε.. ο ίδιος.

- Για να δούμε τώρα, μιλά ο “δεύτερος”, πως θα λύσουμε την παρεξήγηση.
Γύρω του βρίσκονται 2 χαμηλόβαθμοι άντρες και μια γυναίκα αστυνομικός. Ο κρατούμενος κάθεται τώρα στην μοναδική καρέκλα, σ’ ένα νέο δωμάτιο ανακρίσεων.
- Αισθάνεσαι δυνατός, τώρα, μαλάκα; Ρωτά ο άρχων της ανάκρισης, ο “δεύτερος”.
- Νερό, ψελλίζει το συλληφθέν, άτομο.
- Παπάρια θα φας. Μίλα ρε! Ποιος σ’ έβαλε. Ποιος ρε; Δεν έχουμε όλη την ώρα.
- Νερό.
- Πιστεύεις ότι έχεις δικαιώματα, ρε φονιά αστυνομικών; Κανείς δε θα σε ψάξει! Θα βρεθείς πεταμένος σε κανένα λάκκο. Όχι βέβαια προτού κελαϊδίσεις.
Ο κρατούμενος δεν μιλά τώρα.
- Να του κάνω την ένεση; Ρωτά η γυναίκα αξιωματικός.
- Εγώ θα ‘λεγα να του ρίξουμε λίγη φαγουρόσκονη, όπως είναι δεμένος, μιλά ο “δεύτερος”. Και λίγο πιπέρι στο στόμα.
Ο κακοποιός γουρλώνει με τρόμο, τα μάτια.
- Νομίζω πως είναι έτοιμος, κύριε, ακούγεται η γυναίκα.
- Θα σου βγάλω τα μάτια, ρε!! Νευριάζει απότομα, ο άρχων της διαδικασίας! Πλησιάζει απειλητικά, το ..θύμα.
- Θα πεθάνεις εδώ μέσα, ρε!! Υψώνει περισσότερο τη φωνή. Φονιά αστυνομικών!
- Δεν πυροβόλησα εγώ. Δεν ήμουν εγώ. Όχι, όχι εγώ.
- Ποιος τότε, ρε; Μίλα!
- Όχι εγώ, όχι εγώ! –βαθμιαία ένταση τρόμου, στη φωνή.
- Ποιος τότε; Μίλα ρε. Θες να ζήσεις; -ουρλιαχτό.
Ο κρατούμενος αισθάνεται μια απειλητική γροθιά να κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του.
- Μίλα ρε!!! "σπάνε τα τύμπανα” όλων εδώ μέσα.







- Βγάλε τον θυμό σου!

Απόστολε -με προτρέπει ο μάγκας να βγάλω το άχτι μου πάνω στο σώμα του διευθυντή.
Ο Φάνης κάνει να φύγει.
- Που πας; Τον ρωτά ο μάγκας.
- Στην Αλεξάνδρα. Στου κυρίου Ιάσονα. Να δω αν είναι καλά.
- Ένας ακόμη ερωτοχτυπημένος! Άντε άντε, εξαφανίσου.
- Εγώ έχω το φιλαράκι μου, εδώ –με πλησιάζει, πιάνοντας με από τον ώμο. Θα περάσουμε τέλεια, απόψε. Έχεις να μάθεις πολλά. Απόστολε, θα το γλεντήσουμε. Γίιιιιιχα!
Αυτόματα μένω κοκαλωμένος στη θέση μου. Επειδή η αύρα μιας άθλιας ημέρας, μόνο ήρεμη μπορεί να είναι.
Κοιτώ χωρίς να κοιτώ.
- Καλά καλά, μη νοιάζεσαι, μιλά ο μάγκας. Θα ξαναγυρίσουμε! Πάμε τώρα σε άλλο δωμάτιο.
Με απομακρύνει από τούτο το χώρο, ψυχικής, τώρα τι, δεν το προσδιορίζω. Το μυαλό μου δεν δουλεύει αρκετά. Όχι μετά από τόση ένταση.

Βγαίνουμε σ’ ένα διάδρομο. Ο μάγκας κάνει νόημα σε κάποιον άντρα. Μια πόρτα ανοίγει. Δυο άλλοι άντρες, εμφανίζονται. Σε δευτερόλεπτα βγάζουν έναν ένστολο, ο οποίος πραγματοποιεί ακανόνιστες κινήσεις. Εξωτερικεύει πανικό. (Είναι ο αστυνομικός που τον είχαν απαγάγει, καθώς είχε αναφερθεί στις ειδήσεις,, προηγούμενη, άλλη, ημέρα. Εδώ πληρώνονται όλα, γαμημένοι αστυνομικοί.
- Ο λαιμός μου! Τα μάτια μου! φωνάζει ο αστυνομικός. Νερό, νερό! Νερό! Βήχει δυνατά. Μόλις τον έχουν βγάλει από ένα κενό δωμάτιο, που κάθε τόσο, σφουγγαριζόταν με ελάχιστο νερό και αρκετή χλωρίνη.
- Έλα, μου χαμογελά ο μάγκας. Η διασκέδαση συνεχίζεται.
Μεταφερόμαστε όλοι μαζί σε άλλο δωμάτιο, όπου δύο άντρες, κρατούν όρθιο τον αστυνομικό. Άλλοι δυο, στέκονται στην πόρτα. Σύνολο όλων μας, επτά.
- Θυμήσου τώρα, Απόστολε, όσα έχεις πάθει, και κάνε αυτό που πρέπει. Μου βάζει ένα πιστόλι στο χέρι.
- Έτοιμο είναι, χαμογελά.
- Εμπρός, Απόστολε, με πλησιάζει στον ένστολο, που βήχει, ξερνώντας τώρα, τ’ άντερα του.
- Εμπρός! Ελευθέρωσε τον εαυτό σου.
Ο μάγκας βγαίνει από το δωμάτιο. Μεταβαίνει σ’ εκείνο που κρατείται ο διευθυντής. Πετά κάτω, πρόχειρα, την ταυτότητα μου. Πλησιάζει, χωρίς να διακόπτει τον ταχύ του βηματισμό, βγάζοντας ένα όπλο από μια πίσω τσέπη, του παντελονιού, πυροβολώντας τον δεμένο άντρα, στο κεφάλι.
Η αντήχηση συγκλονίζει όλους τους χώρους του υπόγειο.
(Αρβανίτη, μόλις τώρα πλήρωσες το τίμημα).
Κάτι όμως με διακόπτει, από το να χτυπήσω τον αστυνομικό. Η παράνοια δε με παρασύρει. Δεν ξέρω γιατί.
Ο μάγκας έρχεται τρέχοντας, σπρώχνοντας με από την πλάτη, με δύναμη, πάνω στον αστυνομικό, πέφτοντας κάτω. Ο ένστολος εξακολουθεί να προσπαθεί να πάρει μια ανάσα. Ο λαιμός του, τα μάτια, καίγονται από τη μυρουδιά της χλωρίνης. Εδώ μέσα περιέργως, έχει κλιματισμό.
Ο μάγκας με βοηθά να σηκωθώ.
- Ξέρεις, μιλά έντονα, αρχίζω ν’ ανησυχώ για σένα –μου απευθύνεται. Όπως θέλεις. Θα το πάμε αργά. Σα να προσπαθεί να συγκρατηθεί.
Εκείνοι που κρατούσαν όρθιο, τον απαχθέντα αστυνομικό, αναλαμβάνουν ξανά, να τον κρατήσουν σταθερό, σ’ ένα σημείο. Όρθιο.
Ο μάγκας επιτίθεται, δίνοντας του μια δυνατή γροθιά, στο στομάχι. Ο ένστολος βγάζει μια κραυγή, σα να είναι μια ανάσα όλος ο αέρας, στο δωμάτιο.
- Ξεχνάς εύκολα, Απόστολε –στρέφει σ’ εμένα. Δες πόσο εύκολο είναι. Ώπ, μια καλαμιά στο πόδι του πεσμένου.
- Πως θα γίνεις σαν κι εμάς, αν δεν αντιδράς; Επανατοποθετεί το όπλο στη παλάμη μου, και κατευθείαν στο στήθος του πεσμένου αστυνομικού, ο οποίος γουρλώνει τα μάτια.
- Ελευθέρωσε τον εαυτό σου, γυναικούλα! Άντε. Άντε ντέ!
Θυμώνω.
- Ελευθέρωσε τον εαυτό σου –είναι το μόνο που ακούω.
Ούτε που γνωρίζω που βρίσκομαι πια. Με τι σώμα. Σκέψη. Δύναμη νόησης. Χτυπώ. Μόνο χτυπώ. Κλωτσώντας. Πατώντας. Πηγαινοφέρνοντας το σώμα του ένστολου, με μια μανία, ξεσπώντας για την άθλια μου ζωή. Ουρλιάζοντας όλος ο κόσμος, θαρρείς, μαζί μου. Παίρνοντας εκδίκηση για την προκλητικότητα της ΕΛ.ΑΣ.
Με μια κραυγή, ακουμπώ στον τοίχο, λαχανιασμένος. Σα να ‘ναι τώρα, το όπλο, προέκταση του χεριού.
- Έλα έλα, ησύχασε, χαμογελά ο μάγκας. Θα ξαναγυρίσουμε. Δροσίζει –ακούγεται ευχαριστημένος. Πάμε να φας κάτι.
- Σε 40 λεπτά περίπου, απευθύνεται στους υπόλοιπους άντρες, οι οποίοι, το μόνο που γνωρίζουν προσωρινά, είναι πως πρέπει να τοποθετήσουν ξανά, τον αστυνομικό, στο δωμάτιο με την χλωρίνη. Δεν είναι η ώρα του να πεθάνει ακόμη. Του ρίχνουν ένα κουβά νερό στο κεφάλι.

25


Στην έπαυλη του Ιάσονα:
Βραδιάζει μια ακόμα, άθλια, ημέρα.
(όσο κι αν προσπαθήσεις τελικά, ο σταυρός ορισμένων ανθρώπων, είναι τόσο βαρύς, που τον αφήνεις σε μια γωνιά, ν’ ακουμπά σε τοίχο, στο σπίτι σου).
Ο πενηντάρης Ιάσονας κάνει παρέα στην νέα γυναίκα, την Αλεξάνδρα, της οποίας ο πυρετός υποχώρησε στους 38,4 βαθμούς, με το συνάχι όμως να την ταλαιπωρεί.
- Γιατί δεν ανάβεις κλιματιστικό; Γκρινιάζει αυτή.
- Θέλεις να πάθεις πνευμονία, στην κατάσταση σου;
- Ένα κρυωματάκι έχω.
- Εσύ πιο πριν έκανες, λες και πέθαινες –της χαμογελά.
- Πάντα υπερβολικός, διώχνει το βλέμμα της από πάνω του.
- Αισθάνεσαι καλύτερα;
- Καταντάς κουραστικός. Το ξέρεις; Γιατί δεν μ’ αφήνεις στην ησυχία μου.
- Γιατί δεν γίνεται να μένεις μόνη σου.
- Με φοβάσαι, ε;
- Τι να φοβηθώ από σένα; Ξινίζει τη μούρη του.
- Δεν ξέρω. Άσε με ήσυχη.
Παίρνει το τηλεκοντρόλ στη παλάμη της. Αλλάζει κανάλι.
- Τουλάχιστον άνοιξε να μπει καθαρός αέρας, τον προτρέπει.
- Έχεις δίκιο –χαμογελά. Πως δε το σκέφτηκα.
Σηκώνεται. Την εξυπηρετεί. Κάθεται κατόπιν, πλάι της, κοντά στη μέση της.
- Κάνε πιο κει, του γκρινιάζει. Αρκετή ζέστη δε κάνει;
Αυτός δε μετακινείται.
- Δε φέρνεις καμιά ταινία να δούμε; Τον ρωτά.
- Δεν είναι κανείς εδώ, πρόχειρος, της αποκρίνεται.
Η Αλεξάνδρα αλλάζει νευρικά, κανάλια. Δε βρίσκει τίποτα που να της αρέσει. Λόγω ζέστης, αισθάνεται τον πονοκέφαλο να δυναμώνει.
- Νερό, προστάζει.
Ο Ιάσονας σηκώνεται. Πλησιάζει ένα ψυγειάκι.
- Μισό μισό, να είναι, του εξηγεί.
- Καλά, απαντά εκείνος, ξερά. Ελάχιστα μετά, τη βοηθά να καταπιεί. Τα χέρια της τρέμουν (νευρικό είναι; ή το κύμα μιας άθλιας ημέρας;). Την παίρνει αγκαλιά, έτσι όπως ακουμπά με την πλάτη του, στο προσκέφαλο. Θέλοντας και μη, η νέα γυναίκα, πατά το κουμπί, μεταβαίνοντας στο πρόγραμμα των δορυφορικών καναλιών. Βαριέται να μεταφράζει μόνη της, τα αγγλικά, μέσα της. Αλλά αφού τα Ελληνικά κανάλια είναι για χέσιμο.
- Ζεσταίνομαι, του παραπονιέται, ακουμπώντας με την πλάτη της, στο στέρνο του. Δεν λαβαίνει απάντηση. Αυτός κοιτά το ελκυστικό δέρμα της. Αισθάνεται το φύλο του να ξυπνάει. Τοποθετεί σιγά σιγά, τη δεξιά του παλάμη, μες το ντεκολτέ της ολόσωμης, καλοκαιρινής, νυχτικιάς της, πιάνοντας της, το αριστερό στήθος.
- Δεν είμαι καλά. Τι θέλεις τώρα; του γκρινιάζει.
- Άσε με να παίξω λίγο, της μιλά, μαλακά.
Ας το υπομείνω, συναινεί η Αλεξάνδρα. Άστον να ξεθυμάνει.
Τώρα όμως, αφήνει τη μια του ασχολία, αλλάζοντας παλάμη. Με την αριστερή, χαϊδεύει κάτω από το σεντόνι, το μηρό της. Κάτι αρχίζει να ψάχνει εκεί πέρα.
- Άφησε με, ακούει το παράπονο της. Δεν είμαι καλά. δεν καταλαβαίνεις; Της ξεφεύγει ένας βήχας.
Ο πενηντάρης άντρας, αρχίζει να γίνεται πιο απαιτητικός, στη συμπεριφορά του. Παραμερίζει το σεντόνι που τη σκεπάζει. Κάθεται τώρα, ξανά κοντά της, απέναντι της, πρόσωπο προς πρόσωπο. Το βλέμμα του σκληραίνει. Οι παλάμες του θωπεύουν επίμαχα σημεία.
- Άφησε με σε παρακαλώ. Δε με σέβεσαι καθόλου; της ανεβαίνει ένας λυγμός. (πόσο πιο άθλια μπορεί να γίνει μια ημέρα;).
Απότομα την οριζοντιώνει. Ακούει τη βαριά, με πόθο, ανάσα του, να φιλά το ιδρωμένο δέρμα της. Στην κοιλιά, το στήθος της. Του ξεφεύγει μια κραυγή. Γίνεται πιο βίαιος. Με ισχυρό το θέλω να ενωθούν τα σώματα τους.
Η νέα γυναίκα δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Όσο αδύναμη κι αν αισθάνεται, προσπαθεί να αντισταθεί στα θέλω ενός αντρικού σώματος, που γρήγορα γυμνώνεται, στο στέρνο, στο επίμαχο σημείο –το φύλο του επιθυμεί τη λύτρωση. Της κατεβάζει τη κυλόττα. Πετά τη νυχτικιά της, κάτω.
- Σε θέλω, μουγκρίζει αυτός.
- Όχι τώρα. Άφησε με. Άφησε με! Δεν είμαι καλά.
- Σε θέλω. Δεν είναι κανείς εδώ. Εσύ να μ’ αφήσεις.
- Δεν είμαι καλά. Δεν είμαι καλά. Άφησε με. Ο προηγούμενος λυγμός, γίνεται δάκρυα (τι άλλο μπορεί να περιμένει κανείς;). Κουνά τη λεκάνη της για να αποφύγει την είσοδο του οργάνου του, μέσα της.
- Άφησε με. Φύγε από πάνω μου.
Αυτός μουγκρίζει. Δεν ελέγχει πια, τον εαυτό του. Αρκετές ημέρες περίμενε. Αισθάνεται και το ξέρει, πως την τιμωρεί για την απιστία της, με τον Απόστολο, μα έτσι λειτουργεί: Ύπουλα. Αλλάζει ο άνθρωπος;
- Κάτσε σ’ ένα μέρος, της γκρινιάζει, με πόθο.
- Φύγε από πάνω μου, δέχεται μια νέα ένταση, στη φωνή της. Φύγε από πάνω μου. Άσε με να γίνω καλά.
Εκείνος επιμένει. Της γραπώνει τα χέρια, με τη μια του γροθιά. Με την άλλη παλάμη, τοποθετημένη στην κοιλιά της, προσπαθεί να τη κρατήσει σ’ ένα σταθερό σημείο. Γίνεται βίαιος για να το πετύχει. Ξαφνικά τη χαστουκίζει.
- Γιατί; Γιατί; Γιατί; Κλαίει η Αλεξάνδρα.
- Σώπασε πια! Ακούγεται το μουγκρητό του. Δεν είναι κανείς εδώ για να σ’ ακούσει. Σε θέλω. Αρκετά περίμενα! Το πρόσωπο του απελευθερώνει, όχι μόνο τον ερωτικό πόθο, κυρίως το στρεβλό θέλω, ποιος κάνει κουμάντο. Κατέχει την εξουσία.
- Θα το τελειώσω αυτό, προστάζει η φωνή του.
- Φύγε. Φύγε. Φύγε. Φύγε! Φύγε. Φύγε!! Όχι τώρα. Άσε με ήσυχη! Ταλαντεύει το σώμα της όσο αντέχει, υπό τη πίεση του δικού του. Επιτέλους όμως, μπαίνει μέσα της, τώρα. Κραυγάζοντας: ναι. Ναι. Έτσι. Έτσι σε θέλω. Της χαστουκίζει, μισοαπαλά, μισοβίαια, τα πλαϊνά της μέσης της.
- Άφησε με. Άφησε με!!! Στριγκλίζει, συλλαβίζοντας. Την αφήνει να τον χτυπά στην πλάτη, εντείνοντας το ξέσπασμα της σάρκας του. Βογκητά με φωνές.
Αμέσως της ρίχνει ένα δυνατό χαστούκι, προκειμένου να πάψει τις στριγκλιές της. Πονά έντονα. Αισθάνεται σα να έφυγαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Επιχειρεί να καλυφθεί, προκειμένου να μη δεχθεί άλλα χτυπήματα στο πρόσωπο, ενόσω ο Ιάσονας ταλαντεύεται όλο και πιο άγρια, γρήγορα, με στόχο την υψηλότερη ικανοποίηση. Ελάχιστα όμως, τον αφήνει. Ρίχνει το βλέμμα της, όπου της επιτρέπει το οπτικό πεδίο. Κάτι αναζητεί. Επιστρατεύει τώρα, σε μια ύστατη προσπάθεια αντίστασης, τελευταίες στάλες, σωματικής δύναμης. Τον χτυπά με το γόνατο, σηκώνοντας το ξαφνικά, στο στέρνο του. Σα σε καρέ, αργής κίνησης, ρίχνει το σώμα της κάτω, μισότρελη, με την καρδιά της να χτυπά έντονα. Σηκώνεται σχεδόν αμέσως. Τρέμοντας ψάχνει τη τσάντα της. Τη βρίσκει. Βγάζει το πιστόλι. Εκείνος την κοιτά, θυμωμένος, πονώντας, χαμογελώντας της, σα να της εξηγεί: αυτό ήταν ένα τίποτα, τώρα θα μάθεις, καλή μου, τι σημαίνει Ιάσονας.
Τον πυροβολεί!
Στην κοιλιά. Ο άντρας εξωτερικεύει μια ισχυρή κραυγή.
Ξανά!!
Η νέα σφαίρα τον βρίσκει στο πόδι.
Αυτός διπλώνει, από τον πόνο. Προσπαθεί να τη βρίσει, να αμυνθεί, ότι είναι ικανός για κάτι τέτοιο.
Η επόμενη σφαίρα τον βρίσκει στο κεφάλι. Στα μαλλιά. Υπό γωνία, περίπου. Τα χείλη της τρέμουν. Η παλάμη. Πέφτει το περίστροφο στα πόδια της.
Η έκφραση του προσώπου της: σα να τεντώνονται νοερά, τα πάντα. Κυρίως τα μάτια. Πονάνε τώρα. Τα κλείνει αμέσως. Καλύπτει το ελκυστικό της πρόσωπο, λουσμένη κυριολεχτικά, στον ιδρώτα, με τις παλάμες. Αφήνει αμέσως, τα χέρια να πέσουν. Πλησιάζει τον αιμόφυρτο άντρα. Τα σεντόνια βάφονται συνεχώς, κόκκινα. Γδύνεται. Προσπαθεί να σκεφτεί τι να κάνει. Μετακινείται αυτόματα στο μπάνιο. Αισθάνεται αηδιασμένη. Ουρλιάζει ξαφνικά. Της ξεφεύγει ένα δυνατό φτάρνισμα. Εισέρχεται με νεύρα στη μπανιέρα.
(πόσο πιο άθλια μπορεί να είναι η τιμωρία των ανθρώπων. Σα να είναι όλη η ζωή, Δευτέρα).
Ακουμπά όρθια, με τις παλάμες να τρέμουν, στα πλακάκια του τοίχου, κάτω απ’ το ντους. Προσπαθεί μες τη σύγχυση της να βρει ένα σχέδιο, πώς να κλέψει κάτι το πολύτιμο από το χρηματοκιβώτιο του σπιτιού. Να εξαφανιστεί. Να μην ξέρει κανέναν.
Κάθεται στον πάτο της μπανιέρας. Το νερό είναι χλιαρό, προς το ζεστό.
Τα χέρια της.
Προσπαθεί να ηρεμήσει το σώμα της, που τρέμει από τον πυρετό, που ίσως λόγω έντασης –λόγω βιασμού!- κυρίως ψυχικού, να υψώθηκε πάνω απ’ όλα.
Ουρλιάζει ξανά.
- Ηρέμησε.
- Ηρέμησε! Μιλά στον εαυτό της.
- Ηρέμησε πουτάνα. Αυτό είσαι.
- Συνηθισμένη.
- Ηρέμησε, βαριανασαίνει. Ηρέμησε –κάτι γίνεται.
- Ηρέμησε. Της ξεφεύγει ένα νευρικό γέλιο. Γρήγορα κοπάζει.
Κλείνει τα μάτια. Δεν ακούγεται τίποτα. Σα να μην υπάρχει ο κόσμος. Η γη. Το σύμπαν όλο μια θάλασσα. Το νερό εξακολουθεί να τη βρέχει. Η πίεση του νερού πέφτει. Κρύο γίνεται. Σηκώνεται όρθια.
Επιθυμεί να τιμωρήσει τον εαυτό της. Προσπαθεί να πλυθεί με καυτό νερό, μα αλλάζει –μες σε ελάχιστα δευτερόλεπτα- γνώμη.
Σαπουνίζεται, βαριανασαίνοντας. Της ξεφεύγουν μύξες από το συνάχι που τώρα εντείνεται. Φτερνίζεται έντονα. Ενδιάμεσα βρίζει τον νεκρό εδώ και λίγα λεπτά, πενηντάρη, Ιάσονα.
Καταβάλλει προσπάθεια να αυτοσυγκεντρωθεί.
Σαπουνίζεται με κόπο. Μόλις τώρα αισθάνεται έντονη σωματική αδυναμία. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, μετακινούμενη στον κυρίως χώρο, του δωματίου της. Δεν θέλει να κοιτά το πτώμα. Άλλη μια βαθιά ανάσα. Μαζεύει το όπλο από κάτω. Ντύνεται για έξω. Τι της είπε; Δεν είναι κανείς εδώ; Κι οι γείτονες; Αν ειδοποίησαν την αστυνομία;
Βγαίνει γρήγορα στο διάδρομο, ξυπόλητη, μετακινούμενη σιγανά, προς το γραφείο του …ισχυρού.
Πέφτει πάνω στον Φάνη.
Η απόσταση ανάμεσα στην έπαυλη του Ιάσονα, και το κτήμα στην ευρύτερη ύπαιθρο, όπου εκτελέστηκε ο διευθυντής, ο Αρβανίτης, είναι κοντινή.
- Είσαι καλά; της χαμογελά. Δεν παρατήρησε το όπλο της.
Αυτή ξαφνιάζεται. Όχι τόσο όμως, ώστε να παραλύσουν τα αντανακλαστικά της. Λυγίζει το χέρι. Τον σημαδεύει με το περίστροφο.
- Τι σημαίνει αυτό; Μου κάνεις πλάκα; Προσπαθεί αυτός να υπολογίσει τι συμβαίνει.
- Πάψε.
- Αλεξάνδρα –προφορά λέξης, μπεμπεκίστηκη.
- Πάψε πούστη –έντονα λέχθηκε. Προστακτικά.
- Καλά καλά, χαμογελά αυτός, σηκώνοντας τα χέρια. Για να δω που το πάει, σκέφτεται.
Η νέα γυναίκα οπισθοχωρεί, κάνοντας του νόημα με το περίστροφο, να την ακολουθήσει. Δεν της μένει πια, χρόνος, για χρηματοκιβώτια. Επιστρέφουν στο δωμάτιο της.
- Μόνος σου ήρθες;
- Πως; Ναι, ναι. Μόνος. Γιατί;
- Πάψε!!
Ο Φάνης τώρα, έρχεται αντιμέτωπος με το θέαμα ενός γυμνού πτώματος στο κρεβάτι της. Γρήγορα παρατηρεί, ποιος είναι. Το αίμα πότισε εδώ και λίγα λεπτά, τα πλακάκια. Σοκάρεται έντονα.
- Βούλωσε το, έως να ετοιμαστώ, τον κοιτά έντονα.
- Τι θα κάνεις; την ρωτά. Την παρακολουθεί να ρίχνει κάτι ρούχα και άλλα μικροείδη, σε μια τσάντα –με την άκρη του βλέμματος της- πάνω του.
- Βούλωσε το μαλάκα! Εσύ!! –άμεση η απάντηση της.
Την κοιτά, εξακολουθώντας με τα χέρια σταυρωμένα στο στέρνο του. Στα τρία μέτρα, περίπου, πλάι σε μια συρταριέρα, απέναντι της, κοντινά τώρα στο αιματοβαμμένο κρεβάτι. Προσπαθεί να υπολογίσει τι να πράξει.
Η Αλεξάνδρα, νιώθει, περιέργως, δραστήρια. Σα να “πάτησε ένα κουμπί”, ο Φάνης. Πιθανόν λόγω άμυνας. Την ακούει να φτερνίζεται. Στο δευτερόλεπτο που η νέα γυναίκα, κλείνει ανακλαστικά, τα μάτια, ο Φάνης σκέφτεται να της επιτεθεί.
- Πρόσεχε! Λαβαίνει τούτη την έκφραση, άμυνας. Σκουπίζει τη μύτη της. Αρπάζει τη τσάντα.
- Πάμε! προστάζει.
- Που;
- Στον Απόστολο.
- Και γιατί πρέπει να ξέρω, που βρίσκεται; Προσπαθεί να την ξεγελάσει.
- Δεν θα το σκεφτώ πολύ, τον σημαδεύει με το όπλο.
- Καλά καλά. Όχι αστεία μ’ αυτό.
Μπροστά, του κάνει νόημα.
- Κουνήσου!
Δεν είναι τόσο ηλίθιος, πια, ώστε να της επιτεθεί. Σίγουρα όμως, δε θα το αφήσει έτσι.

Εμπρός στο αυτοκίνητο του:
- Εσύ θα οδηγήσεις.
- Ελπίζω να με συμπαθείς ακόμα.
- Βούλωσε το είπα. Αισθάνεται να τρέμει το όπλο στη παλάμη της. Αυτός το παρατηρεί, συγκαταβαίνοντας στο θέλω της.
Αργότερα, μιλά μέσα του.
Στο αυτοκίνητο η Αλεξάνδρα, κάθεται πίσω από τη θέση του οδηγού. Εκείνος ξεκινά, συγκρατώντας την επιθυμία της, να μην επιχειρήσει τίποτα. Φοράνε και οι δύο, ζώνη. Το οδήγημα να μην κινεί υποψίες. Να κόψει δρόμο, όπου είναι εφικτό. Από χωματόδρομους. Οι οδηγίες.
Το ραδιόφωνο είναι σβηστό.
Αφήνει πίσω της μια crime scene. Τον τόπο του εγκλήματος.




Είναι ο κόσμος

των θαρραλέων. Όσων μισούν τη κοινωνικότητα τους, παρόλο που δεν το γνωρίζουν. Είναι θρασείς, όχι ελεύθεροι. Ενηλικιώθηκαν μόνο και μόνο, για να βγάζουν τη ψυχή κάποιου δικού τους ανθρώπου, το οποίο άτομο θα πληρώσει, γιατί δεν τυχαίνει σε όλους το λαχείο. Εκτονώνεσαι επομένως διαφορετικά. Οι ίδιοι φέρνουμε τον εαυτό μας στα όρια.
Σκέφτεται η νέα γυναίκα: Φορές απορώ πως αντέχει το ανθρώπινο σώμα σ’ όσα του ρίχνουμε μέσα. Πως μας ανέχεται.
Το σκοτάδι φτάνει γοργά. Επανέρχεται με ένταση, το συνάχι. Απορεί που το συλλογίζεται έτσι. Τι σημαίνει, ξαφνικά, αισθάνομαι άρρωστη.
Ένα φτάρνισμα επανέρχεται σε κύματα, μα δεν εκτονώνεται. Προσπαθεί να μην αφαιρεθεί, λόγω της σύγχυσης που αισθάνεται, έχοντας κόψει το νήμα της ζωής, του πενηντάρη, Ιάσονα. Τύψεις ανεβαίνουν στο λαιμό. Σα να βρίσκεται, κάτι, μέσα της, ως αύρα του εγκλήματος, που επιθυμεί τώρα να απελευθερωθεί από το στόμα. Ίσως να είναι εμετός, προτιμά να μη τυραννά περισσότερο, το λογισμό της. Όλο το περιστατικό, ενέτεινε τον πονοκέφαλο. Πεινά ξαφνικά. Συγκρατήσου, Αλεξάνδρα. Η κάνη του περιστρόφου της, σημαδεύει την πλάτη του καθίσματος του οδηγού, Φάνη, ο οποίος κάθε τόσο, κοιτά από το καθρεφτάκι, το ελκυστικό θηλυκό, που στην Νέα Μάκρη, είχαν συνεργαστεί τόσο στενά. Εκείνη δεν είχε σκοτώσει πιο πριν. Είναι δυνατόν, υπολογίζει μέσα του, να αλλάξει τόσο, ένας άνθρωπος; Τι συνέβη στο υπνοδωμάτιο της; Του ανεβαίνει ένας θυμός, όχι τόσο λόγω ζήλιας, παρά από νεύρα για την άβολη θέση, ελέγχοντας τον, εκείνη. Σμίγει τα φρύδια του, πως φάνηκε τόσο άγαρμπος. Που αιχμαλωτίστηκε.

Σε δυο λεπτά θα εισέλθουν σε χωματόδρομο, ιδιωτικών κτημάτων –που ανήκαν στον Ιάσονα. Μια διαδρομή που οδηγεί σε ένα σπίτι, όπου συνέβη ένας φόνος. Άλλος περιμένει πλέον, τη σειρά του. Ένα έγκλημα μεγαλύτερο, παγίδευσης του Απόστολου, ως ενόχου για φόνο πρώτου βαθμού.
- Ελπίζω να υπάρχει φακός, εδώ μέσα, μιλά εκείνη.
- Τι έχεις σκοπό να κάνεις;
- Θα δεις, Φάνη. Αν παίξεις σωστά, θα έχεις πολλές πιθανότητες.
- Ελπίζω να μη ζητάς να μπλέξω σ’ αυτό.
- Έχεις εκλάμψεις εξυπνάδας. Δεν θα έχεις όπλο. Ένα κομμάτι ξύλο, σου είναι αρκετό. Ένα γερό κλαδί. Σταμάτα εδώ. Σταμάτα είπα! Ο άντρας υπακούει.
Η νέα γυναίκα ελπίζει να μην είδαν τα φώτα του αμαξιού.
(τι άλλο άθλιο, θα φέρει αυτή η Δευτέρα; Κανείς δεν ξέρει).
- Βγες ήσυχα! Σε σημαδεύω.
Παρατηρεί τη σιλουέτα του, στο σκοτάδι, δυο μέτρα εμπρός από το καπό.
Ψάχνει με γρήγορες κινήσεις, στο ντουλαπάκι, εμπρός από τη θέση του συνοδηγού. Βρίσκει φακό. Ένα ζευγάρι χειροπέδες. Πετά τα κλειδιά του οχήματος, μακριά, βγαίνοντας.
- Καθόλου έξυπνο, αποκρίνεται αυτός.
- Πάντοτε ήμουν καλή, στο να ενεργώ απρόβλεπτα. Με βοηθά να πάω κόντρα στη μοίρα μου. Βρες τώρα, σαν καλό παιδί, ένα καλό κλαδί. Να αντέχει. Σκέψου πως είναι το σπαθί σου. Πρόσεξε! Μείνε ως σύμμαχος. Που ξέρεις. Ίσως τελικά καταλήξουμε μαζί –προσπαθεί να τον ξεγελάσει, προκαλώντας του, παρομοίως, σύγχυση.

Περπατούν τώρα, αργά.
Εκείνος μπροστά, κρατώντας ένα κλαδί –δείχνει ικανό για επίθεση.
Ρίχνει το φως στην πλάτη του, να μην φαίνεται απ’ το σπίτι.
Βρίσκουν δέντρα. Κρύβονται όσο τους επιτρέπει το πάχος κάθε κορμού. Μόνο ένα αχνό φως, από κάποιο παράθυρο, δίνει σημεία ζωής. Περίεργο.
- Ελπίζω να έχεις κάποιο σχέδιο, ψιθυρίζει ο Φάνης. Είναι αρκετοί εκεί μέσα.
Δεν του απαντά. Δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, σε τι πρέπει να δώσει σημασία, παρά να σώσει ότι μπορεί. Ότι κι αν σημαίνει αυτό.


Εν τω μεταξύ, στο υπόγειο, δύο του σιναφιού του μάγκα, πετάνε στον διάδρομο, έξω από το δωμάτιο που μυρίζει χλωρίνη, τον αστυνομικό –η ηλικία του οποίου είναι γύρω στα τριάντα. Βήχει σα να ξερνάει, γονατισμένος, με το κεφάλι στη γωνία, στο πάτωμα, απέναντι από την πόρτα. Πεινασμένος, ανήμπορος (όπως τόσοι και τόσοι, που κακοποιούνται, στα τμήματα). Δέχεται μια κλωτσιά στον πισινό. Ακούγονται γέλια. Αμέσως μεταφέρεται στο δωμάτιο, που πριν τρία τέταρτα, περίπου, της ώρας, ο Απόστολος, εγώ, παροτρυνόμουν να τον σκοτώσω. Βρισκόμαστε όλοι εδώ, νομίζω.
Ο μάγκας στέκεται μαζί μου, χαμογελώντας. Μιλά:
- Ώρα να διασκεδάσουμε, φίλε μου. Σκέψου τι αντιπροσωπεύει αυτό το ένστολο κατακάθι.
- Δες τον. Δες τον, προσθέτει.
- Η εξουσία που σου έκανε κακό. Ίσως ένας πατέρας που σε ταπείνωσε, συνεχίζει να μιλά.
- Μη φοβάσαι, φίλε, Απόστολε. Κανείς δε θα μάθει τι συνέβη εδώ. Μια σφαιρούλα είναι. Πάπ, και τελείωσε. Δε θα ‘θελες τώρα, να τρως στη παραλία; Να βλέπεις τη θάλασσα, τ’ αστέρια. Ααααα, δε θα ‘ταν ωραία; Έλα να τελειώνουμε.
Με οδηγεί εμπρός στον αστυνομικό, που προσπαθεί να πάρει ανάσα. Κρατά τεντωμένο το χέρι, ανοδικά, προς το μέρος μας, σα να εκλιπαρεί για έλεος.
Ο μάγκας τοποθετεί στην παλάμη μου, ένα όπλο.
- Λοιπόν; Ρωτά σοβαρός, με μια έξυπνα κρυμμένη, ειρωνεία, στα μάτια.
Δεν το σκέφτομαι πολύ. Θα φταίει η σύγχυση. Η κατάθλιψη που αισθάνομαι εδώ και ημέρες. Να μην περιμένω τίποτα καλό, στη ζωή μου.
Το όπλο εκπυρσοκρότησε; Ή από δικό μου θέλω;
Η σφαίρα βρίσκει τον ένστολο στην πλάτη, όπως βαριανασαίνει. Βγάζει μια κραυγή, σαν γυναικεία στριγκλιά. Σωριάζεται μπρούμυτα. (Λιποθύμησε απ’ τον πόνο; Θα ‘ταν πιο πιστευτό τώρα, λόγω του προηγούμενου πολύωρου βασανισμού του, με τα χημικά που ανέπνεε).
Ο μάγκας κλείνει τα μάτια. Αγαλλίαση διαβάζεις στο πρόσωπο του. Ξαφνικά όμως, δέχεται μια σφαίρα στη πλάτη. Σωριάζεται κατευθείαν. Οι υπόλοιποι τρεις, του σιναφιού του νεκρού πλέον, μάγκα, με σπρώχνουν, ρίχνοντας με κάτω. Ορμούν προς την πόρτα. Δεν ξέρουν τι να περιμένουν.
Η Αλεξάνδρα ετοιμάζεται να ρίξει ξανά.
Ο Φάνης βαστά το γερό κλαδί, κρυμμένος επίσης, αναμένοντας, ούτε κι αυτός δεν ξέρει, τι θα συμβεί. Ακούγονται σειρήνες. Πλησιάζουν περιπολικά.
Ένας από τους μπράβους, επιχειρεί να βγει ξαφνικά. Δέχεται μια σφαίρα στο πόδι. Τον χτυπά στο στέρνο, ο Φάνης. Προλαβαίνει –δες τον ερωτοχτυπημένο συνέταιρο της, πως τρέμει από φόβο.
- Μη γίνεσαι γυναικούλα, τον μέμφεται αυτή.
- Με ποιανού το μέρος πας, τώρα; την ρωτά.
Οι άλλοι δυο άντρες, από μέσα, γαζώνουν με αυτόματα τον διάδρομο, έτσι όπως είναι ανοιχτή η πόρτα.
Με τρελαίνει ο θόρυβος. Η αντήχηση στο κενό δωμάτιο. Προσπαθώ να καλύψω τ’ αυτιά μου. Ο ίδιος, ολόκληρος. Επομένως τραβώ το σώμα του αστυνομικού, ως εμπόδιο φράγμα, σε πιθανά εμπόδια, εναντίον μας. Αστυνομικοί βρίσκονται εκεί πέρα;

Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, ησυχία.
Σα να σταμάτησε ο χρόνος.
Πέντε άνθρωποι, που ίσως είναι παιδιά, που παίζουν πόλεμο.
Πέντε πρόσωπα,
κουφά.
Τρελοί. Άρπαγες.
Ο ήχος από τις σειρήνες των περιπολικών, δυναμώνει.
Η νέα γυναίκα τρελαίνεται. Κάνει να μπει στο δωμάτιο. Την προλαβαίνει ο Φάνης, που δέχεται τώρα, τα πυρά από τα αυτόματα. Η Αλεξάνδρα, πετυχαίνει τον ένα μπράβο, στον μηρό, ενόσω ο άλλος προσπαθεί να κρυφτεί. Άραγε που. Πως. Η νέα γυναίκα, πέφτει κάτω, προς τα δεξιά, μπαίνοντας, με το βάρος του σώματος, του Φάνη, να την παρασέρνει.
Ο μπράβος που στέκεται όρθιος, δεν πυροβολεί. Πλησιάζει αργά προς το μέρος της νέας γυναίκας. Θέλει να τελειώνει μ’ αυτό. γρήγορα, συλλογίζεται τώρα. Μη τον πιάσουν. Άραγε πως θα διαφύγει από το παρόν υπόγειο;
Επιχειρώ να σηκωθώ, μα τρέμω. Μη φάω καμιά σφαίρα.
Τα κάτωθι συμβαίνουν, τώρα, ενόσω μια μεγάλη ομάδα αστυνομικών, πλησιάζουν, στην επιφάνεια, τρέχοντας προς το σπίτι.
Τι έχω να χάσω; Σκέφτομαι.
Η φυλακή θα είναι ούτως ή άλλως, ο θάνατος μου.
Αισθάνομαι να με εγκαταλείπει η Θεία εύνοια, τόσων ημερών. Σηκώνομαι να επιτεθώ στον όρθιο μπράβο, ο οποίος με αντιλαμβάνεται, γαζώνοντας με, στα πόδια. Ουρλιάζω από πόνο. Αυτόματα εκείνος δέχεται μια σφαίρα στο αυτί. Σωριάζεται νεκρός.
- Απόστολε!! φωνάζει η Αλεξάνδρα, στριγκλίζοντας.
Ο άλλος μπράβος που έφαγε τη σφαίρα στον μηρό, αντιλαμβάνεται πλέον, τη δική του θέση. Νευρικά γυρίζει προς το μέρος μου, πυροβολώντας με προς το πρόσωπο. Του έμεινε μια σφαίρα στη θαλάμη. Με βρίσκει στην άκρη του λαιμού, προς το πλάι. Ένας πίδακας αίματος, πετάγεται. Αισθάνομαι να πλημμυρίζει το στόμα μου, με αίμα. Αισθάνομαι να πνίγομαι. Πονώ. Κλαίω. Τα μάτια μου κοιτούν αριστερά δεξιά, με αγωνία, ανάσκελα όπως βρίσκομαι.
Μπαμ. Η Αλεξάνδρα σκοτώνει τον εκτελεστή μου. Είναι η δική της τελευταία, σφαίρα. Είναι αλώβητη. Με πλησιάζει. Σέρνεται προς το μέρος μου, τρέμοντας. Κλαίει. Φωνάζει το όνομα μου. Φωνάζει, μα εγώ δεν ακούω τίποτα. Το αίμα μου επιθυμεί να φύγει, να καλύψει το σημερινό είναι. Η καρδιά μου σταματά. Η νέα γυναίκα, με κρατά στην αγκαλιά της. Κλαίει με λυγμούς. Γιατί; Γιατί; Γιατί; Φωνάζει στην άθλια ημέρα, να της εξηγήσει. Αισθάνεται σα την Ιουλιέτα που κρατά τον αγαπημένο της.
ΌΧΙ.
Έχει ακόμη μια σφαίρα, στην θαλάμη του περιστρόφου της.
Το δωμάτιο,
το δωμάτιο, ένα φριχτό κόκκινο χαλί, θαρρείς, τριγύρω. Παντού μυρίζει θάνατος.
Πλησιάζουν φωνές.
- Αστυνομία! Αστυνομία!!
- Ακίνητοι!

Δεν το σκέφτεται πολύ.
Ναι μάνα, καλά το είπες. Ήταν το τελευταίο αντίο.
Τοποθετεί την κάνη στο μέτωπο της. Πυροβολεί.
Όλα τελείωσαν.


Ξεβρόμισε ο τόπος,

από άχρηστους ανθρώπους.

Μια ζωή,
εξοντωμένη.

Δε θα φέρει στον κόσμο, νέα ζωή.
Δεν υπάρχει ζωή, εδώ.
Μήτε δικαιοσύνη.
Αποκλειστικά πόνος.

Πολίτες
που δε γνωρίζουν,

Όλοι τους έχουν κατάθλιψη.

οι θαρραλέοι,
οι θαρραλέοι.
οι συνηθισμένοι
στον θάνατο των γύρω.

Μια ζωή, κάθε ζωή,
που δεν αναγνωρίστηκε.

Τι θα βγει,
αν κλάψεις τους δικούς σου,
πεθαμένους, ανθρώπους;
Θα ξεχαστούν.

Παντού μυρίζει θάνατος.
Αδικία.

Απλά δεν ανατινάχτηκε, ακόμη,
ο κόσμος.




Δεν ισχύει αυτό που λένε, οι άνθρωποι εκτιμούν τη ζωή.
Εργάζονται για να επιβιώσουν. Θέλουν να βρίσκονται με άλλα πρόσωπα. Απλά δεν γνωρίζουν, πότε θα πεθάνουν.
Κάθε τι θα συμβεί, είναι μαθηματικά, γραμμένο.
Μη περιμένεις περίληψη. Μόνο το χρήμα, φέρνει την ευτυχία. Το απέδειξε η χαμένη ζωή, του Ιάσονα. Της Αλεξάνδρας.
Γύρω μας σφαίρες αόρατες. Γύρω μας σκοτάδι. Θάνατος.
Ο χάρος έστρεψε μετά τον Απόστολο, την κάνη του όπλου του, στο δικό σου πρόσωπο, αναγνώστη.



Γεράσιμος Μηνάς 2006-2007



Δεν υπάρχουν σχόλια: