Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Προσπαθώ να κοιμηθώ, μα του κάκου.
Δέκα λεπτά, προσπάθεια. 20 λεπτά, αναμονή. Τίποτα.
Η νέα γυναίκα, πλάι μου, κοιμάται τόσο όμορφα. Αισθάνομαι να κρυώνω. Σηκώνομαι να κλείσω το κλιματιστικό. Εξακολουθώ να πεινάω.
Τσιμπάω ότι βρίσκω στο ψυγειάκι του δωματίου. Τα απομεινάρια από τις μερίδες φαγητού, που παραγγείλαμε νωρίτερα το απόγευμα.
Επιστρέφοντας στο υπνοδωμάτιο, τεντώνομαι. Χασμουριέμαι. Ξαφνικά ακούω έναν θόρυβο, στα εξωτερικά πατζούρια.
Συστολή, διαστολή, λόγω αλλαγής θερμοκρασίας, συλλογίζομαι.
Ξανά όμως, ο συγκεκριμένος θόρυβος. Σα να φοβάμαι, μου φαίνεται. Πάλι! Σα να πετά κάποιος, πετρούλες;
Λες να ‘ναι κανένα παιδί, από το πάνω μπαλκόνι, παίζοντας μαζί μας;

Ο θόρυβος τώρα, βαίνει πιο έντονος. Πυκνότερος σε ρυθμό.
Διαισθάνομαι ότι οι πετρούλες εκσφενδονίζονται από διαφορετικές κατευθύνσεις. Σα να μας έβαλε, κάποιος,
- Στόχο; Μιλώ δυνατά.
Πλησιάζω από την κατάλληλη πλευρά του κρεβατιού. Ταρακουνώ την Αλεξάνδρα.
- Τι συμβαίνει; Τι θέλεις τώρα; Σεξ; Άσε με ήσυχη –μιλά παραπονιάρικα.
- Δεν ακούς;
- Τι ν’ ακούσω;
- Το θόρυβο.
- Τα αυτοκίνητα κάτω στη λεωφόρο είναι. Ώ, γίνεσαι απωθητικός, ώρες ώρες.
- Ποια αυτοκίνητα; Άνοιξε τα μάτια σου! Άκου.
Εκείνη μου κάνει το χατήρι.

Κάποιος ή κάποιοι, εξακολουθούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με μικρές παύσεις, να πετούν πετρούλες, στα εξωτερικά πατζούρια. Αρχίζει να με πιάνει ταχυπαλμία μαζί με τρόμο, ένα πράγμα.
- Με ανακάλυψαν! Αυτοί είναι!! Στριγκλίζει εκείνη.
- Ποιο, παιδί μου; Συμμετέχω στην ταραχή της.
- Οι μπάτσοι. Οι ΜΟΞηπήδες. Οι μπάτσοι. Να φύγουμε!
- Που; Πως; Ρωτώ περισσότερο έντρομος, πλέον. Τα γόνατα μου λυγίζουν από τον τρόμο. (Άντε τώρα να κάνεις φυλακή).
- Θα βρεθεί τρόπος. Κουνήσου. Μη στέκεσαι! Πετάγεται όρθια.
- Μην ανάψεις φως! Κάηκες!! Νευριάζει.
Ακολουθώ την οδηγία της, και με γρήγορες κινήσεις, με μόνη εστία φωτός, το δωμάτιο του μπάνιου, όσο φως διαφεύγει στον υπόλοιπο χώρο, κακήν κακώς, ντυνόμαστε. Τακτοποιούμε τα πράγματα. Η αδρεναλίνη μου, ανεβαίνει στα όρια.
- Πως θα ξεφύγουμε; Ρωτώ. Το αυτοκίνητο σου;
- Κάπου θα υπάρχει πίσω είσοδος. Δε μπορεί.
- Ψύχραιμος! Μείνε ψύχραιμος, προσθέτει, με βλέμμα, όμως, ταραγμένο.
Ακόμη, μας πετούν πετρούλες. Αναμένουν αντιδράσεις. Ποιοι;

Κατεβαίνοντας στο ισόγειο, ψάχνουμε στα κλεφτά για τη διαδρομή που θα μας βγάλει στην πίσω είσοδο του ξενοδοχείου. Εκεί απ’ όπου πιθανόν, να επιχειρείται η τροφοδοσία, με τρόφιμα, κλπ. Λές; Όμως αναγκαζόμαστε να βγούμε από την κυρίως είσοδο, όσο μας είναι μπορετό, ήρεμοι. Η Αλεξάνδρα κοιτά το ρολόι της. Ακόμα μεσάνυχτα. Λίγα λεπτά. Όπου να ‘ναι. Περπατάμε, σχεδόν τρέχοντας, σα σε βάδην. Μα να μη δίνουμε στόχο. Στο στενό στρίβουμε, με σκοπό να χρησιμοποιήσουμε το αυτοκίνητο της, το οποίο είχε σταθμεύσει στον πίσω δρόμο, από το ξενοδοχείο.
Λίγα μέτρα πιο πριν, εκείνη αντιλαμβάνεται έναν άντρα, μες το σκοτάδι, να ακουμπά στο καπό του αυτοκινήτου της. Δύο άλλοι, πιο πέρα, καπνίζουν κάτω από ένα στύλο της ΔΕΗ.
- Μεταβολή, ψιθυρίζει η νέα γυναίκα.
- Θα φτάσουμε μακριά, με τα πόδια; Ρωτώ. (Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Λες, εκείνοι, αν είναι μπάτσοι, να θέλανε να μας βγάλουνε έξω, με το ζόρι. Για να δούμε τι θα γίνει). Τρέμω. Τρέμω.
- Προχώρα δειλέ.
- Είπε ο γάιδαρος.
- Πάψε και προχώρα.
Ένα αυτοκίνητο ετοιμάζεται να στρίψει από ένα στενό, προς το μέρος μας. Αυτό ήταν!
Αναλαμβάνω πρωτοβουλία.
Αρπάζω το χέρι της νέας γυναίκας, και τρέχοντας, κατευθυνόμαστε, γρήγορα, κάθετα προς το ρέμα. Μες το σκοτάδι.
Παραπατώντας συχνά, κατηφορίζουμε στον ξερό πάτο, με τα δέντρα, ψηλά από μας, να στέκουν ακίνητα. Σα μαρμαρωμένα.
Υπολογίζω γρήγορα, που βρισκόμαστε.
Ξανά τρέξιμο.
Επιλέγω κατεύθυνση.
- Είσαι τρελός; Φωνάζει εκείνη.
- Θα μας προδώσεις. Βούλωσε το.
Ακούω φωνές από την άσφαλτο, και κάτι σαν ασύρματο.


Τρέχουμε. Εισερχόμαστε μες το σκοτάδι του τούνελ, που περνάει το ρέμα, κάτω από μια λεωφόρο.
- Άναψε τον αναπτήρα σου, προστάζω. Που λες ότι καπνίζεις.
- Τώρα. Τώρα! Περίμενε.

Τον βρίσκει. Τον θέτει σε λειτουργία. Δεν φτάνει το φως. Βγάζω ένα ρούχο από την τσάντα της, και του βάζω φωτιά. Πλάι στον τοίχο, που να μη φαίνεται, αντίθετα από τους αστυνομικούς. Το κρατώ κρεμασμένο, στην άκρη του τεντωμένου μου χεριού. Βαδίζουμε προσεκτικά.
- Φοβάμαι, μιλά εκείνη.
- Ησύχασε. Εδώ μέσα κάνει ηχώ.
- Φοβάμαι.
- Έλα. Έλα. Ηρέμησε. Πλησιάζω και την αγκαλιάζω, αφότου έχω ρίξει τέσσερα ακόμη ρούχα, στη στάσιμη πλέον, φωτιά.
- Όλα θα πάνε καλά, προσθέτω.
16


Είναι δύο αμάξια. Μαζί με μοτοσικλέτες, νομίζω.
Γλιτώσαμε από τους μπάτσους.
Κατευθυνόμαστε άραγε, που; Δεν έχω ιδέα. Αρκεί που αποφύγαμε την παγίδα.

Η Αλεξάνδρα κάθεται στα πίσω καθίσματα μ’ έναν άγνωστο μου. Ο ίδιος παίζω το ρόλο του συνοδηγού. Κανείς δεν μιλάει. Η πομπή συνεχίζει ατάραχη. Μόνο κάπου κάπου, μια από τις μηχανές, απομακρύνεται για ελάχιστα λεπτά. Κατόπιν ελαττώνει ταχύτητα, παίρνοντας ξανά, μέρος, στην αυτοκινητοπομπή.
Δεν ξέρω που μας οδηγούν αυτοί οι άντρες.
Ο οδηγός ούτε που μας δίνει σημασία.
Δείχνει επαγγελματίας.

Τώρα δεν είναι, πια, καιρός,
για αισθήματα.

Μόνο μια εποχή,
Που τελείωσε.

Όλοι οι ψύχραιμοι εκεί έξω, άνθρωποι,
Που έχουν ρίξει τα συναισθήματα τους
Μέσα στο πηγάδι της ψυχρής τους καρδιάς.

Τώρα που η αγωνία,
Πυκνώνει.

Απλά φωτίζεται, στη διαδρομή.
από τους στύλους της ΔΕΗ.

Κινούμασε, επί λεωφόρου.
(Άνετη η οδός της απωλείας).




Αργά. Απόγευμα, της προηγούμενης ημέρας. Στο πατρικό μου.
- Ώστε δεν ήταν εκεί, απευθύνεται η μητέρα, στον πατέρα μου.
- Όχι, Ηλέκτρα. Και το σπίτι μύριζε κλεισούρα. Σα να ‘χε καθίσει και σκόνη, φαντάστηκα. Κάτι ρούχα του απλωμένα σ’ ένα δωμάτιο, είχαν ξεραθεί από την ζέστη. Σα χαρτόνι. Περίεργο μου φάνηκε.
- Είσαι υπερβολικός.
- Τόσες ημέρες δεν επικοινώνησε μαζί μας.
- Ναι.
- Περισσότερο μαζί σου, καλή μου, μιας και σε προτιμά.
- Μακάρι να ήσουν τόσο καλός και μαζί του.
- Η αχαριστία του δεν υπολογίζεται! Ρίχνει λάδι, εκείνος, στη “φωτιά”.
- Προέχει να μάθουμε που βρίσκεται.
- Με ποιο τρόπο; -το βλέμμα του πατέρα μου αλλάζει σε αυστηρότερο.
- Δεν ξέρω. Σκέψου κάτι. Θα δούμε. Δεν ξέρω σου λέω –σα να ταράζεται αυτή.
- Θα βρούμε ένα τρόπο. Θα το κυνηγήσω. Στο υπόσχομαι.




Η άγρια ώρα, μες τ’ άγρια μεσάνυχτα, κι ας είναι ξημερώματα. Νυστάζω τόσο πολύ. Τούτο το οίκημα σίγουρα, δεν το γνωρίζω. Όλα είναι τόσο σκοτεινά. Σαν νεκρά. Ούτε καταλαβαίνω τι είναι το παρόν οίκημα.
Η Αλεξάνδρα με οδηγεί σε ένα από τα δωμάτια, κάνοντας μου νόημα, ότι θα βρίσκεται εκεί κοντά.
Κλείνει την πόρτα πίσω της.
Για το μόνο που μου μένει κουράγιο, είναι ο ύπνος και η ανάπαυση.
Τίποτ’ άλλο προς το παρόν.







Πιστεύω

ότι έχω αδειάσει από αισθήματα.
Ένα κενό, που δεν μεταφράζεται, ούτε ως στασιμότητα ή ψυχρότητα, προς οποιονδήποτε. Απλά, μαλθακότητα χαρακτήρα. Η τάση να σε παίρνουν από το χέρι, για οτιδήποτε. Πέφτοντας ο ίδιος, τελικά, στη φάκα του ελέγχου, παντελώς, του άλλου.

Ξημέρωσε -ξανά!
Ξαφνικά δε μου κάνει όρεξη, για τίποτα.
Αν και δυστυχώς, ακριβώς, παρόμοιες στιγμές, έχεις την αυτογνωσία ενός ακαθόριστου άγχους που γιγαντώνεται. (Ακαθόριστο, επειδή δεν μας αρέσει η αλήθεια).
Ξαφνικά παραιτούμαι από όρεξη, για άλλες κουβέντες. Αλλάζω πλευρό, προσπαθώντας να κοιμηθώ κι άλλο.
Στο όνειρο μου βλέπω μια λευκή γάτα, που ανεβαίνει κάποια σκαλοπάτια, ανάμεσα από παλιές κατοικίες, έτσι όπως είναι χτισμένα τα σπίτια, στο λόφο.
Στέλνοντας το βλέμμα μου ψηλότερα, σε ένα σκαλοπάτι, διακρίνω ξαφνικά, εμένα.
Μόλις πλησιάζει η λευκή γάτα στα πόδια του κλώνου μου, γεμίζει ξαφνικά, αίματα, ξεψυχώντας.
Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Ο κλώνος μου χάθηκε.
Ανεβαίνω τα ίδια σκαλοπάτια.
Βρέχει μόνο στο κεφάλι μου. (Σα να κλαίει ο Θεός).
Περπατώ, μα όλο παύω, να ξεκουραστώ σε κάποιο από τα σκαλιά, και σα να με τραβά κάποιος μαγνήτης, σηκώνομαι αθόρυβα, σα να πετώ, να μη πατάω στα πόδια μου, συνεχίζοντας την ανηφορική διαδρομή.

Το τοπίο έχει αλλάξει.
Βρίσκομαι σ’ ένα λιβάδι, σε ξέφωτο δάσους.
Στη μέση υπάρχει ένα πηγάδι, και μια ουρά από ανθρώπους που περιμένουν να πέσουν στο πηγάδι!
Εγώ τους ρίχνω!!
Είναι όλες και όλοι εκείνοι, που κατηγορούσα. Γνωστά και άγνωστα μου, πρόσωπα.
Ξαφνικά, αισθάνομαι κάποιος να σπρώχνει εμένα, προς το στόμιο του πηγαδιού. (Με την ίδια ένταση που με είχε παρασύρει, κάποιος άγνωστος, πάνω στα ΜΑΤ, τη συγκεκριμένη ημέρα, με τα επεισόδια στο κτίριο της Νομικής. Κακό. Ξύλο. μολότωφ. Κουκουλοφόροι).
Ξυπνώ έντρομος. Στάζω ολόκληρος από ιδρώτα.
Φωνάζω, όπως αν μ’ έριχναν από ψηλό κτίριο.

Τι σήμαινε άραγε, το όνειρο;
Πως μπορούσα να ξεφύγω από τούτη τη σφηκοφωλιά, αν το ήθελα;
Μου εντυπώνεται, πως είναι εξαιρετικά δύσκολο, πλέον.

Ανοίγω την πόρτα του δωματίου, βγαίνοντας σ’ ένα δωμάτιο που μοιάζει να ‘χει ακαθόριστη λειτουργία. Κάτι από αίθουσα αναμονής, αποθήκη –εξού και οι κούτες και κάποιες σακούλες, φουσκωμένες. Μεγάλες. Οι τοίχοι όμως, πεντακάθαροι.
Δυο άντρες κάθονται σ’ έναν καναπέ και καπνίζουν. Διστάζω να προχωρήσω.
Ο ένας κάνει νόημα στον άλλο, για λόγου μου.
- Είναι εδώ η Αλεξάνδρα; Ρωτώ με αγωνία.
Δεν απαντούν.
Κάνω να προχωρήσω προς έναν διάδρομο.
Στο βλέμμα του αδύνατου άντρα –και κοντού- διαφαίνεται ένας ψύχραιμος θυμός. Διακόπτω την κίνηση. Όντως η φυσιογνωμία του, αποπνέει κάτι εξαιρετικά μάγκικο. Άλλοι θα τον ονόμαζαν, κατεξοχήν άντρα, βαρβάτο. Περιπετειώδη, σίγουρα. Κάτι δεν πάει καλά, μαζί του. Επίσης, με τον άλλο, πλάι στον κοντό, που το παίζει αδιάφορος. Λες και δεν ξέρω που με φύτεψαν.
Τώρα;

Επιστρέφω στο δωμάτιο, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα.
Ακούω ομιλίες, απέξω.
Κάθομαι στο κρεβάτι, με κατεβασμένο κεφάλι. Ξεφυσώ.

Θέλει γερό στομάχι, για να συνεχίσεις.
Που ούτε ο πιο ουσιαστικός αστρολόγος, δεν σου φτιάχνει τη διάθεση. Με κάτι που σου υπόσχεται. Αλλαγές ουρανοκατέβατες. Ηλίθιοι αστρολόγοι! Ουφολόγοι, καλύτερα.
Πέφτω αργά αργά, στο σεντόνι –Αύγουστος μήνας.

Ούτε κατάλαβα αν κοιμήθηκα ξανά.
Ένα ελαφρύ χέρι, μου χαϊδεύει το κεφάλι.
Ανοίγω τα μάτια. Είναι εκείνη. Χαμογελά.
- Χαρούμενη σε βλέπω.
- Σ’ αυτή τη στάση θα κάτσεις όλη μέρα;
- Θα αισθάνεσαι ασφαλής, εδώ, ανάμεσα στο σινάφι σου.
- Ότι και να λες Απόστολε, δε μου χαλάς το κέφι.
- Βέβαια! Όταν σε υπηρετεί κάποιος άλλος.
Σηκώνομαι.
- Θέλω να κάνω μπάνιο. Ίδρωσα, τόσες πολλές ώρες.
Ακολούθησε με, μου κάνει νεύμα.
- Και μετά, πίσω ξανά στη φυλάκα, όπως στη Νέα Μάκρη.
- Είσαι περίεργος, το ξέρεις; Το χαμόγελο δε φεύγει από το πρόσωπο της.
- Θα μείνεις μαζί μου, στο δικό μου, τότε.
- Τώρα μιλάς σωστά, συμφωνώ.
Βγαίνουμε στο διάδρομο.
Οι άντρες λείπουν από τον καναπέ. Που πήγαν;


Εξερχόμενος απ’ το μπάνιο, παρατηρώ τη νέα γυναίκα να τρώει στο μπαλκόνι, με θέα την Αθήνα. Το βλέμμα της είναι απλό. Αραιά σύννεφα στον ορίζοντα, δείχνουν να κατευθύνονται προς το μέρος μας.
- Είναι τόσο αργά;
- Μεσημέρι, mister.
Ξεφυσώ.
Κάθισε, “μιλά”, μ’ ένα της βλέμμα, μετακινώντας πολύ ελαφρά, το κεφάλι.
- Κι έχω μια πείνα.
Για λίγα λεπτά, δε μιλάμε.
Πως μπορεί να ζει έτσι; Διερωτώμαι. Τι απάθεια είναι τούτη; Απαξίωση για όλους, μα κυρίως για τον εαυτό της. (Η γνωστή τακτική μου, να κατηγορώ τους άλλους).
- Θα συνήθισες στα μεγαλεία, από τη Θεσσαλονίκη, ε;
- Δεν σε καταλαβαίνω.
- Φαίνεται ο άνθρωπος.
- Θ’ αφήσεις τα κατινίστικα; -σα να θυμώνει.
Τη παρούσα, ακριβώς, στιγμή, της έντασης, δυο τρία, ή τέσσερα πουλιά, όξυναν το κελάηδισμα τους.
Πλέον, μόνο το ένα ακούγεται. Ένα περιστέρι πετά από πάνω μας. Ακούμε το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής.
- Είναι αφύσικη η συμπεριφορά σου, Αλεξάνδρα. Σα να ζεις σε Ελληνική ταινία, που όμως δεν πέφτουν ποτέ, οι τίτλοι τέλους.
- Αλήθεια έχεις χιούμορ.
- Εγώ που θα το βρω, έτσι που μ’ έμπλεξες.
- Εσύ έμπλεξες τον εαυτό σου. Δεν μπορούσες να ήσουν ένα ακόμη ανθρωπάκι.
- Αχάριστο, ε;
- Μη μου χαλάς το πρωινό.
- Πρωινό, λέει, ειρωνεύομαι. Μεσημέρι πράγμα.
- Συγνώμη. Λάθος μου.
- Μου ‘χες πει, πως δεν ξέρω που μπλέκω.
- Μαθαίνεις μόνο, όσα χρειάζεται να μάθεις.
- Σ’ εμένα απευθύνεσαι;
- Όχι στο γείτονα.
- Η παλιά εριστική Αλεξάνδρα.
- Τώρα ανήκεις στο κλάμπ μας.
- Σου μοιάζω για μαφιόζος;
- Πολλά έργα, βλέπεις. Πλέον όλα γίνονται νόμιμα.
- Όπως οι κλοπές.
- Δικαίωμα μου να κλέβω.
Μένω εμβρόντητος.
- Και η κλοπή, δουλειά είναι, προσθέτει. Ανάβει τσιγάρο.
- Δε φοβάσαι μη σε πιάσουν; Αλλά τι λέω. Έχεις φαίνεται, γερές πλάτες! Αναρωτιέμαι μόνο, με τι αντάλλαγμα.
- Δε μου χαλάς …το κέφι… (το σκεφτόταν;).
- Δεν είμαι τόσο ηλίθιος να βάλω τα χέρια μου, να βγάλω τα μάτια μου.
- Όταν έκλεβες τον ψιλικατζή ή ξαλάφρωνες τις τσέπες του πατέρα σου, άλλο αυτό, έ; Επιστρέφει την ειρωνεία.
- Μη μου το θυμίζεις αυτό.

- Και σ’ εσένα, ήτανε δικαίωμα σου, να κλέβεις, έτσι δεν είναι Αποστολάκη; Ή να σε λέω, Λάκη;
(Φεύγει κανείς, όντως, νωρίς, από τη μερίδα των νέων, που δεν καταστρέφουν, μόνοι, τον εαυτό τους).
- Με τράβηξε φαίνεται, περαιτέρω, η δική σου άνεση. Χρήματα. Έξοδοι. Υπηρέτες.
- Ο Φάνης; Αυτός είναι μεγάλος γυναικάς.
- Είναι ευλογία να μη σε συλλαμβάνουν οι μπάτσοι;
- Ποιος τους γαμάει τους μπάτσους!! Το βλέμμα της γίνεται πονηρό, συνοδευμένο με αυθάδεια.
- Σου είναι δύσκολο να αγαπήσεις την Κοινωνία, ώστε να πάψεις να την κλέβεις.
- Εσύ αγόρι μου, ζεις σε παραμύθι. Εσύ είσαι αυτός, και τι ηθοποιός άλλωστε, γι’ ασπρόμαυρη Ελληνική ταινία, χαμογελά.
- Αναρωτιέμαι πως ξεπέφτει κανείς, ερχόμενος στην Πρωτεύουσα.
- Μη ζαλίζεις το όμορφο κεφαλάκι σου –εξακολουθεί να χαμογελά.
- Ήταν τόσο δύσκολο, λοιπόν;
- Δεν είναι της παρούσης.
- Καλά, όπως νομίζεις. Αλήθεια ποιο είναι το πρόγραμμα μας, σήμερα; Καμιά ληστεία τράπεζας;
- Μπα! Όχι σήμερα, χα χα. Είδες που μπορείς να γίνεις διασκεδαστικός;
- Εσύ, απλά, απαθής. Καλή κλέφτρα θα έλεγα, αφού τι άλλο είναι δυνατόν να είσαι, μένοντας σ’ ετούτο το σινάφι. Αλήθεια πως ξυπνάς την επομένη; Χωρίς τύψεις;
- Μπα. Την επομένη, μου φεύγει το συναίσθημα…
- Έχεις κι εσύ;
- Τι;
- Συναισθήματα; (Φάε εσύ τώρα την ερώτηση, όπως πρωτεύουν οι γυναίκες, πάντοτε).

- Απόστολε. Θα σε μαλώσω. Δεν βλέπεις τι ωραία μέρα, σήμερα. Τα πουλάκια τσίου τσίου. Παριστάνει πως χαμογελά.
- Πρέπει να ‘χεις συνείδηση καθαρή, για κάτι τέτοιο.
- Με συγχωρείς.
Σηκώνεται. Εισέρχεται στο δωμάτιο της.
Ησυχία ξανά. Νεκρική. Κενό. Απραξία.
Απαξίωση. Αχαριστία.
Είναι κάπως, να χρησιμοποιείς σκληρά λόγια προς ορισμένο άλλον, λες και θα έλυνε κάτι, την παρούσα στιγμή. (Η πυγμή της δύναμης…).
Όντως, όλα τούτα που ζω, είναι εντελώς νέα για μένα.
Η Αλεξάνδρα εμφανίζεται ξανά, στο μπαλκόνι.
Ωραία ησυχία εδώ πάνω. Τόση ώρα που συζητούσαμε όλα τα ευαίσθητα δεδομένα, δεν νοιαζόταν μη την ακούσουν; Μήπως είναι απομονωμένα εδώ; Ποιος ξέρει.
Έβαλε άρωμα;
Έχεις ανάγκη να αισθάνεσαι ελκυστική; Ρωτώ από μέσα μου.
- Γιατί, τόσο τυφλή εμπιστοσύνη σ έτούτους τους ανθρώπους; Δε πάει ο νους σου σε σενάρια; Ρωτώ.
- Τι σενάρια;
- Δεν ξέρω!
- Εσύ τότε, γιατί θέλεις να συνεργαστείς μαζί τους;
- Εσύ ήσουν εκείνη που μου όξυνε τον θυμό.
- Όχι θα σ’ άφηνα να με ξεκάνεις, να σου φύγει και τ’ απωθημένο.
- Ποιο απωθημένο, παντογνώστρια;
- Της επιβεβαίωσης. Ή μάλλον της ωρίμανσης, Απόστολε. Μου φαίνεται πως μιας και το επιδιώκεις, πρέπει ν’ αρχίσεις να βγάζεις χρήματα, μόνος -θυμώνει. Αρκετά στα πλήρωνα ως τα τώρα! (Η κακία της γυναίκας, που ενστερνίζεται, που ο άντρας δίπλα της, δεν είναι κατώτερος της).
- Είσαι όντως σκληρός άνθρωπος, Αλεξάνδρα.

(Πως βγήκες έτσι; Τόσο κέντημα στο λεύκωμα, κι όμως σκληρή. Ή άκαμπτη είναι το σωστό;).
- Καλά το είπες, αφού έτσι θες να το βλέπεις. Αν πρόσθετες κι ένα, πια, θα έβγαινες τελείως από πάνω.
- Μήπως είσαι θύμα, τελικά;
- Ποιων; Εξυπνάκια; Μιλά με το ίδιο έντονο ύφος.
- Αυτών των ανθρώπων.
- Αν ήμουν σκληρή, όσο θες, δε θα σου έδειχνα το λεύκωμα μου. Μισοθυμωμένη τώρα.
- Όλα είναι θέμα πολέμου των δύο φύλων, δηλαδή; Είσαι τόσο τυφλή, πια;
Δεν αποκρίνεται.
- Το λεύκωμα. Ναι. Πιστεύω πως ήθελες να έρθεις κοντά με κάποιον.
- Κάπως έτσι, μα μη κολακεύεσαι –ξαναθυμώνει;
- Προς θεού! με κάτι ανθρώπινο. Εσύ;
Η νέα γυναίκα πιάνει το κινητό της. Καλεί ένα νούμερο.
- Ναι. Εντάξει. Εντάξει, είπα –η φωνή της εξωτερικεύει ένταση.
- Ναι. Τώρα. Στον δίνω.
Για μένα; Κάνω νεύμα.
- Παρακαλώ;
- Όλα καλά, νέε μου;
Είναι μια βαθιά αντρική φωνή.
- Ναι –διστάζω. Ναι, φυσικά, κύριε.
Η Αλεξάνδρα χασκογελά.
- Θα τα πούμε σύντομα. Θα μας φανείς χρήσιμος.
Μου κόβονται τα γόνατα. Διακόπτεται η επικοινωνία.
- Νομίζω πως είναι η ώρα να μπεις στο κλίμα της δουλειάς, μιλά η νέα γυναίκα.

17


Είναι ένα λαμπερό απόγευμα. Αισιόδοξο. Κάτι έξω από την ανθρώπινη μίζερη ζωή, στην πόλη. Με την λεκτική αναίδεια, όπου ο ένας τελικά, θέλει να παίζει το ρόλο του ηγέτη. Του καταπιεστή. Κείνου που γεννά δυστυχία. Φτάνοντας ακόμη κι ένα πράο παιδί ή ένας χαρακτήρας, με ρίζες καλές, να ξεπεράσει όποιες αντοχές. Με αποτέλεσμα να προκληθεί νέος πόνος, μονιμότερος πλέον. Κάτι που προκαλείται αιφνίδια. Όπως η αρπαγή ενός βραδύποδα από ένα αρπαχτικό χάρπι –σαν αετός είναι- μεταφέροντας το θήραμα στη φωλιά, για την τελική εξόντωση. (Ο βραδύποδας είναι ένα μαλλιαρό ας πούμε, τετράποδο, όχι ακριβώς σαν πίθηκος, το οποίο κινείται πολύ αργά, μένοντας γαντζωμένος σε κλαδιά δέντρων. Έχει μακριά μέλη. Το χρώμα του είναι συνήθως, γκριζοκαφέ ανοιχτό). Γενικά δεν θέλεις να τα βάλεις με έναν πράο, επειδή και αυτός, θα βρει αλλού, νύχια, -συνήθως μηχανικά- ώστε να καταφέρει να αμυνθεί.

Παρατηρώ ένα γραφείο – δωμάτιο.
Η Αλεξάνδρα, μου κάνει νόημα να μπω και να περιμένω.
Μέσα σε δέκα – δεκαπέντε, δευτερόλεπτα, εμφανίζεται στον διάδρομο, ο πενηντάρης Ιάσονας, με τον οποίο εκείνη, είχανε μια ζεστή σχέση. (Εκείνο το πρόσφατο καλοκαιρινό βράδυ, που οι δυο τους, το είχανε περάσει σε ένα ξενοδοχείο, κοντά στον ναό, του Ποσειδώνα, στο Σούνιο. Ενόσω η νύχτα μύριζε, πολύ, γιασεμί, και ανάγκη για ικανοποίηση). Η Αλεξάνδρα πλησιάζει και ψιθυρίζει, του πενηντάρη: γρήγορα να κρατήσουμε ζεστό, το θυμό του, επειδή αν ξεθυμάνει, δεν σου υπόσχομαι τίποτα. Άστον πάνω μου, της κάνει νεύμα. Εισέρχονται μαζί, από τις συρόμενες πόρτες, που η νέα γυναίκα, αφήνει ένα ίχνος μόνο, ανοιγμένες.
Εκείνος δεν μου δίνει χειραψία. Ούτε ο ίδιος, είμαι προθυμοποιημένος. Στρογγυλοκάθεται στην πολυτελέστατη καρέκλα, πίσω από το γραφείο του. Παρατηρώ ότι επιχειρεί να ανάψει ένα πούρο, μα αλλάζει γνώμη.
Το δωμάτιο είναι φροντισμένο. Έπρεπε να το δεις μόνος, για να το περιγράψεις. Η Αλεξάνδρα στέκεται στο παράθυρο με πλάτη προς τα έξω.
Το απόγευμα, η ζωή η ίδια, με πολύ θάρρος, πλησιάζει εδώ μέσα.
- Απόστολος, είπαμε;
- Μάλιστα.
- Με φοβάσαι μήπως;
- Όχι κύριε.
Στην αριστερή άκρη των χειλιών του, σχηματίζεται ένα χαμόγελο. Στρέφει και κοιτά τη νέα γυναίκα. Αμέσως επιστρέφει σ’ εμένα.
- Σου αρέσει το σπίτι;
- Καλό είναι.
Τώρα αυτός, χαμογελά διάπλατα.
Τι να περιμένω;
(Αυτή ‘ναι η ζωή σου).
- Όλα καλά;
Κουνώ καταφατικά, το κεφάλι.
- Καπνίζεις;
- Όχι κύριε.
Το πρόσωπο του είναι κάπως παχύ. Αίσθηση από μπράβο, ίσως μεγαλοπαράγοντα. Ίχνη αηδιαστικού ύφους –είρωνα πιθανόν- σαν αντιΔημάρχου, πόλεως. Κάτι ακαθόριστο. Σα να συγκρατεί πάνω του, τα πάντα.
Σιωπή.
Η Αλεξάνδρα, κάνει μορφασμούς. Για να γελάσω; Παιχνίδια με φρύδια και μάτια.
- Είναι όλα συνηθισμένα, ξέρεις –μιλά.
Τι εννοεί;
- Ένα παιχνίδι. Αγώνας με άλογο. Συνήθως επιβιώνουν, όποιοι διαθέτουν γερούς μύες. Τώρα ανάβει ένα πούρο.
- Όλα, Απόστολε, είναι θέμα εμπιστοσύνης. Όχι τόσο ισότητας, διαφορετικά ο κόσμος μας θα ήταν ανιαρός. Και λίγο επίπεδος, αν το καλοσκεφτείς.
- Δεν ξέρω, παίρνω το θάρρος να ξεστομίσω τη σκέψη μου.
- Μη σε ξεγελά, ποιος προπορεύεται.
- Τι εννοείτε κύριε;
- Ακόμα κι εσύ, χωρίς πείρα, μπορείς να βρεις το κλειδί της ζωής.
Στρέφω το πρόσωπο μου στη νέα γυναίκα.
- Μπορείς να προπορευτείς! Εξυπνάδα χρειάζεται. Δε νομίζεις;
Τόσο αυτάρεσκος.
- Αναλόγως –παίζω το παιχνίδι του.
- Τι; Αλήθεια. Είμαι περίεργος. Χαμογελά τώρα, στην Αλεξάνδρα.
- Δεν ξέρω.
- Εδώ απαιτείται ευστροφία, αποκρίνεται πολύ σοβαρός. Διαφορετικά πως θα μας φανείς χρήσιμος;
Για να δούμε που θα το πας.
- Τέλος πάντως, χαμογελά πάλι. Είναι νωρίς ακόμη.
Της κάνει νεύμα να αποχωρήσουμε.
Η νέα γυναίκα με πλησιάζει. Αποχωρούμε.
Μόλις δυο βήματα, ακόμη.
- Απόστολε;
Στρέφω πίσω μου.
- Να θυμάσαι πως έχουμε την ταυτότητα σου.
(Δεν αμφέβαλλα).
Την ώρα που εισέρχομαι στο δωμάτιο της Αλεξάνδρας, συγκρούομαι στους ώμους, μ’ εκείνον τον αγριάνθρωπο, το μάγκα, του οποίου τη φιγούρα συνάντησα, στον καναπέ, έξω από το δωμάτιο, αφότου είχα ξυπνήσει. Ο μάγκας τώρα, με κοιτά, με πλήρη ειρωνεία. Αισθάνομαι να θυμώνω.



- Ήταν ανάγκη

να έρθει κι αυτός; Ρωτώ την Αλεξάνδρα.
Αφήνω πίσω μου, στάλες, αφότου βούτηξα στη θάλασσα.
Στρώνω τη πετσέτα, πλάι στη δική της. Κάθομαι.
Ο μάγκας που είχε “τρακάρει” πάνω μου, χτες, ενόσω εισερχόμουν στο δωμάτιο της, πίσω στην κατοικία του πενηντάρη, στέκεται πλέον, καμιά δεκαπενταριά, περίπου, μέτρα, πιο μακριά, στην παραλία. Με τα περίεργα μαύρα γυαλιά του. Καπνίζει. Με το γνωστό του ύφος.
- Τώρα είσαι δικός μας, αποκρίνεται εκείνη.
- Τι σημαίνει αυτό; Ρωτώ.
- Άντρας είσαι. Θα καταλάβεις.
Τούτη η έκφραση της, με βάζει σε σκέψεις. Εγώ, που σε άλλες περιπτώσεις, παλιά στο λύκειο, θα άφηνα να με χτυπήσουν δυο τρεις συμμαθητές μου, για ψύλλου πήδημα (κατά πατέρα τους, κατά γιο). Εγώ που πάντα φοβόμουν τους μάγκες και όσους φαίνονταν, ή έδειχναν στην πράξη, το νταηλίκι τους –ακόμη και συγγενείς όπως μάθαινα. Που τρόμαζα με τις δυναμικές γυναίκες, ή δικαιολογημένα, με όσες έβριζαν εκεί έξω, με το πιο χυδαίο τρόπο. Τώρα έπρεπε, λέει, να κάνω παρέα μαζί του, με το ζόρι;
Στρέφω σ’ εκείνη.
- Δεν θυμάσαι πως είναι, ν’ αναπνέεις ελεύθερη, με καθαρή συνείδηση; Ν’ αγαπάς τον αέρα, τ’ οξυγόνο, στα πνευμόνια σου;
Το σκέφτεται.
- Αυτά είναι πολύ ωραία για παραμύθια, απαντά αυθόρμητα (ή όχι;).
- Εξάλλου στο είπα, μη επιχειρείς να με αλλάξεις, προσθέτει. Κοίτα τώρα τι σε περιμένει.
- Τι με περιμένει;
- Θα το μάθεις γρήγορα. Γυρίζει μπρούμυτα. Θέλει φαίνεται να μαυρίσει περισσότερο.
Εγώ είμαι ο έξυπνος; Που κάνω κήρυγμα.
Έριχνα τον εαυτό μου, βαθιά στο πηγάδι, τούτου του σιναφιού.




Αργότερα.
Στο σπίτι του πενηντάρη Ιάσονα. Ο οποίος δεν ζήτησε την παρέα μας, σήμερα.
- Ώστε Απόστολος, ε; ρωτά ο μάγκας.
Στέκομαι όρθιος απέναντι του, στο γκαράζ που χωράει τρία αυτοκίνητα. Αισθάνομαι φόβο, και μόνο που τον βλέπω, έστω κι αν είναι κοντός. Ικανός όμως να μου δώσει ένα καλό χέρι ξύλο, αν το επιθυμεί.
- Ναι.
- Σε εξιτάρει να τα βάζεις με το νόμο, έμαθα.
- Από πού πηγάζει αυτό; Ρωτώ με θάρρος (περίεργο για μένα).
- Για να κάνεις παρέα μαζί της.
-παύση-
- Δεν αρκεί όμως, μόνο, συνεχίζει να μιλά.
Καπνίζει.
- Χρειάζονται και οι γνωριμίες –χαμογελά, διακόπτοντας με.
(Ή ευθύνη για τις συνέπειες).
- Εσείς μου φαίνεστε πολύ ασφαλείς, εδώ πέρα.
- Χάρη σ’ ετούτο. Φέρνει στο φως, ένα περίστροφο από μια τσέπη του παντελονιού. Ίσως να ‘ραψε ειδική θήκη. Ποιος ξέρει.
Πρώτη φορά βλέπω όπλο, από κοντά. Στ’ αλήθεια.
- Πιάστο, δε θα σε φάει.
Κοιτάω αλλού.
- Καλά. Έχω αλλού να δεις.
Ανοίγει μια μυστική κρύπτη, αραδιάζοντς πάνω στο καπό ενός αμαξιού, δυο τρία, περίστροφα.
- Ξέρεις ονομασίες;
- Όχι. Δεν ασχολούμαι. Το ύφος μου είναι τραχύ.
- Θα έπρεπε.
- Γιατί θα έπρεπε;
Ξαφνικά με αρπάζει απ’ το λαιμό, άγρια.
- Γιατί αυτά θα σε σώσουν, όταν δε θα μπορείς να αμυνθείς.
- Άσε με. Άσε με. Σπαρταρώ για τη ζωή μου.
Προς στιγμή, σφίγγει ελάχιστα, με τη παλάμη, το λαιμό μου, και με μια στριφογυριστή τσιμπιά στο μπράτσο μου (που ξέρω πως θα μου αφήσει σημάδι), μ’ αφήνει. Προς το παρόν;
Το ύφος του αδυνατεί να φανεί πρόσχαρο. Μες την όλη ειρωνεία και κακία, που εξωτερικεύει αυτός συγκεκριμένα.
(Όποιος “αυτοκτονεί”, τον περιμένουν χειρότερα).
(Τελικά πρέπει να ‘μαι, ανόητος).
Παρόλο που τον περνάω ένα κεφάλι, νομίζω, δείχνει τόσο, πως το λένε σε άλλες περιπτώσεις οι γυναίκες, που μισούν την σταθερότητα σ’ έναν άντρα; Πως το λένε, δε μου ‘ρχεται. Α! προβλέψιμο.
Μόνο που ο κοντός μάγκας –γλαφυρά, από το πρόσωπο, κρίνοντας- παρουσιάζεται απρόβλεπτος. Ότι μισούσα πάντα, ιδιαίτερα στα μέτρα της Κυβέρνησης.
- Είναι δυνατόν να μη μισήσεις τους αστυνομικούς; Ακούγομαι θυμωμένος. Ξεσπάει, διαλύεται το φράγμα της αντίδρασης μου, σε μια Κοινωνία που θάβει κυριολεχτικά, το δικαίωμα να υπάρχεις.
- Χώνονται εκεί που δε τους παίρνει. Τους χρειάζεται ένα καλό μάθημα, αν συμφωνείς.
- Ένα καλό μάθημα. Ναι. Συμφωνώ μαζί του. Σφίγγω τη γροθιά.
Καταβάλει προσπάθεια, να χαμογελάσει.
Αν και αφήνει νοερά, την αίσθηση, να με συνοδεύσει στο ξέσπασμα μου, συγκρατείται. Ή όλο αυτό είναι αποκύημα της φαντασίας μου;
- Εσύ όντως, ακούγεται.
-ελάχιστη παύση-
- Σε εξιτάρει να τα βάζεις με το νόμο.
- Όταν αδικούμαι –σα ν’ ανάβουν τα λαμπάκια μου.
- Για συγκεκριμένο λόγο; (Με ψαρεύει).
- Όταν αφήνει τον ΣΕΒ να αδικεί τους εργαζόμενους.
- Ποιους; Ά, δεν ασχολούμαι με λαϊκισμούς, γελά.
Είναι τόσο χαζός όπως φαίνεται, ή το παίζει;
Αναρωτιέμαι γιατί του δίνω θάρρος, με προσωπικές εκμυστηρεύσεις. Όπως τις ανελκύει –από τη μνήμη- ο γερανός των πληγών, μιας ζωής.
Αν αυτή η δουλειά, απαιτεί συνεχή θυμό.
Μα είπαμε. Είμαι άντρας. Είμαι άλλο εγώ.

Αυτόματα θυμάμαι την τελευταία μου συνομιλία με τον προϊστάμενο προσωπικού, στα κεντρικά μιας εταιρείας, ο οποίος είχε, μάλιστα, θυμώσει, που ‘χα τρία χρόνια να εργαστώ. Του πέταξα λοιπόν κι εγώ, στα μούτρα: «δεν είναι ολωνών μας η ζωή, σπαρμένη με ροδοπέταλα». Τον διαολόστειλα μέσα μου, και έφυγα.
Τον πούστη! Γαμώ το μουνί που τον πέταγε!
Έπρεπε να ‘χα ένα μαδέρι, εκείνη τη στιγμή. Ή ένα όπλο!

- Υπάρχει ένα πρόσωπο που του χρειάζεται ένα μάθημα, μιλώ.
Τα μάτια του μάγκα, αστράφτουν.
(Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Παρομοίως η ξαφνική σύλληψη).
- Δεν έχεις τους μύες, μικρέ. Ούτε και τα κότσια, προφανώς.
(Χαμογέλασε αν μπορείς, μ’ αυτή τη παλιόφατσα).
- Άντε για ύπνο, μικρέ, κι εδώ είμαστε. Δε χανόμαστε.
- Άντε άντε. Δε φεύγει η ζωή.
Άμα θυμώσω εγώ, να δεις κότσια.




Έχουμε

Στήσει καρτέρι, έξω από την τελευταία μου δουλειά. Ένα πολυκατάστημα.
- Μας σας λέω ξανά –μιλώ- δεν ξέρω τι ώρα έρχεται ο διευθυντής.
- Νομίζω ότι από δω έχουμε άπλα, τα βλέπουμε όλα, πετάγεται ένας, από τα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου.
- Πάψτε, μουγκρίζει ο μάγκας, στο τιμόνι. Θα τον πετύχουμε, που θα πάει.
Από τη θέση του συνοδηγού, κοιτώ από γωνία, φάτσα, τη πρόσοψη του πολυκαταστήματος, θυμούμενος όλη την αδικία εις βάρος μου, να με κοροϊδεύουν. Να μην υπογράψω σύμβαση οχτάωρου. Όσο τον σκέπτομαι εκεί μέσα, και την οδηγία που έδωσε την τελευταία φορά που πήγα να πάρω τα ένσημα που έλειπαν, να μη τα παραλάβω ο ίδιος, από τα γραφεία, στο πατάρι, τόσο εντείνεται ο θυμός για το παχύδερμο. Γαμώ το ….
(Συγκρατήσου, Απόστολε).
Είναι κουραστικό να μη ξεθυμαίνεις όταν το επιθυμείς.
Κουραστικό να περιμένεις τώρα, άπρακτος.
Είναι κι η κάπνα από το τσιγάρο του μάγκα. Συν τη μουρμούρα των άλλων δύο, πίσω, για το στοίχημα.
Τέσσερις άντρες σ’ ένα αμάξι, δίνουν στόχο.
Το εξηγώ στον μάγκα.
- Εσείς οι δύο, τους κάνει νόημα, βγείτε. Τους δίνει οδηγίες, που να σταθούν. Είναι σχεδόν 10 το πρωί. Το παχύδερμο ο διευθυντής, δε φαίνεται.
- Κι αν λείπει σε διακοπές; Αύγουστος κιόλας, ρίχνω τη σκέψη μου.
- Τώρα μας το λες;
- Λέμε…




- Γιατί κύριε επιμένετε, πως πρόκειται για εξαφάνιση;
- Έχω εγκατασταθεί σπίτι του, εδώ και δυο μέρες. Ξημερώνει η τρίτη κι ακόμη δεν επέστρεψε.
Το βλέμμα του πατέρα μου, εμπρός στον διοικητή του αστυνομικού τμήματος, δείχνει καθαρά, αγωνία. Εδώ και δυο ημέρες, ξανά, του ανέβηκε η πίεση. Το χέρι του τρέμει. Το παρατηρείς όπως και να ‘ναι.
- Απόστολος τάδε. Μάλιστα. Αλλά εδώ, κύριε, δε μιλάμε για μικρό παιδί. Αποκλείεται να βρίσκεται σε εκδρομή; Κάπου με φίλους; Να τον παρέσυρε καμιά κοπελιά. Ξέρετε –χαμογελά. Συμβαίνουν αυτά.
- Όχι, όχι. Ούτε φίλους έχει, ούτε βγαίνει και καθόλου. Τον γιο μου δεν ξέρω;
- Καλά, κύριε. Καταλαβαίνω. Εσείς ως πατέρας είναι δικαιολογημένο ν’ ανησυχείτε.
- Κάντε κάτι κύριε Διοικητά. Σε ότι αγαπάτε.
- Εντάξει εντάξει. Σηκώνονται όρθιοι. Δίνουν τα χέρια, αφήστε παρακαλώ ότι στοιχεία έχετε, φωτογραφία κλπ, και θα επιληφθούμε του θέματος.
- Σύντομα
- Θα δείξει. Θα δείξει. Χαμογελά στον πατέρα μου. Θα δείτε. Θα βρεθεί άκρη.
- Ευχαριστώ.
Το γραφείο μένει με ένα άτομο.




- Δε γίνεται τίποτα, μιλά ο μάγκας. Αν ήταν, θα είχε φανεί. Θα ‘ρθούμε ξανά, το βράδυ.
Κάνω μια γκριμάτσα. Κάτι μεταξύ: ώχ, πως έφτασα ως εδώ, με: δεν φταίω εγώ, που δε φάνηκε το παχύδερμο, ο διευθυντής (την κατάρα μου να έχει, ότι κι αν σημαίνει η φράση).




Απόγευμα προς βράδυ.
Η Αλεξάνδρα εισέρχεται φουριόζα, στο δωμάτιο της. Με βρίσκει που παρακολουθώ τηλεόραση.
- Δε μου λες –μου μπλοκάρει την εικόνα στο χαζοκούτι.
- Θα φύγεις από τη μέση; παραπονιέμαι.
- Το σκέφτηκες πολύ, αυτό που έκανες;
- Δεν σε καταλαβαίνω. Και δεν έχω και όρεξη για κουβέντες.
- Ακούς εκεί να συνεργαστείς μαζί τους, να πιάσετε τον τελευταίο σου εργοδότη!
- Του χρειάζεται ένα καλό μάθημα, απαντώ ξερά.
- Εσύ παιδί μου, το ‘χεις χαμένο. Πάει, το ‘χασες! Που να ψάξω, θα μου πεις; Είσαι. Είσαι…
- Τι είμαι; Έλα τελείωνε. Βαριέμαι.
- Τελικά είσαι ηλίθιος να μπλέξεις μαζί τους!
- Ηλίθιος είμαι που σ’ αφήνω να μπερδεύεις τη μια ότι είμαι ελεύθερο άτομο, και την άλλη που μου λες να βγάλω μόνος, χρήματα.
- Πως; Ζητώντας λύτρα από τη γυναίκα του διευθυντή; Το ‘χεις χαμένο; Σ’ εσένα θα δώσουν τα χρήματα;
- Ποια λύτρα, μου κοπανάς. Για εκδίκηση. Αποκλειστικά.
Η Αλεξάνδρα, αμέσως, πιάνει την τσάντα της. Με πλησιάζει. Βγάζει ένα μικρό περίστροφο, πιέζοντας το, στο κρανίο μου.

Αμέσως φοβάμαι. Τρέμοντας, ψελίζω:
- Τι πας να κάνεις; Είσαι τρελή; Φωνάζω τώρα.
- Πρόσεξε Απόστολε! Πρόσεξε μη βρεθείς στ’ αλήθεια, στην άκρη ενός όπλου. Ο μάγκας, όπως τον ονόμασες, δεν αστειεύεται. Ή νόμισες πως θα σου δώσουν, κιόλας, όπλο, να καθαρίσεις τον διευθυντή; Έ; εξυπνάκια;
- Δε μιλήσαμε για όπλα, και πάρτο, απ’ το κεφάλι μου! Ακούς; Πάρτο! Στριγκλίζω έντρομος.
- Σπάσιμο θέλει, να ξυπνήσεις!
- Άντρας είμαι, κι ότι θέλω κάνω! Τελείωσες; Παράτα τις χαζομάρες σου!! Στριγκλίζω πιο ήρεμα, τώρα. (ξαφνική στιγμή θάρρους, όπως ολόκληρος ο βίος μου).
Αυτή κρύβει το όπλο. Κάθεται στο κρεβάτι.
- Ειλικρινά δεν μπορώ, Απόστολε, να σε καταλάβω.
- Ανησυχείς; Κάνω προσπάθεια να την ειρωνευτώ. Πονά το στομάχι μου. Μάλλον για τουαλέτα το βλέπω.
- Όσοι δεν έχουν μυαλό.
- Στην αδικία απαντάς με αδικία, Αλεξάνδρα. Εσύ μου το έμαθες.
- Μήπως πήρες τίποτα; Μιλάς ασυνάρτητα.
- Απλά ακολουθώ το πεπρωμένο μου. Εκδικούμαι την Κοινωνία που δεν βοηθάει. Εξάλλου έχω ένα άριστο παράδειγμα εμπρός μου, την καρφώνω με το βλέμμα.
Το διαισθάνθηκε φαίνεται, στρέφοντας προς το μέρος μου.
- Καιρός να δώσω κι εγώ, λίγο ξύλο. Τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο. Μιας και με τα λόγια απέτυχα.
- Έτσι ξαφνικά σου την έδωσε;
- Τι ακριβώς; Σώπα, Αλεξάνδρα, έχω όρεξη για συζήτηση! Χαμογελώ.
- Όρεξη να γίνεις κακός. Ή το ‘χες πάντα;
- Γιατί ξαφνικά, προστατευτική; Νόμιζα θα χαιρόσουν. Είναι πλέον αργά, και δεν θέλω να φύγω από ‘δώ πέρα. Μαθαίνω στην καλοπέραση! Εγώ παιδί μου, έπρεπε να γεννηθώ στα λεφτά! Γυναίκες να με υπηρετούν. Να χαίρομαι τη ζωή. Να ξεπληρώνω τα χρέη.
- Με στενοχωρούν τα λόγια σου.
Ανασηκώνομαι.
- Κοίτα, φίλη μου. Το τρένο όπως ξέρεις, άμα ξεκινήσει. Έλα, χαμογέλα λιγάκι. Σκέψου να μην κινούνταν το τρένο, σε ράγες. Είναι δυνατόν;
- Δεν σε καταλαβαίνω, Απόστολε.
Κάθομαι πλάι της. Τοποθετώ το χέρι στον ώμο της.
- Άκου γλυκιά μου γυναίκα. Κάποια πράγματα συμβαίνουν για ορισμένο λόγο. Η γνωριμία μας, η κλοπή από σας, πραγμάτων απ’ το διαμέρισμα μου. Που ξέσπασα τα νεύρα μου, κλέβοντας έναν ψιλικατζή. Οι διασκεδάσεις μας. Που με ξεπαρθένεψες –χαμογελώ- διαφορετικά δεν θα το ‘κανα, ποτέ (εκείνη σοβαρή ακόμα). Η περιπέτεια. Η ανάγκη και των δύο για καλή ζωή. Ο μέντορας σου και οι μπράβοι του.
- Που γίνατε φιλαράκια; Εξακολουθεί το παράπονο της.
- Φιλαράκια όχι. Απλά δεν χρειάζεται, δεν θέλω (να δω τι θα πεις τώρα) να τους αντιμετωπίσω. Κι απ’ το να θέσω τους δικούς μου σε κίνδυνο, καλύτερα ν’ ανήκω στο σινάφι σας. Καλή ιδέα, μου ακούγεται.
- Δεν πίστευα ότι έχεις τόσο μίσος μέσα σου.
- Φαίνεται δε μου ‘φτανε το ξύλο που έφαγα στη ζωή μου. Μα να ‘σαι καλά, όχι στο παραδέχομαι, -μιλώ πιο δυνατά- που με κάνετε να θυμώνω.
- Αυτή τη κακία μέσα σου, να τη προσέξεις, μιλά κοφτά.
- Φαίνεται πως είναι η ώρα, φίλη μου, να ξεσπάσει η οργή του πράου. Το περίμενα πολύ καιρό εξάλλου.
- Εσύ σίγουρα έχεις πάρει κάτι.
Ξαφνικά βαριέμαι για συζητήσεις.
Απομακρύνομαι από κείνη. Ξαναξαπλώνω όπως προηγουμένως, στο κρεβάτι.
- Αν θα μείνεις, κάνε μου, απλά, παρέα. Μα μη μ’ ενοχλείς με φιλοσοφίες. Τις βαρέθηκα.
Η Αλεξάνδρα, μου ρίχνει μια ματιά. Σηκώνεται. Φεύγει απ’ το δωμάτιο.









Η αντιπαράθεση



(Ήταν ένα κορίτσι κάποτε,
που αγαπούσε την ποίηση,
Και έγραφε,
Μερικά ερωτικά ποιήματα,
Που θα τα μοιραζόταν, μόνο,
Με εκείνον που θα την αγαπούσε πραγματικά.
Το όνομα της ήταν Λίζα.

Έπρεπε απλά, να εμπιστευτεί κάποιον,
Και υπήρχαν πολλοί,
Πεινασμένοι για αγάπη,
εκεί έξω).



Η Αλεξάνδρα, έφυγε απ’ το δωμάτιο της, αφήνοντας με μόνο, όπως της ζήτησα.
Κοιτά πίσω της, για λίγο τη λουστραρισμένη πόρτα, σα να με διακρίνει, μέσα από αυτή.
Κατόπιν, ήρεμη όσο μπορεί, πλησιάζει τον χώρο όπου βρίσκεται ο πενηντάρης, Ιάσονας. Ένα μεγάλο σαλόνι, περιποιημένο, με κλασσικά έπιπλα, που σήμερα θα αποκαλούσαμε, αντίκες ή όπως τέλος πάντων τα ονομάζουν οι μαγαζάτορες. Που συνήθως τα πωλούν ακριβά. Κρίμα φυσικά, για όσους αγαπούν την καλαισθησία.
(Κάτι πρέπει να ..αγαπάς, μες την παρανομία).
- Καλώς την. Πέρασε.
- Σου είναι πολύ εύκολο να μπλέκεις τις ζωές των ανθρώπων, τον κατακεραυνώνει.
- Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, αποκρίνεται εκείνος, δήθεν αδιάφορος.
- Που πας να μπλέξεις τον Απόστολο. Αυτό εννοώ! Υψώνει απότομα τη φωνή.
- Δική σου ιδέα, καλή μου ήταν να μου τον φέρεις, της χαμογελά.
- Και πας να καταστρέψεις κι αυτόν!! Χτυπά με δύναμη τη παλάμη της σ’ ένα έπιπλο. Παραλίγο να έπεφταν κάτω, κάτι κηροπήγια. Επίσης ένα περίτεχνα ζωγραφισμένο, πιάτο.
- Τι σ’ έπιασε σήμερα; Τη ρωτά με μια ψύχραιμη απάθεια.
- Ακούς εκεί να βάλεις τους μπράβους σου, να τον σιγοντάρουν. Για ένα του καπρίτσιο! Αναρωτιέμαι τι ωφέλεια θα έχεις εσύ, από όλο ετούτο.
Εκείνος σηκώνεται από έναν καναπέ, και την πλησιάζει.
- Αλεξάνδρα –η φωνή του ακούγεται σα να καθησυχάζει ένα παιδί.
- Αφού μου είπες, δηλαδή ο άνθρωπος αυτός, που έκλεβε τον ίδιο του τον πατέρα, -μικρή παύση- πίστευες, πως είναι ικανός να αλλάξει; Μμμ;
- Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι; (σα να ηρεμεί στα δύο τρίτα, η ένταση της φωνής της. Γίνεται;).
- Καινούρια τερτίπια σήμερα.
- Καινούρια τερτίπια, γαμώτι μου!! Δίνει μια, σπάζοντας ότι συναντά η καμπύλη της κίνησης του χεριού της.
- Πρόσεξε! Το βλέμμα του είναι αυστηρό.
- Κακομοίρη χοντρέ! Που νόμισες ότι έχεις δικαίωμα. Νομίζεις! Τι είναι η ζωή; του τραβά ένα πέτο από το κοστούμι του.
- Και ποια είσαι εσύ, που θα μου κάνεις κήρυγμα, ε; φωνάζει τώρα, αυτός. Δε φτάνει που σε μάζεψα μόλις κατέβηκες στην Αθήνα.
- Εσύ; -τον ειρωνεύεται.
- Ο Φάνης. Μα δεν έχει σημασία.
- Είσαι πραγματικά, κάτι… …χοντρέ. Φαινόμενο θα έλεγα. Αλλά που να καταλάβεις εσύ. Σάμπως αγάπησες ποτέ σου, τίποτα;
- Εσύ, Αλεξάνδρα δε μου έλεγες κρυφά, στ’ αυτί, μόλις τον συνάντησα, να του οξύνουμε το θυμό, μήπως αλλάξει γνώμη; Ξαφνικά τα μπέρδεψες ή κάτι δεν πάει καλά, στ’ όμορφο κεφαλάκι σου. Απέκτησες συνείδηση; Είσαι απίστευτη, το ξέρεις; Έλα, έλα, γύρνα στο παιχνίδι σου, της χαμογελά, προσπαθώντας τώρα, ο πενηντάρης Ιάσονας, να κατευνάσει, τα πνεύματα. Μιλά ήρεμα. Γιατί άραγε;
- Δε θα με κρίνεις εσύ!
- Εγώ τουλάχιστον, είμαι, ένα πράγμα.
- Ένα πράγμα είσαι, ναι, γελάει αυτή.
- Αλεξάνδρα πρόσεχε, τρέμει νευρικά, η φωνή του. Θυμήσου ποιος διαθέτει εξουσία, εδώ πέρα.
- Τι θα μου κάνεις; Έ; Ιάσονα; Πλούσιο κατακάθι;
Δεν της απαντά. Αποφεύγει το πλατύ κοροϊδευτικό, χαμόγελο της. Της γυρίζει τη πλάτη.
- Δε θα βγει σήμερα το βράδυ, ο Απόστολος, όπως σου μήνυσε ο μάγκας σου. Ακούς; Ακούς που σου λέω; Του φωνάζει πιο δυνατά, στο τελείωμα της φράσης.
Εκείνος βλοσυρός, στρέφει προς το μέρος της.
- Για σήμερα μόνο.
- Ποτέ!! Στριγκλίζει εκείνη, κι αποχωρεί, δίνοντας μια κλωτσιά σε μια καρέκλα.
Ωχ! Ετούτο το ξέσπασμα της, την πόνεσε.
Απομακρύνεται, σχεδόν κουτσαίνοντας.
Τη στιγμή που πάει να ανοίξει την πόρτα για το δωμάτιο της, την πλησιάζει ο κοντός μάγκας.
- Για πού το ‘βαλες; Του μιλά με νεύρα. Δεν θα ‘ρθει μαζί σου.
- Πρόσεξε, μικρή μου. Αμέσως της γυρίζει την πλάτη, κι απομακρύνεται.
Η Αλεξάνδρα στέκεται στο ίδιο σημείο. Με κατεβασμένο κεφάλι, και την κίνηση του χεριού, σταματημένη στο χερούλι της πόρτας -προσπαθώντας;
Σκέπτεται: Μήπως είμαι θύμα, τελικά; Όπως είπε ο Απόστολος.

Το δυνατό γέλιο του μάγκα, κάπου μακρύτερα, της ακούγεται…
Ούτε κι εκείνη είναι ικανή να του προσφέρει ένα τόπο. Χώρο. Συνάντηση με το ίδιο της το είναι.
Η νέα γυναίκα συλλογίζεται ..Επινοεί ένα χώρο, όπου της δίνεται αξία. Ο τελευταίος καιρός. Τα καλά στοιχεία του Απόστολου και η ανάγκη της, νέα, όπως η ηλικία της. Μια νέα επιθυμία. Κάτι ομιχλώδες. Μια ανάγκη, ναι. Μια ανάγκη, μόνο για την ίδια.
Συμμαζεύει το είναι της, την ίδια της τη διάθεση.
Επιστρατεύει όποιες ψυχικές αντοχές. Παλινδρομήσεις. Εξαρτήσεις. Απάθειες. (Αχαριστίες). Σκέψεις που ούτε θέλει να παραδεχτεί. Όχι, όχι τώρα. Όχι τώρα. Δε θέλει. Όχι τώρα.
Στρέφει το χερούλι, εισερχόμενη στο δωμάτιο, χαμογελώντας αέναα.

18


Τη βλέπω να εισέρχεται στο δωμάτιο. Δείχνει ανήσυχη.
Συμβαίνει κάτι; κάνω ένα μορφασμό, προσπαθώντας να είμαι αστείος. Έχω κλείσει την τηλεόραση. Απλά κοιτούσα έξω. Στο απροσδιόριστο πουθενά. Τώρα εκείνη.
- Καλά είμαι, μιλά.
- Κοίτα μια όμορφη μέρα, έξω, συνεχίζω την ψευτοπρόσχαρη διάθεση.
- Δεν σε είδα να το δείχνεις. Μα τι λέω. Το πρωί βρισκόσουν, στο καρτέρι. Υποκρίνεσαι;
- Ναι. Πιστεύω πως είναι κάτι που πρέπει να συμβεί.
- Να υποκρίνεσαι; Πρόσεχε μη πληγωθείς, Απόστολε.
- Άντρας είμαι. Θα καταλάβω.
- Χαζέ –κάνει προσπάθεια να φαίνεται ήρεμη.
- Απόψε είσαι δικός μου. Εννοούσα ότι ανήκεις στο… -το σκεπτόταν- Θα είμαστε μαζί από δω και πέρα. Εννοούσα μαζί, σήμερα. (Καλά, μη το σκέφτεσαι τόσο).
- Μάλιστα, αποκρίνομαι δήθεν αδιάφορος.
- Τι θέλεις να κάνουμε;
- Δεν ξέρω. Δεν συνήθισα να παίρνω πρωτοβουλίες, χαμογελώ σαρδόνια.
- Κάτι πρέπει να γίνει με τα δόντια σου.
- Όταν κερδίσω το ΛΟΤΤΟ.
- Όπως πας, θα το κερδίσεις.
Με κοιτά σοβαρή.
Μετακινείται στο μπαρ. Γεμίζει ένα ποτήρι με ουίσκι. Πάγος.
- Θέλεις;
- Ξέρεις ότι δεν πίνω ποτά.
- Και η τελευταία φορά;
- Η Νέα Μάκρη. Μοιάζει παλαιά εποχή. Παλιά ζωή.
Αφήνει το ποτό της στο κομοδίνο, πλάι μου.
Μου φέρνει να δω εκείνο το λεύκωμα.
- Νοσταλγίες; -τα μάτια, τα μάτια μου, σ’ εκείνη.
- Δεν μπορείς, τίποτα ασχολίαστο.
- Καλά. Καλά. Υποχωρώ.
- Κάνε πιο πέρα.
Μετακινούμαι στο άλλο πλευρό του κρεβατιού. Ξαπλώνει πλάι μου, ακουμπώντας τη πλάτη της, στο προσκέφαλο του κρεβατιού.
- Που είχαμε μείνει; Ρωτά.
- Να δω.
Ξεφυλλίζω το λεύκωμα. Μάλιστα.
Μάλιστα. Διαβάζω: θα μπορούσα να στηρίξω τη ζωή μου πάνω σε συμφέροντα;
Ετούτη η φράση από το στόμα μου, προκάλεσε στη νέα γυναίκα, εσωτερική ταραχή. Κάτι σαν καμπανάκι. Σαν συνέχεια του προηγούμενου της τσακωμού, με τον πενηντάρη Ιάσονα. Με τις περίεργες παρασκηνιακές του επαφές.
Διαβάζω από μέσα μου: Στο ουδέποτε, ενός ονόματος, και κάποιος απαντά, στο συνήθη ύφος, γραπτού λόγου: το αντίθετο.
Η Αλεξάνδρα διακρίνει εκείνο το: «Νομίζω όχι. Κι αν κάποτε γίνει κάτι τέτοιο, δε θα το κάνω με τη θέληση μου». «Ποτέ μα ποτέ;».
Γυρίζω σελίδα.
Σε δέκα λεπτά παντοδυναμίας. Βαρετό και ανέφικτο.
Το μεγάλο μου μυστικό. Δεν έχω όρεξη. Γρήγορα σε άλλη σελίδα.
- Γιατί προσπερνάς έτσι;
- Δεν μ’ ενδιέφεραν.
Ποια η γνώμη σου για την Αλεξάνδρα;
« Είναι απίθανη, γεμάτη ζωντάνια». «Ένα τρελοκόριτσο με καλή καρδιά».
Αλλάζω σελίδα.
- Γνώμη καμία, για μένα;
- Μπα, χαμογελώ. Της ρίχνω μια παιχνιδιάρικη ματιά.
Προσπερνώ δύο σελίδες που δεν με ενδιέφεραν οι τίτλοι.
Εδώ τώρα: τι εστί φιλία.
«Λέξη ιερή, που ανθεί σπανίως». Δεν ξέρω για αιώνια, σε περίπτωση που ανθίζει. Συλλογίζομαι, πως όλο και κάποιος άντρας θα πρέπει να πλησιάζει, κάπου κοντά, στα 40, προτού προσγειωθεί και αποδεχτεί τον άνθρωπο στη γυναίκα. (Τους γείτονες, μήπως;).
Προσπερνώ, λόγων τρίτων, δυο ουτοπίες και μια τρίτη, έτσι κι αλλιώς.
- Δεν πιστεύεις στην ελπίδα; Ρωτά.
- Μόνο με χρήματα στην τσέπη.
- Δεν περίμενα να προσγειωθείς κι εσύ.
- Χάρη σ’ εσένα.
- Τουλάχιστον μη γίνεις άγριος –εξασθενεί μέσα της, κάπου, το προστατευτικό συναίσθημα, για μένα.
- Τι εννοείς; Απορώ.
- Σαν τους νέους σου φίλους.
- Έλα τώρα, τα παιδιά. Άνθρωποι είναι κι αυτοί…
- Και τι άνθρωποι, Απόστολε –χαμογελά αβέβαια.
- Τέλος πάντων. Καιρός μου είναι.
- Για τι;
- Μη με κουράζεις. Απλά παίρνω, εκδίκηση, είπαμε.
Ετούτη η φράση δεν άρεσε καθόλου στη νέα γυναίκα. Επειδή δεν καθορίστηκε επακριβώς.
Την παρατηρώ που πιάνει ξανά το ποτήρι. Πίνει γουλιές απ’ το ουίσκι της.
Τι εστί καρδιά. Αγάπη.
Σταματώ τώρα, στο Τι εστί Γάμος.
Τι ουτοπίες φανταζόμαστε, παιδιά. Ένα παιχνίδι, η ζωή, σαν επιτραπέζιο παιχνίδι.
Εκείνη τη στιγμή, χτυπά το κινητό της. Μια φορά. Δε δίνω σημασία.
Ο γάμος γράφει, ένα όνομα: «Για μερικούς κρεμάλα. Σε άλλους όμως, μια μακροχρόνια ευτυχία και αγάπη».
Προσπερνώ κι άλλες σελίδες.
Τι δώρο θα ‘θελα να μου κάνουν: «Δαχτυλίδι αρραβώνων».
Χαμογελώ. Για το χρυσάφι ή για το σκοπό; Ρωτώ από μέσα μου.
(Ξοδεύω το χρόνο μου με λευκώματα).
- Δεν βρίσκεις όρεξη να γράψεις, πια, γνώμη σου;
- Μπα, απαντώ ξερά.
Το κινητό της χτυπά ξανά. Τρεις, τέσσερις. Την πέμπτη φορά, σταματά. Διακόπτει το ενοχλητικό ντρίν ντρίν. Εκείνη σκέπτεται, μήπως της κάνουν ψυχολογικό πόλεμο.
«Θα ήθελα να μου χαρίζουν οι άνθρωποι που αγαπώ, την αγάπη τους».
Πάνω που περνάει από το νου μου, να αλλάξω σελίδα –βαριέμαι αρκετά- εκείνη σηκώνεται.
- Μπαίνω για ένα μπάνιο, χαμογελά, φτιάχνοντας μια τούφα στα μαλλιά της, κοντά στο αυτί.
- Εσύ;
- Μετά από σένα. Αν κάνεις γρήγορα.
- Ναι, ναι. Πως. Χαμογελά, θηλυκά.
Απομακρύνεται από το οπτικό μου πεδίο.
Σκοτεινιάζει.
Αφήνω το λεύκωμα στα γόνατα μου, ανοιχτό.
Μου φαίνεται πως είμαι τραχύς, στις κινήσεις, στα λόγια, εξίσου.
Το κινητό της ακούγεται τώρα, σα να της αφήνουν μήνυμα.
Ακούω τον ήχο του ντους.
Είμαι περίεργος. Σηκώνομαι. Για να δούμε. Πατώ το κουμπί. Διαβάζω: «σου θυμίζω απλά, ότι έχουμε μέρες, να κάνουμε έρωτα». Υπογραφή, Ιάσονας.


Η Αλεξάνδρα αργεί πολύ ώρα εκεί μέσα, μου φαίνεται.
Κλείνω τα μάτια. Αφήνω τον ήχο των πουλιών έξω, να μου χαρίσουν το δικό τους δώρο.


Το ξυπνητήρι με αναστατώνει.
Βρίσκω ένα σημείωμα δίπλα μου: «Κάνε μπάνιο. Διάλεξε ρούχα απ’ τη ντουλάπα. Μην αργήσεις».
Υπακούω θέλοντας και μη. Οτιδήποτε για να βγω από δω μέσα. Καλοκαιρινό βράδυ, άλλες φορές, κλεινόμουν στο σπίτι. Αλήθεια, το θεωρούσα φυσιολογικό.
Τώρα ζώ κι εγώ!


Η Αλεξάνδρα με πετυχαίνει, να με καμαρώνω στον καθρέφτη. Στρέφω και την κοιτώ.
Θεέ μου! Είναι πανέμορφη.
Έβαψε τα μαλλιά της; Μαύρα. Ριχτά τώρα, λίγο πιο κάτω από τους ώμους. Φορά ένα αέναο, μαύρο, φόρεμα. Μίνι δηλαδή, αν και ολόσωμο –τουλάχιστον ως εκεί που κόβεται το ύφασμα. Με πολύ καλό ντεκολτέ. Η πλάτη ανοιχτή; Μάλλον.
Τόσο απλό το ντύσιμο της, αν και προκλητικό.
Άλλες φορές θα συνιστούσα να έκλεινε μια γυναίκα, το ντεκολτέ της, για να μπορώ να συζητήσω μαζί της. Μα τις τελευταίες ημέρες, αισθάνομαι, θαρρώ, να μου ‘χουν κάνει, “ενέσεις” θάρρους. Πιο συχνά, όταν είμαστε μόνοι. Εξάλλου, μια ζωή περίμενα τα πάντα από τους γύρω.
- Είσαι τόσο όμορφη.
- Ευχαριστώ, απαντά, σα να ντρέπεται.
Πρωτοφανές. Μ’ έχει παρασύρει το καλοκαίρι. Πολύ ζέστη σήμερα.
- Δε μου λες. Θα το φορέσεις αυτό; ρωτά.
- Σακάκι είναι. καλοκαιρινό. Πολύ ελαφρύ. Πίστεψε με.
- Πας σε meeting;
- Αλεξάνδρα, χαμογελώ. Έλα, το βγάζω. Ευχαριστημένη;
- Τώρα είσαι ωραίος.

Φορώ ένα ωραίο, ανοιχτό καφέ, παντελόνι, μ’ ένα λευκό μακό, που δε βρίσκω λόγια να το περιγράψω. Τόσο ωραίο είναι. Με κάτι ζωγραφιές λίγο πάνω από το στήθος. Συνδυάζω όλο το ντύσιμο με πολύ ωραία, επίσημα, στο πολύ ανοιχτό τους, καφέ χρώμα, παπούτσια. Όπως εκείνα που φοράνε οι πλούσιοι.
Βγαίνουμε, πλησιάζοντας το γκαράζ. Πολύ ζεστή νύχτα. Πολύ ζεστή. Περιέργως δεν μας ακολουθεί κανένας.

Το αυτοκίνητο της ξεκινά αργά αργά.
Τούτη η περιοχή έχει περίεργους δρόμους, με λεωφόρους σχεδόν ερημικούς, θαρρώ. Προσπαθώ να προσανατολιστώ σε ποια πλευρά του νομού Αττικής, βρισκόμαστε.
Το αντιλαμβάνομαι μόνο όταν βγαίνουμε στην Εθνική οδό. Χωρίς κίνηση, η διαδρομή μας. Αύγουστος μήνας. Στα τέλη του. Οι χριστιανοί θα στρατοπέδευσαν στην Τήνο. Οι άλλοι στα χωριά τους.
Ακούμε μουσική. Ελληνικά τραγούδια. Μ’ αρέσουν.
- Καινούρια είναι αυτά, μιλώ.
- Ένα παλιό cd μου.
- Μάλιστα.
Διανύουμε με όμορφη διάθεση, χιλιόμετρα και χιλιόμετρα.
Τα τζάμια είναι κατεβασμένα, μα το άρωμα της, θαρρώ, δεν εξαντλείται. Λες και το συγκρατεί με μαγικά.
Μετά από λίγη ώρα, παρατηρώ να ‘χει πατήσει το γκάζι.
- Συμβαίνει κάτι;
- Απλά σιγουρεύομαι πως δεν μας ακολουθούν.
Πατά το γκάζι περισσότερο, τώρα. Τρέχουμε, με, με, επιχειρώ μια προσπάθεια να δω, μες τη φούρια μου να φορέσω τη ζώνη. 130, 140! Τώρα. Γρήγορα όμως, πέφτει η ταχύτητα του οχήματος, στα 100. Με 90 πλέον.

Κατευθυνόμαστε νότια. Κάνουμε την εμφάνιση μας στον Κηφισό. Μόλις γνώρισα που βρισκόμαστε.
- Πάμε ταξίδι;
- Όχι, χαζούλη. Απλώς πηγαίνουμε βόλτα.
- Λίγο ανιαρή. Δε θα σταθούμε κάπου;
- Μη γίνεσαι βιαστικός.

Πιο κάτω στρίβει, με κατεύθυνση προς Πειραιά.




Σταθμεύει κοντά στο στάδιο Ειρήνης και φιλίας, σε τέτοιο σημείο, που να μπορούμε να περπατήσουμε, ως το τελευταίο café, πριν το στάδιο. Τι όμορφη νύχτα. Ζεστή όμως. Θαρρώ έχω ιδρώσει στην πλάτη. Το πουκάμισο κολλά πάνω μου.
Βαδίζουμε αργά, κοιτώντας τη θάλασσα. Τ’ αστέρια εκεί πάνω. Αντλούμε θαρρώ, πνοές δροσιάς από τη θαλάσσια αύρα.
Παρατηρώ τα ζευγαράκια που μας προσπερνάνε, και πράττω κάτι τολμηρό, χάρη στην παρουσία της πανέμορφης συνοδού μου -μακιγιαρίστηκε λίγο έντονα, αλλά μ’ αρέσει.
(πάει και η διάκριση περί ηθικής)
Πλησιάζω, τυλίγω το χέρι μου γύρω από τη μέση της. Εκείνη στρέφει, μου χαμογελά. Φαίνεται πως το χρειαζόμαστε, εξίσου. Μυρίζει τόσο ωραία. Η όψη του λείου δέρματος της. Το άρωμα της. Η χαρά του να είσαι νέος.
Στεκόμαστε για λίγο, κοιτώντας τον μακρινό, σκοτεινό, ορίζοντα. Με τα φώτα από τους στύλους του δήμου, παραλιακά στο πλακόστρωτο, να προσπαθούν να μας προσγειώσουν, στην αληθινή διαβίωση. Μα του κάκου.
- Δεν είναι όμορφη η ζωή; την ακούω να μιλά.
- Ναι. Με παρέα, οπωσδήποτε. Κι εσύ είσαι τόσο όμορφη, απόψε.
- Θαρρώ με φλερτάρεις.
- Τις γλυκιές κοπέλες, πάντοτε.
Εκείνη τολμά. Πιάνει τη παλάμη μου.
Σα ζευγαράκι είμαστε. Σα να σταμάτησε ο χρόνος.
Σα να είναι οι ήχοι των αυτοκινήτων, μακριά στη λεωφόρο, που περνούν, πίσω μας, πλαϊνά του σταδίου, Ειρήνης και φιλίας, και προς τις δύο κατευθύνσεις, κάτι τόσο μακρινό. Απομακρυσμένο από τις νεανικές μας, υποστάσεις.
Μακριά ακόμη κι απ’ τα χαμόγελα των ανθρώπων, στα café. Εκεί που απολαμβάνουν το παγωτό τους, οι οικογένειες, περπατώντας εδώ, κάπου, πλαινά μας, μακρύτερα πιθανόν.
Να ζεις το όνειρο κι όσο κρατήσει.
Εξάλλου, τα όνειρα διαρκούν τόσο λίγο.

Στην επιστροφή, στο σπίτι, μένουμε απλά, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και φιλιόμαστε απαλά, για λίγο. Ο ύπνος έρχεται και μας σκεπάζει με το δικό του κόσμο.



19




Θέλω ν’ αφεθώ, τραγουδά κάποιος νεότερος Έλληνας, στο μουσικό στερέωμα. Να αφεθείς στην έντονη αγάπη, των τελευταίων ωρών-ημερών, του Αυγούστου. Του ίδιου του καλοκαιριού. Ακόμη όμως και τους θερινούς μήνες, η αγάπη, πρέπει να κερδηθεί. Δε διαφέρει. Δεν αποστασιοποιείται η ζωή, το καλοκαίρι. Διαφορετικά ζεις μια ουτοπία. Το σημαντικό που περιμένεις, να ακούσεις από κάποιον: το όνειρο μου είναι, να γίνω καλός άνθρωπος, ήδη να είμαι. Να μη περιμένω, μετά τα 30. Η ευθύνη του ίδιου μας του εαυτού. Τα ποιήματα είναι πολύ ωραία, όπως και η συντροφικότητα, μεταξύ ατόμων, αντίθετου φύλου, πρακτικά όμως, στα λόγια, είμαστε άφταστοι. Στα θέατρα, εννοείται, στους τίτλους.
Ξυπνάς όμως, ένα πρωί, με τον πονοκέφαλο της ζωής στα μηνίγγια της υπόστασης σου. Εννοώντας πόρο ρεζίλι γίνεσαι. Όταν δεν ζεις μια φυσιολογική ζωή, δουλεύοντας. Επειδή τότε, δεν έχεις κουράγιο ή δυνάμεις, μετά την ορθοστασία, να ενοχλήσεις τους γύρω. Βέβαια, οι εξαιρέσεις, επιστρέφουν, ύστερα από μια γερή καταπρακιά, ξεσπώντας. Πιστεύοντας ότι είσαι, ελεύθερος.




Η μορφή του ανθρώπου

Που εύστροφα, πιστεύει,
Σ’ εκείνο,
Με το οποίο δεν θα ασχοληθεί,
Επειδή η αγάπη,
Μόνο αφοσιωμένη, αποδίδει.
Δύσκολος εργοδότης η αγάπη
Τίμιος, μόνο όταν κάνεις καριέρα.

Δεν επιβιώνουν, στοιχήματα, εδώ.
Ούτε πολλά πάρε δώσε,
με θεωρίες.

Κουραστικό να νοιάζεσαι.
Να βλέπεις πως είσαι άνθρωπος
Που πρέπει να μάθει να ζει
Ανάμεσα σε άλλους.

Σ’ αυτό
που αποκαλούμε πόλη.
Με γείτονες.
Δικαιωματικά,
Πόσοι το ‘χουν κερδίσει, άραγε.
Τη συνειδητοποίηση.


Θαρρώ έχω ξυπνήσει μόνος μου, κάπου. Θεωρητικά –με τη τρισδιάστατη φαντασία μου- πίσω στο παλιό μου κρεβάτι. Στο δικό μου σπίτι, στο κέντρο της πόλης. Μόνος. Ξεκομμένος από τη ζωή. Χωρίς υποχρεώσεις. Εξακολουθώντας να μισώ τη ζωή, με τους γύρω λογικούς, να πιστεύουν πως γίνομαι ρεζίλι, επειδή ξεσπώ, “κοινωνικά”, όπως μπορώ. Το τότε παρόν, ανίκανο όμως, πρακτικά, να αποκτήσει προβάδισμα, σε κάθε στιγμή που θα έπρεπε να ορίζεται ως παρόν. Υπάλληλος της ζωής. Τίμιος όμως, διαφορετικά, γιατί να ‘χεις δικαιώματα.
Με την πλάτη, αντίθετα στην Αλεξάνδρα, στο ίδιο κρεβάτι, στο δωμάτιο της, δεν επιχειρώ καν, να ανοίξω τα βλέφαρα. Διαφορετικά πιστεύω, θα θρυμματιστούν τα πάντα. Όλη η ουτοπία να βρίσκεστε μ’ ένα πρόσωπο, μόνοι σας, κάπου. Κάπου ξεχωριστά. Μακριά από τούτο το σινάφι. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα σε ξυπνά, σα βρισιά που άλλοι προσπερνούν, μη δίνοντας της, σημασία. (οι λογικοί). Πόσοι είναι άραγε, οι τίμιοι ή οι άτιμοι;

Ούτε τι μέρα είναι, γνωρίζω. Δεν θέλω, όχι.
Ας μείνω ξαπλωμένος εδώ. Να μη χρειαστεί να συμβεί οτιδήποτε άλλο.







Στον περίγυρο

Βρίσκεται ένας στενός κήπος, που στρίβοντας προς την πίσω αυλή, του σπιτιού, πλαταίνει ελάχιστα, συναντώντας μια λεμονιά. Λίγο πιο δίπλα, το χώμα, προσπαθεί να στείλει ανοδικά, στο κλίμα, που παράγει σταφύλια, τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες. Ψηλότερα, στο χοντρό κλαδί, που λες και εκτείνεται αμέτρητα. Επιχειρώντας να μεγαλώνει, να μαγκώνεται σε σταθερά σημεία. Εκεί όπου η ενδοοικογενειακή αστάθεια, λόγω καταπίεσης, άφηνε τον Απόστολο, χωρίς τα δικά του, απαραίτητα, κοινωνικά, θρεπτικά στοιχεία.
- Που λες να βρίσκεται; ρωτά η μητέρα μου, τον σύζυγο της.
- Δεν ξέρω, Ηλέκτρα.
- Ανησυχείς;
- Ανησυχώ! Διαφορετικά δεν θα πήγαινα στο αστυνομικό τμήμα, να δηλώσω την εξαφάνιση του. Αν είναι δυνατόν, δηλαδή.
- Θα γυρίσεις στο σπίτι του, στο κέντρο, ξανά;
Εκείνος το σκέπτεται.
- Ίσως αργότερα. Θέλω να πάω αύριο, στην παλιά του δουλειά, μήπως επικοινώνησε μ’ εκείνους τους συναδέλφους του. Βλέπεις, πάντα άκουγε τους τρίτους.
- Ανησυχώ. Ανησυχώ. Την πιάνουν τα κλάματα.
- Ησύχασε, Ηλέκτρα. Έχε πίστη στον Θεό.
- Ώ μας έχεις πρήξει, με τον Θεό!





Σηκώνομαι τελικά.
Μπαίνω στο ντους, μα δεν γεμίζω την μπανιέρα. Μετά από λίγο, αφήνω το χλιαρό νερό να τρέχει. Κάθομαι κάτω. Στον κρύο πάτο της μπανιέρας, με τα γόνατα λυγισμένα. Κατεβασμένο κεφάλι, από αβεβαιότητα. Μπλέξιμο.

Λίγα λεπτά μετά, στην ίδια στάση, με βρίσκει η νέα γυναίκα.
- Απόστολε.
Δεν απαντώ.
- Είσαι καλά;
Ξεφυσώ.
- Ποιος σε στενοχώρησε, μωρό μου;
- Κανείς.
- Απόστολε μου –χροιά φωνής, γλυκιά, παρηγορητική.
- Πιστεύεις γλυκέ μου, πως αξίζει να στενοχωριέσαι γι’ ανόητους ανθρώπους; Η ζωή, άνθρωπε μου, είναι μικρή. Κι είναι κουράγιο, θέλει το κουράγιο, θέλεις κι εσύ, σίγουρα, να μην την αφήσεις πίσω. Να σ’ επηρεάσει. Η χαρά. Χαρά χρειάζεται ο άνθρωπος. Όχι τα πρέπει και τα μη, των άλλων. Αν είναι δυνατόν να αφήνουμε να μας κάνουν ότι θέλουν. Έ, τι λές;
- Το λες αυτό, γιατί συμφώνησα με τον μάγκα, να χτυπήσουμε τον τελευταίο μου, εργοδότη –μιλώ μωρουδίστικα!
Σηκώνομαι. Σκουπίζομαι. Φορώ ένα μπουρνούζι.
- Μου φαίνεται, Αλεξάνδρα –την κοιτώ απευθείας στα μάτια- όπως εσύ δεν ξέφυγες ή δεν θες, ή δεν μπορείς τέλος πάντων, δεν αποχωρίζεσαι το σινάφι του πενηντάρη Ιάσονα. Παρομοίως ο ίδιος, πρέπει να παραδεχτώ πως η ζωή, που τόσο εύκολα υποστήριξες, αποτελεί έναν δημοκρατικά ελεύθερο τόπο. Τελικά, η ζωή μου εξαρτάται από όλους αυτούς, εδώ γύρω. Μου εντυπώθηκε πως είναι ικανοί για μεγάλο κακό.
Η νέα γυναίκα, αυτόματα θυμάται, εκείνο το: πρόσεξε, του μάγκα, όταν τον απείλησε να αφήσουν ήσυχο, το συνοδό της.
Ντύνομαι σιγά σιγά. Εκείνη με διακόπτει, προτρέποντας με να φορέσω μαγιό πρώτα. Η διάθεση μου είναι καταβεβλημένη.
- Έλα, -μιλά. Η διάθεση σου θα φτιάξει.
- Τόσο εύκολα.
- Δεν είπα πως είναι εύκολο.
- Απλά, μια ξόφαλτση, να ξεχαστούμε –γυμνώνεται, αλλάζει εμπρός μου. Πρωτάκουστο για μένα. Η θύμηση της αίσθησης να μη ξέρεις να χρησιμοποιείς το σώμα σου.
Κάποιος χτυπάει την πόρτα.
- Θα ανοίξεις; Με παρακινεί.
- Φοβάμαι.
- Αλήθεια, μωράκι μου; –μου κάνει γκριματσούλες.
Ξανά, κτύποι. Πιο δυνατοί.
- Δεν ήξερα πως είσαι βιονική γυναίκα. Αντέχεις τα πάντα.
- Έχω τον τρόπο μου.
Και που σε έφτασε, συμπεραίνω, μέσα μου.
Τινάζει τα μαλλιά, αφότου φόρεσε ένα ελαφρύ ύφασμα, φόρεμα. Η υψηλή ζέστη, κατάφερε και εισχώρησε στο δωμάτιο, παρόλα τα κλειστά παραθυρόφυλλα.
- Αλεξάνδρα.
- Σε φωνάζουν, μιλώ –μου κοπήκανε τα γόνατα.
- Φέρσου σαν άντρας. Αποστολάκη, λάκη.
Χαμογελώ αδέξια.
Βγες λίγο στο μπαλκόνι, μου κάνει νόημα. Μου “ταχυδρομεί” ένα φιλί.




- Μπα, μπα. Ξυπνήσαμε;
- Γιατί, Ιάσονα;
- Κοντεύει 12. Δεν το πήρες χαμπάρι; Μόνη; Μόνη; Επιχειρεί να μπει στο δωμάτιο της.
- Που πας; -τον διακόπτει. Είναι απότομη μαζί του.
- Σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού μου.
- Θα βγω. Δεν έχω χρόνο για κουβέντες. Θα πάμε να κολυμπήσουμε.
- Λάθος!
- Τι λάθος; Ξαφνιάζεται αυτή.
- Μου κάνει όρεξη για ιππόδρομο, σήμερα, της χαμογελά. Πάρε και τον προστατευόμενο σου, μιλάει μες απ’ τα δόντια του.
- Γιατί; Ζηλεύεις; Εσύ που έχεις τα πάντα;
- Εκτός από σένα. Αλήθεια, για πες μου, το έλαβες το μήνυμα στο κινητό;
- Πως έχουμε μέρες να κάνουμε έρωτα; τον ειρωνεύεται. Για την ηλικία σου, φέρεσαι σαν άβγαλτο δεκαπεντάχρονο.
Ο πενηντάρης Ιάσονας, σκέφτεται να θυμώσει. Ας την πάρω με το καλό, υπολογίζει από μέσα του.
- Είναι πολύ ωραία μέρα, χρωματίζει τη φωνή του με μια δήθεν χαρωπή, διάθεση.
- Δεν έχω διάθεση να μυρίζω σκατούλες αλόγων, τον αποπαίρνει.
- Μη γίνεσαι δύστροπη, γλυκιά μου. Μια βόλτα θα πάμε. Νωρίς είναι εξάλλου. Αμέσως μετά, κατευθείαν στη θάλασσα.
- Και ποιος σου είπε εσένα, πως σε θέλουμε μαζί μας;
- Όλο και κάπου θα φανώ χρήσιμος, γλυκιά μου.
- Μη με λες έτσι! Δεν το κέρδισες –γίνεται στρυφνή. Θυμώνει.
- Μου φαίνεται, Αλεξάνδρα μου, πως ξέχασες, πως μόνο χάρη σ’ εμένα, οι Μοξιπίδες, μένουν μακριά. Ένα πονηρό χαμόγελο, σχηματίζεται στο πρόσωπο του.
Τα γόνατα της λυγίζουν από φόβο.
- Μιλάς –κομπιάζει εκείνη. Μιλάς σα να τους ελέγχεις εσύ. Τους μπάτσους. Εσύ, εσύ, εσύ ο,
- Άκου γλυκιά μου –αλλάζει. Σοβαρός τώρα. Της πιάνει το μπράτσο.
- Άκουσε άγγελε μου, την απειλεί. Η ζωή είναι πολύ εύθραυστη. Τους αστυνομικούς, μην νοιάζεσαι. Τους κρατώ σε απόσταση. Απλά εκείνο το βράδυ, στο ξενοδοχείο, που σας στήσανε καρτέρι, ήταν μόνο μια ατυχή στιγμή. Δεν είμαι Κυβέρνηση να ελέγχω τους πάντες. Ίσως όχι ακόμα, χαμογελά. Ορισμένοι διοικητές τμημάτων, είναι απλά, φανατικοί νομιμοφανείς, περισσότερο. Άχρηστοι όμως στα καθήκοντα τους. Ορισμένους τους κρατώ στο χέρι. Έχω τα μέσα, το ξέρεις.
Εκείνη κουνά καταφατικά, το κεφάλι.
- Άρα –συνεχίζει- δε συμφέρει να μη μείνεις κοντά μου. Λέω να φωνάξω τον Φάνη, να σε προσέχει.
- Δεν τον θέλω αυτόν.
- Ο μάγκας μας, είναι πρώτης τάξεως ξεφτέρι. Άσσος όπου πρέπει.
- Ούτε αυτόν!
Της αφήνει ελεύθερο το μπράτσο.
- Δεν μπορούμε να τα ‘χουμε όλα, άγγελε μου. Ο κύκλος μου είναι περιορισμένος. Έλα έλα, χαμογέλασε. Φόρεσε παντελόνι καλύτερα. Κάτι πρόχειρο. Μπορεί να λερωθείς. Θα πήγαινε χαμένο ένα τέτοιο κορμάκι. Λοιπόν, σε μισή ωρίτσα στο γκαράζ. Ναι; Έλα μπράβο, κορίτσι μου. Την αφήνει μόνη τώρα. Ακούει τα βήματα του, από τα πολυτελή τακούνια των παπουτσιών, στα πλακάκια.
Κλείνει την πόρτα.
Την απειλεί; Τη σωματική της ακεραιότητα; Ναι, βέβαια, διαθέτει εκείνος, τη δύναμη. Θυμάται αυτόματα, προσπαθεί να ξεχάσει, προτιμότερο, πόσο εξυπηρετικός, της φέρθηκε ο Φάνης, όταν πρωτοσυναντήθηκαν. Στο εστιατόριο, σε μια στάση του δικού της δρομολογίου, του υπεραστικού λεωφορείου, για φαγητό, στη διαδρομή από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα. Την κέρδισε γρήγορα, από ένα διπλανό τραπέζι, με ματιές και τερτίπια, ευγενικά. Δήθεν ανθρώπινα, φιλικά, συμπεραίνει τώρα. Τέλη Άνοιξης, ήταν τότε. Ούτε θυμάμαι πριν πόσα χρόνια. Τι ανόητη που φάνηκε, να δεχτεί να την κατεβάσει στην Πρωτεύουσα με το πολυτελές του αυτοκίνητο. Αφήνοντας χιλιόμετρα πίσω τους, την κατάφερε να πάνε, λέει, να δουν την θάλασσα. Το ηλιοβασίλεμα. Διένυαν ζεστές ημέρες. Το κλιματιστικό ενέτεινε την ευχάριστη ατμόσφαιρα. Δέχτηκε. Ήταν ήδη θυμωμένη με τους δικούς της, με τα μη και τα πρέπει τους. Φτάσανε στην Νέα Μάκρη. Φάγανε, είδανε το ηλιοβασίλεμα. Κλείσανε δωμάτιο σε τοπικό ξενοδοχείο, να ξεκουραστούν, λέει. Της φάνηκε ιδιαίτερα γυμνασμένος. Την άφησε για λίγο μόνη, να κάνει ένα ντους, της εξήγησε. Αφήνοντας δυο δάκτυλα, ανοιχτή την πόρτα. Ήταν περίεργη. Δεν του αντιστάθηκε καθόλου. Θεώρησε, πρακτικά, τότε, πως η ζωή μπορούσε για κείνη, ήταν από μόνη της η ζωή, ένα εύκολο μέρος. Αγκιστρώθηκε στον Φάνη.
Την ξενάγησε στην Αθήνα. Διασκέδασαν. Πέρασαν καλά.
Πλησίαζαν τα γενέθλια της. Θα ‘τανε 20 Ιούλη. Ξεκινούσε στα 19. Της αγόρασε ένα ακριβό φόρεμα. Την οδήγησε ως ένα πολυτελές ρεστωράν. Εκεί, “τυχαία”, συνάντησαν τον Ιάσονα. Συζήτησαν. Ο Ιάσονας, της πρότεινε να της προσφέρει ένα δώρο για τα γενέθλια της. Εκείνη ρώτησε, τι.
- Μαθήματα οδήγησης, κι αν τα πας καλά… Έξοδα όλα, πληρωμένα. Μη νοιάζεσαι.
Σχεδόν αμέσως, ο Φάνης την έπεισε να πηγαινοέρχονται, μεταξύ ενός σπιτιού που εκείνος νοίκιαζε στην Νέα Μάκρη, περνώντας επίσης, ημέρες, ως φιλοξενούμενοι, στην κατοικία του Ιάσονα. Ξαφνικά, εμπρός της, της χαρίζονταν τα πάντα. Η ομορφιά της, άνοιγε πόρτες; Ή ήταν όντως, ένα ακατέργαστο διαμάντι, που επιτέλους κάποιος εκτίμησε; Απλά αφέθηκε στην εύκολη ζωή.
Μια μέρα που ψώνιζε ρούχα, σκέφτηκε να κλέψει ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι. Το καλοκαίρι τελείωνε σιγά σιγά, όπως τώρα. Τρία, τέσσερα, χρόνια, πριν; Δεν επιθυμεί ούτε έναν πρόχειρο υπολογισμό. Αφηνόταν αβέβαια, στα νύχια και τις εξαρτήσεις του πλέον, πενηντάρη, με πολιτικές διασυνδέσεις, Ιάσονα. Ξεχνώντας πίσω της, στη βόρεια Ελλάδα, μάνα, πατέρα.
Ο χαρακτήρας της, είχε περάσει από κάποιου είδους, στίφτη.
Συναισθηματικά, ψυχικά. Σωματικά. Ανακατεύεται.
- Μου χάλασες τη μέρα, καθίκι!

Με πλησιάζει στο μπαλκόνι. Δείχνει αναστατωμένη.
Με αγκαλιάζει, ρίχνοντας το πρόσωπο της, από το πλάι, στον ώμο μου.
Ζέστη πολύ, σήμερα.
- Τι έγινε; Γλυκιά μου.
- Καλά, προσπαθεί να μπαλώσει ότι της είναι εφικτό, μέσα της.
- Σίγουρα; ρωτώ -Θεέ μου πόσο τη νοιάζομαι.
- Είχες δίκιο προηγουμένως. Από μερικά πράγματα δεν ξεφεύγει κανείς.
- Τι εννοείς, λουλούδι μου;
- Με ανακουφίζει που είσαι τόσο στοργικός. Να όμως που τα γρανάζια της ζωής, λαδώνονται μόνο, απ’ όσους διαθέτουν το μονοπώλιο.
- Στο λάδι; Χαμογελώ.
- Φιλοσοφίες, πρωί πρωί. Με τέτοια ζέστη, προσθέτω.
- Με πειράζεις –παιχνιδίζει τη φωνή.
Δε με αφήνει. Αγκαλιά πάνω μου.
- Να ‘ξερες πόσα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή, Αλεξάνδρα μου.
- Μου, χαμογελώ. Σπάνιο για μένα να λέω κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων, καλή μου, ας ξεχάσουμε το παρελθόν.
- Γίνεται; με ρωτά.
- Με τέτοιο καλό καιρό, αν κι αρκετά ζεστός, όπως σήμερα.
- Μόνο όταν διευκολυνόμαστε, δηλαδή, παραπονιέται. Μ’ έχει αφήσει. Ακουμπά πλέον απέναντι μου, σε κάγκελο του μπαλκονιού.
- Είναι κουραστικό ν’ απολογείσαι συνέχεια. Απλά πράττεις ότι πρέπει να τελεστεί. Μετά,
- Μετά; -με διακόπτει.
- Μετά. Άστο το μετά, και βλέπουμε, όπως μου έλεγες συνέχεια, εκείνες τις πρώτες ώρες, σα γνωριστήκαμε.
- Ιστορική στιγμή, προσπαθεί να χαμογελάσει. Μα δε τα καταφέρνει. Κατσουφιάζει αμέσως.
- Τι σου συμβαίνει; ρωτώ.
- Που σε έμπλεξα. Μόνη μου δεν ξεφεύγω πλέον. Τώρα ούτ’ εσύ, όπως έγιναν όλα. Πια. Ξεφυσά.
- Ασώψεται το τώρα και η στιγμή. Δυστυχώς, Απόστολε, το μπάνιο, μετά το μεσημέρι. Βλέπεις, γλυκέ μου (άδικα προσπαθείς να είσαι τρυφερή), στο δικό μου παρελθόν, δημιουργήθηκαν εξαρτήσεις.
- Αυτοί ήτανε;
- Ο Ιάσονας. Ναι. Θέλει να πάμε στον ιππόδρομο. Να δούμε τα άλογα του, προφανώς. Δεν ξέρω τι στον κόρακα, τέλος πάντων. Πολύ με κουράζει με τις απαιτήσεις του. Με κουράσανε τα λόγια.
- Τα παχιά, ε;
Γελά σιγανά.
- Είναι χοντρός, ε;
Κλείνω παιχνιδιάρικα, τα βλέφαρα, χαμογελώντας της.
- Να ‘σαι καλά, που μ’ έκανες να γελάσω. Πάμε τώρα. Άλλαξε κι εσύ. Φόρα τζιν –μιλά πιο ζωηρά. Ή μάλλον όχι. Μείνε όπως είσαι. Περίμενε με εδώ. Θα του τη σπάσω, ζητώντας πρωινό. Ας πει ότι θέλει.

20


Από κει που θα φεύγαμε για ιππόδρομο, μετά τις 12, κόντευε πλέον, μία. Όπου να ‘ναι κανονικά, μεσημέρι. Δεν θέλω να βγω από το κλιματιζόμενο δωμάτιο.
Στο γκαράζ μας περίμενε το βλοσυρό πρόσωπο του πενηντάρη Ιάσονα. Πλησιάζοντας, παρατηρούμε να μιλά στο κινητό.


Ξεκινήσαμε. Η πομπή δύο αυτοκινήτων. Με μπρος πίσω, συνοδεία, μηχανές.
Ξανά ο ίδιος με τον μάγκα και έναν άλλο, στο αμάξι. Η λουλουδίτσα μου, βρίσκεται στο άλλο, του πλούσιου καθικιού. Δυστυχώς.
Απομακρυνόμαστε.

Στο άλλο αυτοκίνητο:
- Τελικά κατάφερες να με ξεμοναχιάσεις, γκρινιάζει η Αλεξάνδρα.
- Γιατί τέτοια αποστροφή, ξαφνικά, για την παρέα μου;
- Πιέζοντας με, θα με έχεις κοντά σου;
- Είσαι κοντά μου; Προσπαθεί να την ψαρέψει.
- Τι θέλεις να πεις;
- Δεν ξέρω, παριστάνει εκείνος, πως βρίσκεται στην άγνοια.
- Για την ηλικία σου, παιδιαρίζεις.
- Γεροντοέρωτες, έ; Της χαμογελά.
- Θα φάμε πολύ ώρα, στον ιππόδρομο;
- Όχι. Όχι, πολύ ώρα.

Η νέα γυναίκα σκέπτεται: Τι εννοούσε άραγε, ο τωρινός συνοδός της, προτού ξεκινήσουν, πως η ζωή είναι εύθραυστη; Την απειλούσε; Ήθελε να τη φοβίσει; Της φαινόταν, πως εκείνος έπεφτε σε αντιφάσεις: Τη μια, ελέγχει πράγματα και θάματα, στις πολιτικές του διασυνδέσεις, και την άλλη, πως τα ξαφνικά, όπως η παγίδα, προς σύλληψη, δικής της, μετά του Απόστολου, στο ξενοδοχείο, εκείνο το βράδυ, δεν ελέγχονται; Γιατί; Μήπως θέλει να με κρατήσει με το φόβο; Είναι δυνατόν να είναι τόσο κακός, τελικά, όσο η πιεστική προστασία τους στο σπίτι; Ο μάγκας και οι υπόλοιποι. Είναι δυνατόν, τόσο καιρό, να μη το είδα; Τώρα πρωτεύει να υπερασπίσω τον αγαπημένο μου, Απόστολο. Πάση θυσία. Πρέπει να δω τι θα κάνω, να τον κρατήσω μακριά από τούτο το σινάφι. Άκου κει να τους προτείνει, να κανονίσουν, τον τελευταίο εργοδότη του αγοριού μου. Τι του ‘ρθε κι αυτουνού.
- Ξέρεις, της μιλά- η ώρα περνά πιο εύκολα, με κουβέντα.
- Δεν είναι απαραίτητο. Όλα καλά στο άλλο αμάξι;
- Γιατί ανησυχείς, άγγελε μου;
- Γιατί έτσι!
- Αλεξάνδρα μου, ξέχασες πως τα βλέπω όλα.
- Μίλησε ο ανεπάγγελτος.
- Εδώ είναι που κάνεις λάθος, καλή μου. Πατά ένα κουμπί σε μια κονσόλα. Ακούγονται Ελληνικά λαϊκά, της δικής του νεότητας.
Η διαδρομή φαντάζει ατελείωτη.


Στο αυτοκίνητο του μάγκα:
Σα να δουλεύω για κάποιον, έχω την εντύπωση.
Όλη μέρα. Συνέχεια.
(Δεν παίρνουν ρεπό, οι παράνομοι. Είναι εξαρτημένοι. Άρρωστοι ψυχικά).
Εν τω μεταξύ, η Αλεξάνδρα ξεφυσά, και θα συνεχίσει να ξεφυσά απογοητευμένη, ωσότου φτάσει η αυτοκινητοπομπή, στις εγκαταστάσεις του ιπποδρόμου, στον Μαρκόπουλο.

Εγώ πάλι, γιατί περίμενα να δω κάτι άλλο;
Ένα πράγμα σαν ράντσο –ασώψονται οι γουέστερν ταινίες.
Σταματάμε εμπρός σε ένα κτίριο που μοιάζει τόσο καινούριο, όπου στο ισόγειο θα παρατηρήσουμε τελικά, τους ταμίες που δέχονται τα στοιχήματα. Οι αναβάτες στις δύο μηχανές, διακόψανε την πορεία τους, προτού εισέλθουμε στον χώρο στάθμευσης.
Οι έξι, μόνοι μας, πια. Εγώ, ο Ιάσονας, η Αλεξάνδρα, ο μάγκας. Οι σωφέρ που περιμένουν στα αυτοκίνητα: Ανάβουν τσιγάρο.
Οι υπόλοιποι πλησιάζουμε τους ταμίες.
- Θα στοιχηματίσουμε; Ρωτώ, πλησιάζοντας την Αλεξάνδρα.
- Ξέρεις εσύ από αυτά; Μου απευθύνεται ο πενηντάρης Ιάσονας, με μια προσεκτική ματιά. Αφ’ υψηλού.
- Όχι, αλλά για να είμαστε εδώ. Φαντάζομαι δηλαδή.
- Όχι για τον αέρα, ήρθαμε, κοροϊδεύει ο μάγκας.
Να σου κάτσει η σκόνη στα πνευμόνια, τον κατακεραυνώνει από μέσα της, η νέα γυναίκα.
Πρώτη φορά, ως αυτόπτης μάρτυρας, εδώ.
- Ο ιππόδρομος είναι η μόνη χαρά που μου παραχωρεί η Αλεξάνδρα, μιλά ο πενηντάρης Ιάσονας –συνεχίζονται οι ανταλλαγές εμφανών και κρυφών, φραστικών πυρών.
Τι σημαίνει αυτό; Αναρωτιέμαι από μέσα μου. Άλλαξε γνώμη, εκείνη; Μεταξύ τους; Μου τα γυρίζει; Τι λέχθηκε στο αυτοκίνητο; Γιατί περπατάνε οι δυο τους, μαζί; Πολλά ερωτήματα. Είναι και η παρούσα φάτσα του μάγκα, που καπνίζει επιδεικτικά, με ένα ύφος αλλόκοτο. Δεν τον πλησιάζω.
Ο Ιάσονας κοιτά τον πίνακα ανακοινώσεων με τις ιπποδρομίες. Ούτε η πρώτη δεν ξεκίνησε ακόμη. Η Αλεξάνδρα είναι συνέχεια κολλημένη πλάι του. Αυτό είναι που λένε: έχω το πάνω χέρι. Της μεταδίδω βλέμματα απορίας. Ζηλεύω. Εκείνη, σηκώνει τα φρύδια, απαντώντας προφανώς: Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κοιτά το ρολόι της.

- Σου είπα, έχουμε ώρα, το αντιλαμβάνεται ο “αρχηγός” της παρέας. Κάνει σήμα στον μάγκα. Κάτι του εξηγεί.
- Πάμε;
- Για μπάνιο; Αντιρωτά χαρούμενη η Αλεξάνδρα, στον Ιάσονα.
- Όχι καλή μου. Να δούμε τα άλογα.
- Στους στάβλους; Ρωτώ με αφέλεια.
- ΚΑΙ, στους σταύλους, αποκρίνεται εκείνος, υπεροπτικά.

Αφότου περπατήσαμε ελάχιστα λεπτά, πίσω από το παρόν κτίριο, βλέπω έναν ανοιχτό χώρο, ντυμένο με χλωροτάπητα, με κάγκελα γύρω γύρω. Εμείς σταθήκαμε στο πλαϊνό μονοπάτι. Από ένα άνοιγμα έχουν μπει μερικά άλογα. Παρακολουθούμε να τους κάνουν γύρους, στο στενό χώρο, ορισμένοι άντρες.
- Ιδιοκτήτες είναι αυτοί; Ρωτώ.
- Λες να έριχναν τα μούτρα τους, τόσο χαμηλά; Μιλά χαμογελώντας, εκείνη.
Ο “αρχηγός”, καμία αντίδραση.
- Βόλτα τα κάνουν; Ρωτώ.
- Επίδειξη γίνεται, μου απαντά εκείνη.
- Γιατί; Απορώ.
- Για να τα γνωρίσουν όσοι στοιχηματίζουν. Τα φαβορί.
- Πως; Ρίχνω άλλη μια ερώτηση.
- Όσοι γνωρίζουν, Απόστολε μου.
Ο άλλος ενοχλημένος, αποκρίνεται:
- Έτσι είναι, άμα έχεις δύναμη.
- Αν δεν έχουν πόδια τα άλογα, ψιθυρίζω στο αυτί της Αλεξάνδρας. Αυτή ξεσπά σε ασυγκράτητα γέλια.
- Θα πάψεις; Την βάζει στη θέση της.. ο γηραιότερος της “παρέας”. Πλέον αυξάνουμε σε τέσσερα άτομα, πλησιάζοντας μας ο μάγκας, ο οποίος κουνά καταφατικά, το κεφάλι.
Γιατί; Της κάνω νεύμα; Για τη κίνηση του μάγκα.

- Βάλανε στοιχήματα, για ιπποδρομίες, μου απαντά τώρα, αυτή σοβαρή.
- Και τα ξέρετε όλα με τ’ όνομα τους; Ρωτώ.
- Βέβαια! Κοκορεύεται ο Ιάσονας.
- Εμένα, Αλεξάνδρα, μου αρέσει εκείνο. Πως λέγεται;
- Κίτρινος τύπος, Απόστολε.
Άκου κει όνομα.
- Εκείνο το άλλο; Ξαναρωτώ.
- Περιπτεράς.
Χαμογελώ. Κανένα σοβαρό όνομα; Τίποτα;
- Τούτο, δείχνει η νέα γυναίκα, είναι ο Νικολαράς. Το άλλο πίσω του, ο μικρός Στράτος. Πιο πέρα ο Mr. Σιρτάκης.
Όμορφα άλογα.
Τι περιμένουμε; Της ψιθυρίζω. Πλησιάζουμε πιο κοντά, μεταξύ μας. Ο μεγαλύτερος από τους τέσσερις μας, μας αφήνει χώρο να κινηθούμε όσο άνετα επιθυμούμε.
- Αγαπάει πολύ τα άλογα, μου εξηγεί εκείνη.
- Δεν βαριέσαι;
Έτσι κι έτσι, κουνά το κεφάλι.

Ο μάγκας με τον Ιάσονα, κάτι συζητάνε. Βρίσκονται μακριά. Δεν ακούω.
Πάμε, μας κάνει νόημα ο τελευταίος.

Εισερχόμαστε στις θέσεις V.I.P. στην κερκίδα, με τον στίβο του παραλληλόγραμμου, όπου θα αγωνιστούν περιμετρικά, τα άλογα. Αναρωτιέμαι τι χαρά βρίσκουν σ’ αυτό.
- Βαρετά είναι, ψιθυρίζω στη νέα γυναίκα.
- Σςς, μ’ επαναφέρει στην τάξη.
Θα με πάρει ο ύπνος. Ιδίως με τέτοια ζέστη. Χασμουριέμαι. Πλησιάζει 2:30. Ντάλα μεσημέρι. Παρατηρώ την αλλόκοτη τσιμεντένια σαν τέντα, οροφή, σαν παγκάκι κάποιου γίγαντα. Τι περίεργο σχήμα. Σαν καμπύλη. Που πάνε και τα σκέφτονται οι αρχιτέκτονες.
Ο μάγκας, μας μοιράζει κυάλια.
Κι είχα μια όρεξη.
Εκεί, με κατευθύνει, που να κοιτάξω, η λουλουδίτσα μου.

Στην εκκίνηση, τα άλογα δείχνουν νευρικά. Δεν εισέρχονται εύκολα, στις προθήκες, σε μια σιδερένια κατασκευή, σε ρόδες, που σέρνει ένα τρακτέρ. Τα άλογα συγκρατούν στις θέσεις τους, κάτι σιδερένια πορτάκια. Ακόμη και στην ουρά τους, νομίζω. Ορισμένα δείχνουν τόσο ατίθασα. Αρνούνται να δεχτούν ίσως, την εκκίνηση. Να, τέσσερις άντρες, σπρώχνουν ένα άλογο, στη δική του θέση. Αν φάνε καμιά κλωτσιά, δε θα φταίω εγώ.
- Πρώτη φορά παίρνουν μέρος; Πετώ μια φάλτσα σπόντα, προκαλώντας στους δύο άλλους, άντρες, τα γέλια.
- Μη τους δίνεις σημασία. Είναι κατεξοχήν, άλογα κούρσας.
- Έ και;
- Ξέρουν οι εκπαιδευτές τους, με νουθετεί η Αλεξάνδρα.
- Τα ποτίζουν αμφεταμίνες;
- Όχι χαζούλη μου. Κάνεις κάτι ερωτήσεις.
Ανοίγω διάπλατα τα μάτια. Μου χαμογελά.
- Βαριέμαι, ψιθυρίζω.
- Σώπα –αργόσυρτα, το σίγμα.
- Που είναι ο τερματισμός; Ρωτώ.
- Μπροστά μας, μιλά εκείνη.
- Γιατί; Δε θα κάνουν ολόκληρο κύκλο;
- Μαραθώνιο θα τρέξουν; Με πειράζει η νέα γυναίκα.
Στη στιγμή, ακούγεται ένας πυροβολισμός. Τα άλογα ξεκίνησαν.

Μια ενθουσιασμένη φωνή, ακούγεται στα μεγάφωνα.
Χρησιμοποιώ τα κιάλια μου ως δεύτερα μάτια, θαρρώ.
- Ξεκίνησαν!! Η λαζαρίνα, βρίσκεται μπλεγμένη ανάμεσα στη Σονάτα, και την Ντερμπεντέρισσα. Η μικρή Νάσια, δείχνει να μην έχει δυνάμεις, μα προσπαθεί.
Παρατηρώ τους αναβάτες να στέκονται υπερυψωμένοι, της πλάτης του αλόγου.
- Γρήγορα μπαίνουν στη στροφή!! Ο Νικολαράς, αγωνίζεται να φτάσει τη Χατζηκυριώτισα. Πιο πίσω η λαζαρίνα, λαχανιασμένη, ακολουθεί τον περιπτερά στην άλλη άκρη, απέναντι από τους υπόλοιπους αναβάτες. Η μικρή Νάσια χάνει έδαφος! Η μικρή Νάσια, χάνει έδαφος!
- Άααααα, φωνάζουν μερικοί θεατές. Υπερκαλύπτοντας τις φωνές των υπολοίπων παθιασμένων με τον τζόγο.
- Η Χατζηκυριώτισσα. Η χατζηκυριώτισσα! Μπαίνει πρώτη στην τελική ευθεία. Ακολουθεί ο Ελληναράς.
Αυτό φαίνεται καλό άλογο, συλλογιέμαι.
- Ο Ελληναράς δείχνει να έχει δυνάμεις, όμως τον φτάνει η Σονάτα.
Τα υπόλοιπα άλογα, παρατηρώ, σχηματίζουν το δικό τους γκρούπ, μένοντας πίσω. Ο καλπασμός μοιάζει αφηνιασμένος. Χαμογελώ. Να, πλησιάζουν στον τερματισμό. Άντε να τελειώνουμε με βαρετά πράγματα.
- Η Χατζηκυριώτισσα. Η Χατζηκυριώτισσα! Η Χατζηκυριώτισσα, νικητής. Ελάχιστα μόλις.
Ο αγώνας τελείωσε. Τώρα;
- Νικήσανε; Ρωτώ εκείνη, δείχνοντας τους άλλους δύο.
- Όχι σήμερα. Το άλογο του Ιάσονα είναι η Ντερμπεντέρισσα. Καλύτερα μη τον πλησιάσεις τώρα. Γίνεται νευρικός.

Κατεβαίνουμε στο δωμάτιο στοιχημάτων.
Σε μια οθόνη, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα. Δίδυμο, λέει, 64,6. Forecast, 133,02. Τρίο 102,09. Τρικάστ 544.95. Τι στον κόρακα είναι όλα τούτα; 5-73 επιστροφή στο πλασέ. Τι σημαίνουν αυτές οι χαζομάρες; Και το ασθενοφόρο που κινούνταν στη διαδρομή του, εσωτερικά από τα κάγκελα, λίγο πίσω από τα άλογα που έτρεχαν; Πιθανόν μήπως προκύψει ατύχημα σε αναβάτη.
Τελικό δείχνει η οθόνη, 7-4-52.
Ο Θεός κι η ψυχή του, αν καταλαβαίνω.
Ο Ιάσονας με τον μάγκα, μας πλησιάζουν. Ο πρώτος δείχνει αναψοκοκκινισμένος. Μάλλον επειδή δεν πέτυχε στο στοίχημα. Νομίζω ότι προσπαθεί με δυσκολία, να συγκρατήσει το είναι του, σε ηρεμία.
Πιάνει αγκαζέ, απότομα, τη νέα γυναίκα. Μιλά:
- Είχαμε μια παρεξήγηση, με την δεσποινίς από εδώ, αλλά τώρα όλα είναι εντάξει, μας χαμογελά διάπλατα. Πάμε να καθίσουμε;
- Το ‘ξερα πως θα το πεις, του αποκρίνεται αυτή. Να δούμε πότε θα κολυμπήσω.
- Σύντομα σύντομα, καλή μου. Σύντομα.
Με ενόχλησε η συμπεριφορά του, αλλά τι να κάνεις.


Ανεβήκαμε σε έναν όροφο, κοιτώντας από υπερυψωμένο επίπεδο, την πίστα απέναντι μας. Εμπρός μας βρίσκεται μια μεγάλη τζαμαρία. Από το χώρο του ισογείου έως λίγα μέτρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας, και αρκετά μέτρα κατά μήκος της πίστας. Εκεί πιο πέρα, βρίσκεται η γραμμή τερματισμού.
Το κλιματιστικό, μας δροσίζει ευχάριστα.
Παραγγέλνει ο Ιάσονας, παγωτά.
Βαριέμαι να κάθομαι άπραγος, κάπου. Βαρέθηκα επίσης, να με κερνάνε.
(κρίση συνείδησης;)
Πως θα κολυμπήσουμε, έχοντας φάει;

Δεν υπάρχουν σχόλια: