Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Οι παραστάσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτό το αστυνομικό, μυθιστόρημα, λειτουργούν απευθείας, από σκηνές της καθημερινότητας, λίγο λίγο, κατηφορίζοντας, η διάθεση και η κατάληξη, της ζωής των δύο, κυρίως, ηρώων του βιβλίου.

Ποιος παρατηρεί πια, ότι πρέπει ν’ αντικαταστήσει τα φρένα στη συμπεριφορά του, ενόσω σε μια ακόμη, πόλη, το πρότυπο της ζωής είναι η καλοπέραση. Συνήθως με οποιοδήποτε κόστος.
Ο ερχομός μιας καταστροφής, είναι κύμα που σπάει από μέσα προς τα έξω, γιατί απλά ορισμένοι άνθρωποι, δεν είχαν στη ζωή τους, τις ευκαιρίες, στην κατάλληλη ώρα.

Ακόμα και να αγαπηθούν.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Μυθιστόρημα - Μια ζωή - Γεράσιμος Μηνάς 2006 - 2007



Πρέπει να κλέψω. Υπάρχουν τόσα χρήματα, εκεί έξω.
Δεν έχω δικά μου, για παγωτό. Τυρί. Χυμό. Λεφτά, να πάω διακοπές.
Να κλέψω. Ναι. Να έχω Ευρώ στην τσέπη. Πού θα χτυπήσω πρώτα;
Θ’ ανεβώ σε λεωφορείο, προς μια μακρινή περιοχή, της πόλης. Θα χτυπήσω ένα ψιλικατζίδικο, λίγο απόμερο. Λίγο στενό, στα τετραγωνικά. Να μην μπορεί να ξεφύγει ο ιδιοκτήτης. Θα τις φάει στο πρόσωπο. Θα βουτήξω ότι προλάβω. Τρέχω κατόπι, γύρω στα στενά. Μπαίνω σ’ ένα ταξί. Αλλάζω δρομολόγιο, επιλέγω τον Ηλεκτρικό. Τέρμα Πειραιά. Διακόπτω ξαφνικά, την τροχιά ενός ποδηλάτη. Κάτω, τον ρίχνω.
Βουτώ το δίτροχο. Το βάζω στα πόδια.
Μυρίζω όλος αδρεναλίνη.
Παρουσιάζομαι στο λιμάνι. Εισιτήριο για Αίγινα, με το πρώτο παπόρι. Στο σαλόνι, ψωνίζω ένα τοστ. Μετρώ τα χρήματα, στην τουαλέτα. Πέντ’ έξι, εικοσάρικα. Τρία τέσσερα, των 5 Ευρώ. Πολλά ψιλά. Μια μικρή δεσμίδα με χαρτονομίσματα –ίσως οι εισπράξεις της προηγούμενης ημέρας.
Απολαμβάνω την θάλασσα.
Αποφεύγω τα βλέμματα των υπολοίπων.
Έτσι κι αλλιώς, φορώ γυαλιά ηλίου.

Βγάζω δύο απ’ τα περιοδικά που βούτηξα –μες από την τσάντα που κουβαλώ στην πλάτη.
Το ένα έχει μια γυμνή στο εξώφυλλο –την ήθελα αυτή την φυλλάδα. Η κοπέλα, κρύβει το φύλο της, με τη μια της, παλάμη. (Περήφανη μαμά, το ίδιο, πόρνη, κι εσύ, είσαι).
Προσέχω να μην φαίνεται το εξώφυλλο. Χορταίνουν οι ορμόνες, με τις φωτογραφίες της πόρνης – κόρης.
Η ανησυχία μου μεγαλώνει. Φοβάμαι μη με τσακώσουν.
Μπα!
Οι μπάτσοι είναι κότες. Καθισμένοι στα γραφεία τους. Τρώνε. Πίνουν ουίσκι.

Κάπως έχει κατευναστεί η ανάγκη, επιτακτικά, να μου ανήκουν χρήματα. Έστω και ξένα.
Ευρώ, όχι από κόπο, δικό μου.
Δεν υπάρχει πλέον, επιστροφή.


Πατώ στο νησί.
Με το ποδήλατο, στρίβω αριστερά. Σταματώ σε μια “ερημική” περιοχή. Απομακρύνομαι από την παραλιακή άσφαλτο. Αλλάζω ρούχα. Πετώ σε μια λακκούβα, το ποδήλατο. Επιστρέφω, πλάι στη θάλασσα.
Βαθιές ανάσες.
Πλέον, κανείς δεν θα με υποπτευθεί. Η περιγραφή δεν ταιριάζει.
Γελώ.
Ποια περιγραφή;
Οι μπάτσοι είναι κότες. Χαμηλόμισθοι. Φοβισμένα ανθρωπάκια.
Κοίτα, να μην έχω δίπλωμα από μηχανάκι, ν’ αρπάζω τσάντες στο δρόμο. Εύκολα. Γρήγορα. Πιστωτικές. Χρήματα. Αγορές!
Ώ, περήφανοι καταπιεστικοί, γονείς!
Φάτε στα μούτρα, την πληρωμή, των δικών σας αμαρτιών. Είμαι ελεύθερος. Μπορώ να κάνω τα πάντα. Ο Θεός δεν επεμβαίνει.
Γελώ.

Γι’ αυτό και Άφησε, να μαχαιρωθεί θανάσιμα, αναίτια, από τρεις επιτιθεμένους, σε πόλη της Αγγλίας, εκείνος ο πολίτης, αυτής της υπερδύναμης.. Είμαι ελεύθερος, να λειτουργώ σύμφωνα με τα συναισθήματα της στιγμής.
Για αρχάριος, καλή η μπάζα.
Ξαναθυμάμαι τη σκηνή:
Εισέρχομαι στο στενόμακρο ψιλικατζίδικο.
Λέω, καλημέρα, φιλικά, όπως πάντα.
Έχω γυρισμένη την πλάτη στον πωλητή. Λυγίζω τα γόνατα. Κοιτώ τα μακαρόνια στο κάτω, κάτω, ράφι. Ψιλαφίζω μερικά είδη. Τα φέρνω στο ταμείο. Τον κόβω. Υπολογίζω την δύναμη του.
Χτυπά τα είδη, στο ταμείο.
Την ώρα που κρατά ανοιχτό, το ταμείο, του ρίχνω μια δυνατή και ξαφνική μπουνιά, στο λαιμό. Ξαφνιάζεται και παραπατά. Πηδώ στο εσωτερικό που βρίσκεται εκείνος. Γροθιά στα πλευρά. Λιποθυμά.
Κανείς στο μαγαζί. Ρίχνω μια ματιά έξω. Γρήγορα και αποτελεσματικά. Καλά τα πήγα. Αρπάζω όλα τα χρήματα που βρίσκονται στο οπτικό μου πεδίο. Μια ματιά, κάτω από το ράφι. Δεν προλαβαίνω. Ψάχνω για πορτοφόλι, στο σώμα του πωλητή. Το βρίσκω. Το ανοίγω. Αρπάζω κι εκείνα τα λιγοστά χρήματα. Γρήγορα γρήγορα, επίσης, κάτι περιοδικά. Ορισμένα φαγώσιμα. Φεύγω, δήθεν ήρεμος.
Γρήγορα! Βιάσου. Δίνε του.

Τωρινή στιγμή:
Κανείς δεν με πήρε χαμπάρι. Εκπλήττομαι.
Να ‘χα μια γυναίκα, τώρα.
Να με αγαπήσει, γι’ αυτό που με έφτιαξε η Κοινωνία. (Χωρίς βέβαια να το γνωρίζει εκείνη).
Παίρνω το δρόμο, πεζός, προς το λιμάνι. Όμορφη Αίγινα.
Πότε πότε, κοιτώ πίσω, για κείνο το σπάνιο ταξί. Μα είναι ακριβά εδώ πέρα. Ίσως μείνω μια άλλη φορά, όταν θα έχω μαζέψει, γενικά, γερή μπάζα.
Προσπερνώ μια ιδιωτική παραλία, που κάθε σαββατοκύριακο, αυξάνουν δραματικά, οι τιμές, στις προσφερόμενες υπηρεσίες. Επειδή γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες! της θάλασσας αυτής, πως κάθε παρόμοιο διήμερο, είναι ελεύθεροι οι περισσότεροι, προς εξόρμηση για το πολυπόθητο μπάνιο.
Βρίσκομαι στο πολυπληθές, παραλιακό συγκρότημα, κτιρίων. Είναι μεσημέρι. Γεύομαι τα τηγανιτά εδέσματα. Ο Θεός με βοήθησε να μη με πιάσουν -Τι ευλογία κι ετούτη. Αφού, καμιά φορά από τις σπάνιες, που έπαιζα ΛΟΤΤΟ ή ΤΖΟΚΕΡ, δεν κληρώθηκα πρώτος, να ζήσω κι εγώ, όπως οι κοινωνικοί …αναμάρτητοι.
Απολαμβάνω τη θέα, από κάτι γυμνόστηθες που βουτάνε, ή απολαμβάνουν μια χαλαρή ηλιοθεραπεία.
Κάτι δεκάχρονα αγόρια, στέκονται και τις παρατηρούν, από πολύ κοντά. (Που βρίσκεται η αστυνομία;).
Κάποιος το σκέφτεται, ψάχνοντας για καλή θέση, κάτω από το υπόστεγο, με τα τραπεζάκια, με θέα τη φύση, σε όλο το κρεάτινο μεγαλείο!
Παραγγέλνει εκείνος, ο “συνάδελφος” πελάτης, με την πρώτη ευκαιρία. Δεν του δίνω σημασία. Συλλογίζομαι, πόσο καιρό θα συνεχίσω την παρούσα καριέρα. Πότε θα έχω μαζέψει αρκετά χρήματα. Ήξερα, γνώριζα, πως κάποτε θα ξεκινούσα κι ο ίδιος, στην παρανομία. Επειδή οι γυναίκες, αγαπούν, μόνο όσους είναι επιεικώς, ματσωμένοι.
Ναι. Έπρεπε κι ο ίδιος να κερδίσω, λίγα χρήματα. Αφού δεν έβρισκα δουλειά όπως την ήθελα.
Αυτόματα, θυμάμαι τις χτεσινές ειδήσεις στο χαζοκούτι. Εκείνα τα νιάνιαρα στα σχολεία, που κάνανε σέξ, και άλλοι, τα βιντεοσκοπούσανε με κινητά. (Ανταλλαγή βίντεο. Εκβιασμοί. Διαπόμπευση).
Σκέψη: Πόσο χαμηλά, θα οδηγηθεί ακόμη, ο κόσμος.
Τι ωραίο όμως, να κάνεις ότι θέλεις, και κανένας να μην ελέγχει. Ελευθερία πλήρης. Βία. Σαν βιντεοπαιχνίδι.
Όλοι λένε πως νοιάζονται, μα κανείς δεν το εννοεί. Στ’ αλήθεια. Μα είναι ωραίο να ξέρεις: Πως ορισμένοι, εκεί –πίσω στην πόλη- στην φυλακή, είναι παντρεμένοι. Ενόσω παρανομούσαν. Που ξέρεις.
Ίσως τώρα που έγινα παράνομος, ο Θεός να με παντρέψει.
Ώ, πόσο Σοφός είναι!
Πως Παίζει, με τις ζωές μας!
Κάποτε, είχα αποφύγει το τσιγάρο, ίσως και το ποτό. Ευτυχώς δε μου ήταν αναγκαία, είδη ναρκωτικών. Αν δεν θεωρείς ναρκωτικό, ν’ απολαμβάνεις τη μυρουδιά της κόλλας. Ο εθισμός στην κλεπτομανία.
Μα να, είμαι ελεύθερος κι ωραίος.
Τι γλυκό αν και λίγο ανήσυχο που είναι ετούτο το σημείο, με το γευστικό φαγοπότι. Με την ελευθερία μου. Σημαντική όπως είναι.
Να όμως που επανακάμπτει το συναίσθημα καταδίωξης, πρακτικά όμως, πλέον. Μετά το διάστημα χρόνου, που ο Θεός, το παραμέρίσε σε εμένα.
Αν είναι δυνατόν να ζει κανείς, σε αυτή την κατάσταση: ολοένα, κάποιος με κυνηγά. ΟΧΙ νοητά, όμως.
Πρακτικά. ΠΛΕΟΝ.





2


Στο παγκάκι, στο καράβι.
Επιστρέφω στο κλεινόν άστυ.
Σα να στενοχωριέμαι. Θυμάμαι αυτόματα, τον τελευταίο καιρό, όπου δεν έβρισκα, μήτε δουλειά, μήτε άνθρωπο – γυναίκα που να ανοίγεται, με σκοπό να μη περάσει άλλο ένα καλοκαίρι. Δίχως παρέα. Δίχως με αγάπη, έρωτα.
Ενθυμούμαι εκείνο που μου ανάφεραν: Δεν θα αλλάξεις εσύ, τον κόσμο. Επειδή παραπονιόμουν, πως έγιναν έτσι, άκαρδοι, οι άνθρωποι. Που τσιγκουνεύονται και την ομιλία, πόσο δε, την ευγένεια. Μα είδα πως μ’ έφτιαξε, εμένα τον ίδιο, η Κοινωνία.
Πώς να αγαπήσεις ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ενόσω στο σπίτι μου απαγόρευαν ΝΑ ΕΝΤΑΧΘΩ, στην Κοινωνία;
Δεν θα πας, μόνος, στη Σύμη. Δεν θα πας στην Πράγα, μόνος σου. Επιτρέπω να ταξιδέψεις, μόνο, μαζί με άλλους, να γίνεις κοινωνικός!!
Αλήθεια, με τέτοια διαπαιδαγώγηση, και με ένα άρρωστο, δικό τους, παράπονο: Γιατί δεν έχεις, παρέες.
Πως ν’ αγαπήσεις την Κοινωνία; Παύοντας να ζηλεύεις, με μίσος, τα αυτονόητα για την ηλικία του, στον καθένα; Ενόσω στο λύκειο, οι συμμαθητές μου, ήδη αγοράζανε εισιτήρια, για μεγάλες συναυλίες. Αλήθεια, η συγκεκριμένη ζήλια, που δεν πληρώνεται με άκοπα νομίσματα - συναισθήματα, προκαλεί κρούσματα διαφορετικά. Όπως το να κλέβεις από την τσέπη του πατέρα σου, κι εκείνος, μια να αδιαφορεί, μια να εκφράζει, θυμό.
Περνούσε ο καιρός. Αραιά κρούσματα, όταν δεν δούλευα.
Αλήθεια, τι κενό σύστημα, κυριαρχεί σε αυτή την άγραφη Κοινωνία; Ενόσω δεν επιτρέπει στον πατέρα να καταγγείλει το ίδιο του το παιδί, ανήλικο ή ενήλικο, επειδή έβαλε χέρι στα λιγοστά χρήματα. Μες την οικογένεια. Μήπως αποκτήσει φόβο, το παιδί. Επειδή στην πραγματική, εκεί έξω, Κοινωνία, υφίσταται πρακτικά, οι φυλακές. Με δεσμοφύλακες και ανώμαλους, συγκρατούμενους.
Τι έκδηλη ντροπή, να γνωρίζουν οι συγγενείς, πως κλέβει, ένα δικό σας παιδί.


Μια στενοχώρια με καταβάλλει. Πως ξέπεσα έτσι. Πως παρέδωσα τα όπλα. Σε μια αντικοινωνική Κοινωνία! Πληθωρική και με διάφορες ανέσεις, ή με μια διάθεση ισότητας σε ορισμένες ευκαιρίες. Αν δεν ψειρίζεις τις δουλειές. Τις μετακινήσεις. Το πόσο είσαι ικανός, να διακρίνεις τις ευκαιρίες.
Ιδίως εκείνες της επικοινωνίας με το άλλο φύλο, συγκεκριμένα. Να κρατάς το καλό έστω και ως φίλη.
Άραγε, είναι δυνατόν, ένας άντρας, που βρίζει τους γονείς του, να εκτιμήσει μια αξιόλογη γυναίκα, στο βίο του. Παραμένοντας μαζί της. Άραγε, ΠΩΣ;
Αυτή η κοπέλα, δεν διακρίνει τον μη σεβασμό του δικού της ανθρώπου, προς τους γονείς του; Επομένως τον ακολουθεί, στα της καθημερινότητας.
Ή εκείνη συνάντησε τον απότομο του χαρακτήρα, μα αισθάνεται τυχερή! που τουλάχιστον είναι άντρας βαρβάτος, κι όχι δειλός και άτολμος, με τις γυναίκες.

(Το ταξί με επιστρέφει στο σπίτι).
Ξανά θα κλειδωθώ. Απομόνωση, λόγω πρωινής κλοπής, ενός ψιλικατζίδικου. Παρατηρώ προς το παρόν, από το καθρεφτάκι του συνοδηγού, αν μας παρακολουθεί κανένας. Της ασφάλειας. (Αυτά τα στραβάδια, απ’ ότι έχω ακούσει, με πολιτικά αυτοκίνητα, που παρακολουθούν, πιστεύουν, κάποιον, δίχως να γίνονται αντιληπτοί.. Τα στραβάδια οι μπάτσοι, μου θυμίζουν τους κακούς χαρακτήρες σε μια άθλια σειρά, στον τηλεοπτικό σταθμό, ΑΝΤ1).
Η –μη γνωστή- κατάντια των ερασιτεχνών αστυνομικών, παράλληλα της κατηφορικής πρακτικής, –αφήνοντας πίσω, την τιμιότητα- ένας συνάνθρωπος σας. Που λες: δεν σε συγχωρώ, για ότι έγινες.
Λες και πάντα θα κλέβω.
Μα είναι πλέον, η επιστροφή στη νηφαλιότητα, στο ζύγι του δούναι και λαβείν, τόσο θολωμένο και ακαθόριστο, όπως οι διαθέσιμες επιλογές, στο Δημοκρατικό πολίτευμα. Όπου προτιμούσες να διάγεις τίμιο βίο –όσο είναι γεμάτο το στομάχι- διαφορετικά χτυπάς μια βιτρίνα, καταστρέφοντας τον κόπο του άλλου. Επειδή όλα ακριβαίνουν διαρκώς. Είναι παχιά η κοιλιά του εργοδότη. Η προσωπική του ανάγκη να πλησιάσει τους ισχυροτέρους πλουσίους, του χώρου. Όπου αδιαφορείς αν το δίποδο που εργάζεται, για σένα, έχει λόγο ύπαρξης. (Εκτός από το συνειδητό δικαίωμα, του απλού υπαλλήλου, να συνεργαστεί σε ένα εμπάργκο. Εναντίον προϊόντων. Υπηρεσιών. Μιας διαβίωσης, σίγουρα έξω από τα θέλω του παχουλού εργοδότη), στον οποίο, θα μοιάσω κι ο ίδιος. Κάποτε. Με αρκετά χρήματα, από μικρότερες ή πιο οργανωμένες ληστείες. Το σύστημα μου λείπει.
Και καλά, όπως πιστεύω, πως θα είμαι συνεχώς, τυχερός. Να μη με πιάσουν ..τα στραβάδια. Που ο καθένας, που δεν έχει, η αστυνομία, φωτογραφία του, στο αρχείο, είναι δυνατόν, ο δράστης, να επιχειρήσει οτιδήποτε κακό, επιθυμεί. Και φυσικά να μην τον πιάσουν, όπως δήλωσε ένας εκπρόσωπος του σώματος, στο χαζοκούτι.

Όλα είναι ανοιχτά. Παντού γίνεται, να εισέλθεις.
Παρομοίως οι ξένοι πράκτορες, που παρισφρύουν ως κύριοι, σε υπουργεία, κλέβοντας επίσημα έγγραφα, για την Εθνική ασφάλεια.
Κατόπιν, εξαφανίζονται.

Τόσο προδότες είναι αυτοί, που διοικούν.. την Ελλάδα.
Η Ελλάδα, για την οποία είναι περήφανοι οι ομογενείς μας, επειδή φαίνεται, την αντιμετωπίζουν, μόνο ως τόπο διακοπών.


Όποιος παρανομεί, το κακό τον ακολουθεί, -δεν τον αφήνει. Δεν έχει τέλος, η πορεία στην παραβατική διάθεση.
Μια ζωή, πόσο εύκολα είναι δυνατόν, να πάει χαμένη. Ενόσω σχεδιάζεις νοερά, την επόμενη σου, κλοπή, ακολουθώντας το απτό παρελθόν, ενόσω έκλεβες τον ίδιο σου τον πατέρα. Ή υπολόγιζες, πως αν το επέλεγες, θα άρπαζες τσάντες γυναικών, κάνοντας ποδήλατο.
Προσπερνούσες ένα περίπτερο. Συλλογιζόσουν: Πόσο εύκολα, τούτοι οι άνθρωποι, πέφτουν θύμα κλοπών.

Μια ζωή, χαμένη πλέον, οριστικά. Επειδή η Κοινωνία, δεν συγχωρεί ούτε το πταίσμα, ούτε τον πρότερο, τίμιο, βίο. Ούτε καν τη μετάνοια. Ή να εκτίσεις μια ποινή παραδειγματική.

Να θυμώνεις, κλέβοντας υλικά, επειδή κανείς, δεν πληρώνει σε αισθήματα. Συναισθήματα – καταστάσεις, όπου ο μεγαλύτερος, κάνει ρεζίλι τον μικρότερο, μα δεν το πράττει, ενόσω ο άλλος είναι συνομήλικος. Μ’ εκείνο το προσωπείο, πως επειδή είμαστε συνομήλικοι, μεσήλικες εννοείται, έχουμε τις ίδιες εμπειρίες. Λες και συμπίπτουν οι περιστάσεις, οι νέες εκφάνσεις. Η ατμόσφαιρα. Εκείνο που παραδέχεσαι, ότι αφήνεις. Παραμερίζεις.
Λες και ο καθένας βιώνει κάτι, όταν το χρειάζεται.
Τυχαίνει… .. σε αρκετούς!
Κανείς δεν με πλήρωσε, αισθηματικά. Οπότε, παίρνω πίσω, από την Κοινωνία, σε υλικά αγαθά –κλέβοντας τα- ως εξόφληση στον κόπο, που μοιραζόμουν. Την εσωτερική μου κοινωνία.
Τις πνευματικές διεργασίες.
Συλλογισμοί. Σκέψεις. Πρέπει και μη. Αν, ίσως, θα. Πίστευε, ανέμενε. Υποχώρηση, απογοήτευση. Να θες να ξεφύγεις από την αύρα, πιεστικού πίδακα, των θέλω, τοπικού εξουσιαστή, που ως γονιός, δεν κάθισε να σε μάθει. Αυτός δεν σ’ έφτιαξε, κλέφτη;
Ο βίος, σημαίνει, να λαβαίνεις κάτι, ως ανταπόδοση των λίγων δεκαετιών που αναλογούν σε εσένα.
Να περνάνε οι νύχτες –σκοτεινιάζει ξανά.
Δίχως αγάπη. Υποστήριξη.
Νέα παιδιά, σέρνουν τα βήματα τους, στις άκρες των πεζοδρομίων.



- Η νύχτα δεν κατέχει, τόσες σκιές,
Πέρα από τους τροφοδότες, ουσιών.
Ως νέοι παρηγορητές
του σημερινού κλίματος,
Όπου καταδιώκεται η ανομοιομορφία.

Η γόνιμη, εννοείται.

Για να ‘χει ουσία, η παρουσία.

Το σύνολο της υπόστασης μας.
Σώμα – πνεύμα – ψυχή.
Ποιος θα τα εναρμονίσει;

Σα ν’ ακούω το ξύλο
που χτυπά ο μοναχός,
Μ’ ένα μικρό σφυράκι.
Σαν νότες,
με διαδοχή, χτυπημάτων.
Νότες κάλεσμα,
Προς την Ανώτερη παρηγοριά.

Ώστε,
Έσω έτοιμος,

Να απομακρύνεσαι,
από θέλω
Που δεν ταιριάζουν,
σε εσένα.


3


Είναι βράδυ. Αργά.
Έξω μυρίζει καμένο. Καυτό μπετόν. Καυσαέριο αναμεμειγμένο. Διαρκής μετακίνηση.
Θα επιστρέψω σε μια, παλιά μου συνήθεια –μετά από 12 χρόνια- ψάχνοντας στον τοπικό οδηγό, διασκέδασης, για ένα, καλό μπάρ. Τώρα που μάζεψα χρήματα, έστω και κλεμμένα!
Τώρα που είναι κλειστή η τηλεόραση, με τον άπλετο τζόγο. Της προτροπής, ποιο άλογο, πρέπει –κατά το δοκούν- να επιλέξουμε. (Να ‘χα μια βόμβα, να τινάξω στον αέρα, τις εγκαταστάσεις του ιπποδρόμου).

Κανείς δεν με ξέρει. Κανείς δεν με είδε.
Η αστυνομία δεν έχει φωτογραφία μου στο αρχείο της.
Στραβάδια. Κότες. Χαμογελώ. (Με παίρνει η κατηφόρα).
Κανείς δεν με ξέρει. Κανείς δεν γνωρίζει πως υπάρχουν φτωχογειτονιές, ή “παραγκουπόλεις”. Λεωφορείο δεν περνά από εκεί. Κανείς δεν θέλει να ενημερώνεται, πόσο εύκολα σηκώνεται, εκεί, η σκόνη. Αν αναγνωρίζονται οι προσφορές της δωρεάν.. παιδείας. Που ακόμη, και πίσω, στο ανθρωπομάζωμα των ντουβαριών, με τις πινακίδες νέον, δεν θέλεις να ασχολείσαι, με τέτοιου είδους λαϊκισμούς.
Οι δύσκολες επιλογές. Να συζητάς. Να φυτρώνει η αλήθεια. Να ψάχνεις, πως γίνεσαι μέλος του συνόλου. Όπως όλα ετούτα τα πρόσωπα, μες στο περίεργο μπάρ, όπου το μάτι πέφτει στα μπουκάλια, στα ράφια –πίσω από τον χώρο ετοιμασίας, των ποτών- στον θολερό τοίχο.
Οι ποικιλίες των δίχως χρήσιμες θερμίδες, ποτών, που όμως επιθυμώ να ξαναδοκιμάσω. Τώρα που έχω χρήματα –έστω και κλεμμένα.

Κι είναι η προοπτική της επαφής, πιο άμεση, μα με δίχως, στερεό, ή μακρόπνοο σκοπό.
Ακόμη, ωραίος. Με το βλέμμα ανήσυχο. Μήπως και σπάσει ο … το ποδάρι του, και κάποιος με αναγνωρίσει.
Ποιο πρόσωπο θα με κάνει να χαμογελάσω;
Επιχειρώ μια εσωτερική προσευχή. Να ηρεμήσω. (Για τέτοια αχαριστία μιλάμε).
Χωμένος μες την άγνοια, όσων βιώνουν οι άλλοι, οι υπόλοιποι στα του βίου τους. Κάπου θέλω κι ο ίδιος, να συμμετέχω μες τη θολούρα της νόησης. Να μην διαφέρω. Στο χέρι το ποτό, πολλοί άλλοι, το τσιγάρο.
Είναι κάτι γυναίκες ελκυστικές, που εισέρχονται στα κουτάκια του νου, πως, τις φλερτάρεις.
Ποιο ψέμα θα βρω κι ο ίδιος, για να μείνουν, κοντά.
Μια ξαφνική ταχυπαλμία. Παίζουν τα φώτα –φοβάμαι το μπλάκάουτ (το σκοτάδι μήπως;).
Είναι τόσες πολλές. Τόσο λεπτές. Τόσο συνοδευμένες.
Αυτόματα, ένας συλλογισμός γυροφέρνει: Η σύμπτωση της τελευταίας τηλεοπτικής εκπομπής, για την ημέρα των ναρκωτικών, όπου σε μια πανέμορφη, κατοικία-κοινωνία, των συγκεκριμένων ατόμων, που αποτοξινώνονταν, αλληλεπιδρούσαν τα συναισθήματα τους. Αγγίγματα-ασκήσεις, κατανόησης της παρουσίας ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος, δίπλα. Ομιλίες. Συζητήσεις. Άνοιγμα – μοίρασμα, συναισθημάτων. Απελευθέρωση αύρας. Διαίσθησης.
Αλήθειες. Μοίρασμα.
Ισόποσα.
Ανακάλυψη ταλέντων. Επικοινωνία. Μοίρασμα πνευματικό.
Αποτοξίνωση από την κοινωνία των μπάρ και των κλάμπ. Του κλειστού κυκλώματος, της νύχτας. Όπου στις τουαλέτες, πωλούνται ναρκωτικά.
Ξανά, τα πρόσωπα των παιδιών, σ’ εκείνη την κατοικία – Κοινωνία, ως μάσκες πλέον, στη παρούσα νεανική μάζωξη, που θυμίζει: Καταφύγιο. Ενόσω όλα έξω, βομβαρδίζονται. Όντως, βομβαρδίζονται! Η προσφορά των αγαθών, χωρίς ψυχική ανταπόδοση. Χωρίς επικοινωνία. Κοντινό κοίταγμα των ματιών. Μοίρασμα με συζητήσεις, περί των εμπειριών. Να δένει η παρέα, αυτούσια και διαχρονική, σαν άγνωστο μέταλλο – σπάνιο δαχτυλίδι, σε “γάμο” με την αληθινή πορεία του ανθρώπινου είδους, που θυμίζει: αγαπημένες οικογενειακές, ή αγάπης, ταινίες. Όπου μέσω μιας γόνιμης τριβής, με διαδραστική συμπεριφορά, όλα, ως συμπτώσεις, βαίνουν προς το καλύτερο. (Σε κάτι πιο ουσιαστικό;).
Μα πώς να ακούσεις ή ν’ ακουστείς –Ν’ ακουστεί ο κτύπος της καρδιάς, έστω κι ανήσυχος. Ενόσω αναζητεί, ίσως, μια ανθρώπινη πηγή, να βγεις από την κινούμενη άμμο.
Της παραβατικής διάθεσης.

Πού να βρεθεί το ήρεμο βλέμμα, γυναίκας, μες σ’ ετούτο το ναό, του νερού που ζαλίζει, -την εικόνα της πραγματικότητας. Ως ώρα, που ολοένα διαφεύγει. Ξεχνώντας τα άπλυτα πιάτα, τα βρώμικα ρούχα. Το ασφουγγάριστο σπίτι. Όλα εκείνα, πίσω. Κάπου μακριά ίσως; Όπου κανείς δεν χαμογελά και κανείς δεν αποκρίνεται: καλημέρα.
Να κρατάς ένα πρόσωπο που να μπορείς να χαϊδεύεις. Χαμογελώντας γνήσια.
Με τι άραγε, χαμογελάς;
Ξανά ένας κτύπος, στο κουδούνι της μνήμης: Είναι μια άλλη σκηνή, σε κάποιο άλλο στέκι.
Βράδυ. Πιθανόν Άνοιξη. Δεν θυμάμαι, μπουφάν.
Είμαστε τέσσερα, αν όχι, πέντε, άτομα. Φίλοι. Που φλερτάρουν ο καθένας, το αντίθετο του φύλο –αν είναι εφικτή η ανταπόκριση.
Η Αγγελική, κάθεται πολύ κοντά μου. Σχεδόν φλερτάρουμε, σαν ζευγάρι –που μπορούσαν να είναι μαζί. Που σέβεσαι ότι έχεις άνθρωπο, απέναντι σου.
Η Αγγελική είναι, πια, παντρεμένη, όπως έμαθα, τελευταία, πριν ορισμένα χρόνια. Την συνάντησα στο γάμο ενός συναδέλφου, από μια προηγούμενη δουλειά. Για δες κάτι συμπτώσεις. Με κοίταξε σα να είχε ξεχάσει πως είναι, οι ευγενικοί άντρες. Που δεν διαφημίζουν ότι ‘ναι όμορφοι. Σαν τους ηθοποιούς που ‘ναι διάσημοι, και πολύ απολαμβάνουν την αναγνωρισιμότητα τους.


Είναι ξημερώματα.
Η ανησυχία. Ο πολύς θόρυβος. Απειλούν τη στασιμότητα μου, σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, λίγων τετραγωνικών.
Βαδίζω σιγανά. Τα αυτοκίνητα, σπάνια.
Επιλέγω κάτι περίεργα στενά, επιστρέφοντας.
Απολαμβάνω όσο μπορώ, τη νύχτα. Τις εφήμερες στιγμές, με ησυχία.
Τ’ αστέρια. Τούτο το καλοκαιρινό ξημέρωμα.
Σε κάποια, παλιά οδό, που αφήνουν πίσω, τα βήματα μου, συνέλεξαν ήδη, από το μεσημέρι, οι φτωχοί, τούτης της Κοινωνίας, ακόμη και από τα σκουπίδια, τα περισσεύματα της λαϊκής.


Περπατώ.
Ακόμα.

Σα να θέλει να με πνίξει,
το σκοτάδι.

Πως θα κοιμηθώ.

Που θα βρω, ξανά,
Εκείνη την παλιά δύναμη,
Ενός τίμιου αν και στερημένου,
Βίου;

Ρωτώ τα τέσσερα τείχια,

Τώρα που κοιμούνται,
Οι απέναντι φασαριόζοι,
Με το στρυφνό, πάντα,
Πρόσωπο,
Εκείνου του ταξιτζή,
Που αποφεύγεις, ακόμη, και να συναντήσεις.

Προσπαθώ να βρω, κάτι καλό, για να μου ανήκει ένας ήσυχος ύπνος –όσο βαίνει δυνατό.
Θυμάμαι, πως αγαπούσα τα ντοκιμαντέρ με ταξίδια, μα ποτέ, δεν πήγα πουθενά. Μήπως και διδαχτώ, γιατί κι εκεί, οι στενοχωρημένοι άνθρωποι, το σκέφτονται αρκετά, και δεν κλέβουν. Ακούς τα βήματα τους στην πόλη. Μπλέκονται με το σύνολο. Κάποιος σε σπρώχνει, πάει το πορτοφόλι.
Μαμάδες, με ένα απλό, λουλουδάτο, ολόσωμο φόρεμα, που φορούν και μες, το σπίτι. Απλές αν και αφημένες, στρίβουν σε κάποιο στενό, παρομοίως. Προσπερνάς. Προσπερνιέσαι. Ως άντρας, από συνομήλικες, ή ελάχιστα, ενήλικες, μικρότερες σου. Το συναίσθημα σου, τις φωτίζει τόσο γλυκές, όπως ένα χάδι στα δικά τους μαλλιά.
Ώχ, ένα τσίμπημα από κουνούπι, με ξυπνά.
Σαν επίπονη μεταφορά, θηλυκού, στα χέρια.

Έχεις υπομονή, να κρατάς το καλό, στη ζωή σου; Αυτό το ανθρώπινο, εξωτερικά, με διαφορετικό όμως, ψυχισμό, στον καθένα.
Ο “καθένας”, τρώει εξίσου, μακαρόνια. Λούζεται. Βγαίνει μια βόλτα. Πάει σινεμά.
Να σου είναι μπορετό να βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο, μ’ εκείνη, και να ‘ναι ο χρόνος μια στιγμή από εκατομμύρια, όσο ζούμε. Να ξεχνάμε πως θα γεράσουμε.

Να ξυπνάς, με έκδηλη πλέον, την ανησυχία, μήπως σε πιάσουν. Για κείνη την ληστεία. Το έντονο συναίσθημα της καταδίωξης, που δεν είναι, πλέον, ..ψυχολογικό πρόβλημα. Πως έπεσα τόσο χαμηλά.
Επειδή ετούτη η φορά, δεν είναι όπως οι άλλες, που μπορείς να συγχωρήσεις τον εαυτό σου.
Εδώ μιλάμε για ληστεία. Με θύμα έναν ψιλικατζή, έστω και σε μια, εκτός δικής μου, περιοχής, επίθεσης, σε φουκαριάρη επαγγελματία.
Πρέπει κάποιος, να το υπολογίζει, προτού ακολουθήσει τον κακό δρόμο (προτού μιλήσει).

“Είμαι” όπως εκείνα τα παιδιά στην Βέροια, που “μάθαιναν” πολεμικές τέχνες, στο σώμα, ενός δολοφονημένου, τελικά, επίσης, νεαρού αγοριού. Μόνο που στην περίπτωση μου, μιλάμε για κλοπή. Όχι ζωής. Μα χρημάτων.
Όλη μέρα, τα πατζούρια, σπίτι μου, είναι κλειστά.
Το βράδυ, ακούω πατημασιές έξω απ’ το παράθυρο. Τρομάζω.
Τελικά, είναι μόνο μια γάτα, με τα παιδιά της, που την ακολουθούν.
Σαν ένα μικρό έλεος, αγάπης, προς μετάνοια μου, εκ των Άνω. Μα είναι επίπονο να δεις το πρόβλημα, και να πεις: Άραγε, τι, τώρα.





Στο τοπικό σούπερ μάρκετ

Με το χαμηλωμένο βλέμμα, ορισμένων αδικημένων, εργαζομένων. Στη δουλειά μα και στη ζωή, νομίζεις πως το καθετί βρίσκεται στη θέση του. Παρομοίως οι ελπίδες της καρδιάς που χτυπά, κάτω από το τυποποιημένο ντύσιμο –χτυπώντας κάρτα.
Παρόντες.
Με καύσωνα ή επίπονο κρύο.
Τα ράφια γεμάτα. Η αγοραστική κίνηση –ακούγεται- έπεσε. Ακόμη και στα ακριβά προάστια. Μια ορισμένη στιγμή, θα ψάχνουμε κι οι ίδιοι, τα υπολείμματα, στην δική.. μας, λαϊκή.
Εν τω μεταξύ, μια κυρία, σπρώχνει το μισογεμάτο της καρότσι. Αισθάνεται τυχερή. Η τσάντα της, αφημένη στη μια πλευρά του χερουλιού. Ούτε που δίνει σημασία. Αποφεύγει, δε, την σύσταση ενός υπαλλήλου, να προσέχει. Απομακρύνεται ο εργαζόμενος.
Η κυρία σπρώχνει το καροτσάκι, πλησιάζοντας τα καλλυντικά. Μόλις, στην γωνία. Να, όπου να ‘ναι, θα στρίψει, χαρούμενη.
Μια φιγούρα την παρακολουθεί, πίσω της.
Μια άλλη γυναίκα.
Σταματά η κυρία. Κάτι θυμήθηκε. Ξεχνιέται. Πάει στα ράφια, που προσπέρασε, αφήνοντας εκτεθειμένη την τσάντα στο καρότσι, όπου τη βουτά, η νέα γυναίκα. Τοποθετώντας την κλεμμένη τσάντα, μες την μεγάλη, πάνινη, που μεταφέρει. Με βλέμμα καλοκαιρινό. Το δέρμα της ηλιοκαμένο, που ξανά ο ήλιος, καλωσορίζει.
Φεύγει η νέα γυναίκα, ευχαριστημένη, που πέτυχε και σήμερα, να κοροϊδέψει την τύχη της, εξαπατώντας μια αδικημένη ψυχή, που άραγε, έχει ξεσηκώσει το σούπερ μάρκετ, μπήγοντας τις φωνές;

Διαβαίνοντας ένα δεύτερο στενό, πίσω της, η νέα γυναίκα, από κάπου, ένα ραδιόφωνο, με δυνατή μουσική, πρωινιάτικα, σπάει την μονοτονία, του αχάριστου βίου, ορισμένων.
Πλησιάζει ένα βιντεοκλάμπ.
Της γεννιέται η επιθυμία να δει μια ταινία. Ή να κλέψει μια ταινία;
Θα τα καταφέρει; Ξανά.
Ούτε που συλλογίζεται την σημερινή κατάσταση: Άνθρωποι χαμένοι, τελείως, σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Κλαμένα τα μάτια, των συγγενών. Εποχές και περίοδοι χρόνου, ντυμένοι στα μαύρα. Υποχρεωτική θλίψη, φορές. Χαμένα καλοκαίρια. Διακοπές.
Η νέα γυναίκα, ούτε που γνωρίζει, ετούτες τις εικόνες.

Ο πωλητής, εδώ, στο βιντεοκλάμπ, είναι πολύ προσεκτικός.
Μάλλον δεν θα τα καταφέρει, εκείνη: Παριστάνει πως υπολογίζει να νοικιάσει ταινία, μα το βλέμμα, κάτω απ’ τα πολύ σκούρα, μαύρα γυαλιά, γυροφέρνει σαν ρεύμα αέρα, παρομοίως όπως ένα κλιματιστικό, αντικαθιστά το ζεστό, αρχικά, οξυγόνο.. απ’ το εσωτερικό του σπιτιού, με του εξωτερικού περιβάλλοντος, όπου όλα είναι πιθανά.
Τόσες πολλές οι ταινίες, στις γυαλιστερές τους θήκες, που πωλούνται εδώ, σε εξωφρενικές τιμές.
Να πάρει!
Στιγμή δεν την αφήνει σε ησυχία.
Όλο το μάτι του πωλητή, πέφτει πάνω της.
(Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και τον νοικοκύρη).
(Ακόμα και τα νέα παιδιά. Τους νέους ενήλικες. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, στην Ελλάδα. Άνθρωποι που κάνουν χρήση ναρκωτικών. Ή έχουν παραβατική διάθεση, κλίνοντας προς την παρανομία. Αλήθεια, τι ευλογία, εκ των Άνω, ν’ ανήκει, κανείς, στην σπάνια μερίδα των νέων, που δεν κατάστρεψαν τον εαυτό τους).

Η νέα κλεπτομανής, απομακρύνεται άπραγη.
Επιβιβάζεται στο λεωφορείο, που τη φέρνει στο κέντρο της μεγαλούπολης.

Είναι μια επικίνδυνη ημέρα.
Ο μειωμένος αριθμός των διαδηλωτών, φοιτητών, λόγω της βίας των ΜΑΤ –σύμφωνα με πολιτική απόφαση- κατευθύνονται –ως αγωνιστική μάζα- προς τον τελικό τους προορισμό.
Ξαφνικά.. ξεκινά ο πετροπόλεμος. Μεταξύ διαδηλωτών.. και των οργάνων, πάταξης των εγκληματιών.. που διαμαρτύρονται για τον νόμο πλαίσιο, δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Οι λοιπές διατάξεις, δεν είναι, καν, σε διαπραγμάτευση.
Ξαφνικά.. παρουσιάζονται τα παιδιά-κουμπιά, οι γνωστοί κουκουλοφόροι, που δεν έχουν κάνει ακόμη, σέξ, γι’ αυτό είναι τόσο βίαιοι. Δες τους. Ταμπουρώνονται στο κτίριο της νομικής σχολής. Πετούν, στη συνέχεια, από τα παράθυρα, ότι βρουν, κατά αστυνομικών. Πολιτών. Δημοσιογράφων.
Μολότοφ εκσφενδονίζονται.
Κάποιος από τους κουκουλοφόρους, κρατάει όπλο.
ΠΡΟΣΟΧΗ!!
(Όπλο στυλό. Νομίζει ο άκληρος, ότι εδώ είναι σκοπευτήριο).

Η νέα γυναίκα ακούει τις συμπλοκές, και αλλάζει τετράγωνο.
Κάποιος άλλος, όμως, δεν είναι τόσο τυχερός.

Ένας νέος άντρας.
Πεζός, ο δρόμος του τον φέρνει πίσω από τα ΜΑΤ. Αισθάνεται και είναι, τίμιος. Μετανοιωμένος.
Κάποιος ξαφνικά, τον σπρώχνει με βία, επάνω σ’ έναν αστυνομικό. Απρόοπτα επίσης, συμβαίνει από το πλάι, από μια κάθετη οδό, επίθεση μιας ομάδας κουκουλοφόρων. Ο αστυνομικός, των ΜΑΤ, που έπεσε πάνω του, ο νέος άντρας, τον πιάνει απ’ τον γιακά, και συνοδεία ενός συναδέλφου, τον χώνουν στην κοντινή κλούβα.

Τρώω, τέσσερις πέντε, απανωτές. Όπου προλαβαίνουν να σημαδεύσουν, οι φύλακες της τάξης..
- Είσαι νταής;
- Ποιος; Εγώ;
- Εσύ!
- Εγώ; -ξαναρωτώ.
- Μη μου κάνεις τον τρελό (μου ρίχνουν, μια, με το κλόμπ, στο πλευρό). Κουλουριάζομαι.
- Λοιπόν;
Γελάνε, όλοι μαζί. Βρίζουν –ως συνήθως.
- Να μάθεις να τα βάζεις μαζί μας.
- Δεν μιλάς, ε; ξαναγελάνε.
- Τι ήθελες εδώ; Πετιέται ένας άλλος.
Σηκώνω το σώμα μου, όπως μπορώ, μετά το χτύπημα στο πλευρό.
- Έψαχνα για δουλειά, ψελλίζω.
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά;
(Δώστου και μια καλαμιά).

Τα μάτια των αστυνομικών είναι κόκκινα –σα λυσσασμένο σκυλί. Σαν μαινόμενος ταύρος.
- Έλα, έλα, πέταξε τον έξω, μιλά, ένας πιο λογικός…
- Φτιάξου λίγο, ρε κακομοίρη. Ειρωνεία στο ύφος.
Σηκώνομαι και στραβοπατώ.
- Όξω ρε, είπαμε!
Πάει να μου ρίξει με το κλόμπ.
Ένας συνάδελφος, του διακόπτει την κίνηση.

Στραβοπατώντας, βγαίνω έξω απ’ την κλούβα. Σουλουπώνομαι όπως μπορώ. Απομακρύνομαι. Επιστρέφω σπίτι. Έχω ακόμη, μερικά από τα χρήματα που έκλεψα απ’ το ψιλικατζίδικο. Κάνω νόημα σ’ ένα ταξί.
Είμαι σοκαρισμένος.
(Θα μου το πληρώσουν, αυτό!).


Έπρεπε να βγει ο στρατός και να τους μαζέψει –τους κουκουλοφόρους.

Να τους κλείσει σ’ εκείνο το στρατόπεδο συγκέντρωσης που θα μάντρωναν, όσους θα έπρατταν έκτροπα, κατά την περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων.

-Τι λες; Θα περάσει ο νόμος πλαίσιο; ρωτά, ο ταξιτζής.
- Δεν.. δεν ξέρω.
- Μάλλον, προσθέτω.
- Όχι και μάλλον, χαμογελά ο ταξιτζής.
- Σίγουρα πράγματα, ακούγεται πάλι.

Η σκέψη μου δεν βρίσκεται εδώ. Σ’ ετούτο το κάθισμα, που αναπαύεται, ο πισινός μου.
Ο νους μου εποπτεύει ένα νέο σχέδιο, εκδίκησης, εναντίον του Κράτους, που επιτρέπει στα ΜΑΤ, να χτυπούν, ανυποψίαστους πολίτες.
Πρέπει να αγοράσω, ένα καλό, κοφτερό, μαχαίρι, μιλά η εσωτερική φωνή.
Ο πρώτος που θα με αγγίξει, έστω και λίγο, βίαια, θα πεθάνει!!
(Όποιος διαλέγει το κακό, το κακό, γεννά, ΜΠΕΛΑΔΕΣ).

Ένα, καλό, κοφτερό, μαχαίρι.
Να κόβει λαιμούς. Να σφάζει ψυχές, σαν αρνιά, όπως το Πάσχα.
Ναι. Θα το αγοράσω.



Η νέα γυναίκα, στο παραλιακό της σπίτι, μετρά τα χρήματα από την κλεμμένη τσάντα, το πρωί, στο τάδε σούπερ μάρκετ. Γύρω στα τριακόσια Ευρώ. Καλή μπάζα. Χαμογελά. Ετοιμάζει ένα παγωμένο φραπέ. Μετακινεί μια καρέκλα στο μπαλκόνι. Απολαμβάνει τη θέα προς τη θάλασσα. Μετρά τις πιστωτικές κάρτες, από την γενικότερη μπάζα. Αισθάνεται περήφανη για τα αγαθά. Όλη η παρούσα χλιδή, στη νοικιασμένη κατοικία. (Επειδή αν ήταν περιουσιακό στοιχείο, θα αναγκαζόταν να το δηλώσει, οπότε, γρήγορα θα εντοπιζόταν).
Το βλέμμα της περιεργάζεται το καινούριο της αυτοκίνητο, εκεί, λίγο πιο πέρα, από τούτη την πλευρά, του πεζοδρομίου.
Το απόγευμα την επισκέπτεται ο φίλος της, κάνουν έρωτα, ως ωδή στην σάρκα και στο αίμα που βράζει.
Βγαίνουν αργά, το βράδυ, και μετά από έναν μικρό περίπατο, καταλήγουν στο παραλιακό κλάμπ, όπου το μίνι είναι πολύ κοντό, στο γυναικείο σώμα, που κολλητά, μπλέκεται, με τους γυμνασμένους μύες του συνοδού.
Τα μάτια, χτίζουν παλάτια.

Το καλοκαίρι επιτάσσει, δημιουργία σχέσεων.
Όχι σαν μερικούς άλλους, που δεν πάνε για μπάνιο στην θάλασσα, μένοντας πίσω, στην πόλη, αγοράζοντας καρπούζι, να καταλάβουν, θερινούς μήνες!!
Η νέα γυναίκα απολαμβάνει τα νιάτα της.
Είναι από τους τυχερούς που έχουν επίγνωση, πως δεν θα ζήσουν, αιώνια.
Ότι κι αν συμβαίνει στην πόλη, κι ας πέφτουν, χημικά, με το βυτιοφόρο, η νέα γυναίκα χαίρεται το καλοκαίρι. Είναι νέα. Το δέρμα της λείο. Θελκτικό. Καμπυλωμένο στα κατάλληλα σημεία. Φοράει, στενά, προκλητικά, ρούχα. Η νύχτα γεμάτη υποσχέσεις. Οι ορμόνες είναι ωραίο πράγμα.

4


Ξημέρωσε.
Θα πάω για μπάνιο σήμερα.

Αλλάζω δρομολόγιο. Επιβιβάζομαι στο πορτοκαλί, λεωφορείο, που με φέρνει στην γνωστή μου, παραλία, στην Νέα Μάκρη, στρίβοντας στον κατηφορικό δρόμο, που οδηγεί στην παραλία.
Σέρνω θαρρώ τα βήματα μου, σε μια ταβέρνα όπου κρύβω στην τουαλέτα, σε δύσκολο σημείο, ταυτότητα και χρήματα.
Άνετος όπως είμαι πλέον, δέχομαι τη θέρμη του καλοκαιρινού ήλιου. Πατώ στην άμμο.
Απλώνω κάπου, την πετσέτα. Αισθάνομαι πιο ήρεμος. Βουτώ μια δυο φορές.
Στην τελευταία μου έξοδο από τη θάλασσα, το βλέμμα μου συγκεντρώνεται σε μια καμπυλωμένη παρουσία, σε καθεστώς ηλιοθεραπείας.
Σα ν’ ανοίξανε τα μάτια μου.
Ξαφνικά οραματίζομαι τους ανθρώπους, γύρω μου, όπως είναι: Ένα σύνολο μυών, κυττάρων, κάτω από ένα σουλούπι δέρματος, όπου μόνο το κεφάλι, κουνούν.
Σα να υπάρχει στο κεφάλι, μόνο, νοημοσύνη. Μ’ ακόμη κι αυτή, η νόηση, είναι πρωινή εφημερίδα, που μένει απούλητη.
Πως φαίνονται οι γυναίκες που ‘ναι πονηρές. Μα κάτι με αποσπά σ’ εκείνη. Φταίνε τα νέα πρότυπα. Η απελευθέρωση, κατά πάντα –το κακό ελκύει το μολυσματικό.
Οι παράνομοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους.

Ο σωματότυπος της, δεν είναι ο αντίστοιχος μεσογειακός, με τα άχρηστα, παραπανίσια, κιλά. Είναι ένας άλλος τόπος, εδώ. Ο χρόνος σταμάτησε. Μια ανάγκη για παρουσίες ελκυστικά, λεπτές, με τα απαραίτητα κάλλη. Ωδή στη ζωή και τη νεότητα.
Τα προβλήματα δεν αγγίζουν, όσους δεν βρίσκονται, μες το σύστημα. Εκτός από τους άστεγους, που σαν αδέσποτα σκυλιά, κοιμούνται όπου να ‘ναι. Η βρωμιά του δρόμου, δεν τους ενοχλεί…


Θα πλησιάσω τη γυναίκα. Τη νέα γυναίκα.
Ομοιάζει με τα θηλυκά, που η παρουσία τους εξαρτάται, από τον όγκο στο στήθος. Ουσία, μηδέν. Μυαλό κάπου ξεχασμένο.
Είναι προκλητική, αλλά μ’ αρέσει.
Αλλάζω κι ο ίδιος.
Ο ξυλοδαρμός μου, απρόκλητα, χωρίς λόγο, από τα ΜΑΤ, προκάλεσε μέσα μου, όχι έναν απλό σπινθήρα, αντιπαράθεσης με την κοινωνία. Μα μια μόνιμη πλέον, εκδικητική τάση, προς την Κοινωνία!
Κάποιος θα πληρώσει για κείνο που μου συνέβη.
Κάποιος με εξουσία.
(Θυμήθηκα ένα βιβλίο που ‘χα ξεκινήσει να διαβάζω, για έναν φυλακισμένο που απολύθηκε τελικά, μα ορισμένοι, εκπαιδευμένοι… γύρω του, με την μορφή κηρύγματος, αγωνιούσαν να τον φέρουν, σε έναν σταθερό, τίμιο, δρόμο.
Αν είναι δυνατόν, να γράφει κανείς ένα βιβλίο, σε μορφή κηρύγματος, χωρίς να παρουσιάζει σταδιακά, την πτώση ενός ανθρώπου, αντίθετα από την αξιοπρέπεια του).
(οι κοινωνικοί, ζουν στρεβλά, τη ζωή. Παρομοίως τη καταγράφουν στο χαρτί).



Πως την πλησιάζουν, τώρα, ετούτη;

Πρέπει να σκεφτώ κάτι πρωτότυπο, όχι του τύπου: κάπου σε ξέρω. Ωραίος καιρός σήμερα –χαμογελώ με τη σκέψη μου.
Κάτι πρωτότυπο, είπαμε.

Ξεκινώ με το παιχνίδι των ματιών.
Μετακινώ δήθεν, πιο ψηλά, την πετσέτα, μήπως και καλά, ο αέρας που σηκώθηκε, μεταφέρει σταλαγματιές απ’ το υγρό στοιχείο, μη αφήνοντας με να στεγνώσω.
Πλησιάζω την πετσέτα, ελάχιστα προς το μέρος της.
Ξαπλώνω μπρούμυτα. Εκείνη, ήδη, σε παρόμοια θέση.
Άφησε λυτό, το σκοινί, στο πάνω μέρος του μαγιό της.
Είναι προκλητική, αλλά μ’ αρέσει. Το δείχνει η στάση του σώματος της. Το ένα πόδι τεντωμένο. Το δεξί, λυγισμένο, προς τα μέσα.
Τώρα στρέφει το πρόσωπο της προς το μέρος μου.
Λίγα μέτρα, μόλις, μας χωρίζουν.
Την κοιτώ. Φλερτάρω μαζί της. Σαν ν’ ανταποκρίνεται. Μπορεί και όχι. Αλλάζει μηχανικά, μάγουλο.
“Προσεύχομαι” να γυρίσει ξανά, προς εμένα.
Γυρίζω ανάσκελα. Με ανασηκωμένη την πλάτη. Στηρίζομαι στους αγκώνες. Παρατηρώ τους λουόμενους.
Γυαλιά ηλίου, φορεμένα.
Ένας πωλητής με λουκουμάδες, μας προσπερνά.


Η νέα γυναίκα, δένει, με λεπτεπίλεπτες κινήσεις, τις δυό άκρες απ’ το σκοινί, από το πάνω μέρος του μαγιό, και γυρίζει ανάσκελα.
Κάποια στιγμή, τα βλέμματα μας συναντώνται.
Λες να της αρέσω; Η γνωστή πρόκα προς επιβεβαίωση, του άντρα.
Να, ανάβει τσιγάρο. Ίσως βρίσκεται ώρα, εδώ. Τινάζει τα μαλλιά. Ελέγχει αν στέγνωσαν. Χωρίζουν τα βλέμματα μας. Γρήγορα, παρατηρεί ξανά, ο ένας τον άλλο.
Πρέπει να πάρω πρωτοβουλία. Αλλά πως;
Ξεκινώ να σιγοσφυρίζω έναν αγαπημένο μου σκοπό, από ένα Ελληνικό τραγούδι, μιας τηλεοπτικής σειράς, σε επανάληψη.
Κατά τα λόγια, αντίθετα όμως, η παρουσία εκείνης της γυναίκας, δεν ήταν, ούτε καθαρή –από άποψη σεμνότητας (όχι σεμνοτυφίας). Ούτε ήταν εκείνη, η νέα, συγκεκριμένα, γυναίκα, που άργησε, πολύ, να έρθει, όπως ερμήνευε, ο τάδε τραγουδιστής.
Άγαρμπα, μου διαφεύγουν φωνητικές κορόνες. Παρατηρώ να χαμογελά.
Σηκώνεται. Με πλησιάζει.
Εμπρός μου, πλέον.
Την περιεργάζομαι με το βλέμμα –χωρίς να κουνώ το κεφάλι.
- Γιατί κάνεις τόσο κόπο; Δεν έχεις θάρρος, να έρθεις, κατευθείαν; Μου απευθύνεται.
(Τώρα τι της απαντάνε).
- Ώ, απλά διασκέδαζα, χαμογελώ αδέξια. (Είναι τόσο προκλητική, αλλά μ’ αρέσει).

(Ήταν δυνατόν να είναι, τόσο απλό; Οι παράνομοι, αναγνωρίζονται, μεταξύ τους;).
- Τι έγινε; Μετάνιωσες; ρωτά. Το βλέμμα της είναι μια μετρημένη πρόκληση.
- Όντως, δεν περίμενα πως θα ήταν τόσο εύκολο.
- Ένας ωραίος άντρας, όπως εσύ –παράλληλα, τακτοποιεί σε ευθεία, μια τιράντα από το πάνω μέρος του μαγιό.

Όπως άλλες φορές, όταν τα μάτια μου συναντούσαν από κοντά, ζωντανά, και όχι από την τηλεόραση, ημίγυμνη σάρκα, κάποια σάλια άρχισαν να σχηματίζονται στις άκρες των χειλιών. Τα συγκρατώ πρόχειρα.

Όχι. Δεν συνέβη έτσι, η πρώτη μας επικοινωνία.
Θα ήταν πολύ …ευλογημένο.

Είναι όπως όταν πέφτεις κατά λάθος, πάνω σε μια γυναίκα, στο πεζοδρόμιο, με σιγανό βήμα, προκειμένου να σταθείς, κάπου, επειδή έχεις ραντεβού. Σταματάς να πηγαινοέρχεσαι. Τρακάρεις επάνω σε μια τυχαία παρουσία. Δεν ξέρει τι να περιμένει. Λες να της την πέφτεις; σκέφτεται εκείνη. Αν είναι και Θεσσαλονικιά, ακόμη χειρότερα. Δεν πρόκειται να καρποφορήσει.

Αλήθεια, πως προσεγγίζει κανείς, μια τόσο προκλητική γυναίκα; αναρωτιέμαι.
Κάτι γεννά, μέσα μου.
Σηκώνομαι. Φορώ το μακό μπλουζάκι. Μαζεύω ένα κουβάρι, την πετσέτα, αφότου την έχω τινάξει, μελετημένα, τοποθετώντας την κατόπιν, σε μια σακούλα.
Περπατώ χαλαρά. Βήμα το βήμα, με γυμνές πατούσες –τα σανδάλια στο ελεύθερο χέρι.
Λίγο μακρύτερα στην παραλία, ένας σκύλος βουτά στο νερό. Στέκομαι. Περιμένω να δω τι θα κάνει.
Δυο βήματα με χωρίζουν από τα πόδια, της νέας, προκλητικής, γυναίκας.

Αυτή η πατούσα,
που σε άλλες περιπτώσεις,
θα έφτιαχνε ένα παραλληλόγραμμο στην άμμο,
Γύρω από μια νέα –ευαίσθητη- εννοείται,
Γυναίκα.

Το αυλάκι, σε προέκταση, μιας γωνίας,
θα έφτανε ως εκεί που η θάλασσα
έγλειφε μόλις, την στεγνή άμμο.
Η αύρα της γυναίκας, ρουφά το αλατισμένο νερό.

Η τάφρος θα γεμίσει.
Το βάθρο, δεν θα ‘ναι
για κάποια θυσία.

Η θυσία, ήδη, συντελέστηκε.


Σα να ‘ναι η τραχιά υφή
του προσώπου ενός άντρα,
Τα σημεία των χαρακτηριστικών του,
Μια ακόμη, ίδια, υπόσταση.
Πάντα όμως, πιο φωτεινό,
Το πρόσωπο μιας γυναίκας.

Τα χαρακτηριστικά, φωτίζονται,
Σαν λευκό μάρμαρο,
λείο,
Καινούριο και θεϊκό.
Αιώνια νέο.

Να αφήνεσαι
Και να καλύπτει η θεά ευαισθησία,
Την περιποίηση του λευκού μαρμάρου.



Παραλία. Δυό βήματα από τα πόδια της νέας γυναίκας, η οποία δεν διαθέτει ευαισθησία. Δεν χτυπά η φωνή σαν ηχώ, στους τοίχους. Σαν πιατέλα με λεφτά, που μοιράζεται, σε κάθε προδοσία.
Λες και προσπαθείς να λιώσεις, κομμάτι παγετώνα, με μια ζεστή σου ανάσα.

Γι’ αυτό κι ο ίδιος, σφραγίζω τα μάτια, στο σημείο που βρίσκομαι. Κλείνω τον διακόπτη με την ανθρωπότητα. Να επικοινωνήσω με το παρόν είδος, ανθρώπου, που ‘χω αρχίσει, να ομοιάζω.
Η νέα γυναίκα με κοιτά, τόση ώρα που στέκομαι, πλάι στο σημείο των ακροδακτύλων της -στα πόδια. Τα μάτια μου επιμένουν σφαλιστά. Ο ήλιος βασιλικά, ψηλά. Τα κτίρια αντανακλούν το φως. Ορισμένα το αποδέχονται, αν βρίσκονται δέντρα στο πλάι.
Λίγοι καταλαβαίνουν, τι είναι ο κόσμος.
Λίγοι εννόησαν πώς να πολεμούν την αδικία.
Λιγότεροι κατάφεραν ν’ αντισταθούν, στην παρανομία.

- Θα σταθείς πολύ ώρα, εκεί;
- Έ; συγνώμη.
Απομακρύνομαι. Επιστρέφω στην ταβέρνα, συγκεκριμένα στην τουαλέτα της επιχείρησης, που έκρυψα, ταυτότητα και χρήματα.

Ψάχνω. Ψάχνω.
Μήπως πέσανε κάτω; Να πάρει! Και μισώ τα μικρόβια!
Όχι. Πουθενά.
Γίνου πιο προσεκτικά. Έκπληξη: Με, με, Με κλέψανε!!
Άλλο να αποσπάς ο ίδιος, και άλλο να σου αρπάζουν, κάτι δικό σου. Το σοκ μεγάλο. Με πιάνει τρόμος. Τώρα τι θα κάνω; Πάει η ταυτότητα. Τα εισιτήρια για το λεωφορείο. 50 Ευρώ που πήρα μαζί μου, για να φάω, μεσημεριανό, πλάι στην παραλία. Πάνε! Πάνε όλα. Τίποτα δεν μου αφήσανε τα ζωντόβολα.
(Ότι κάνεις, θα επιστρέψει πίσω σ’ εσένα).
Με πλακώνει η απώλεια των προσωπικών μου εγγράφων.
Φωτοτυπία ταυτότητας, και μάλιστα θεωρημένη, παλαιότερα, από την αστυνομία που ήθελα να ταξιδέψω, μια χρονιά, στην Πράγα, έχω στο σπίτι, πίσω, στην πόλη. Είναι όμως, μια σημαντική απώλεια. Τώρα τι γίνεται; Μήπως να πάρω ταξί, να γυρίσω, και το πληρώνω μόλις φτάσω στο σπίτι; Που να βρεις, εδώ, ταξί! Βοήθεια δεν καλώ. Να μπλέξω με αστυνομίες.
Η στενοχώρια βγάζει βλαστάρια, μέσα μου.
Με θλίψη και κατεβασμένο κεφάλι, παρουσιάζομαι ξανά, στον δρόμο. Επιχειρώ λίγα ασυγχρόνιστα βήματα, σοκαρισμένος. Σταματώ και κάθομαι, στο πεζοδρόμιο, ενός κτήματος, που ακόμη δεν έχει χτιστεί. Είναι τόσο κενό από δέντρα. Μόνο κάτι ξερόχορτα φυτρώσανε. Ο ήλιος καίει τα πάντα, ένα γύρω, παρόλο που φυσάει ανά στιγμές, δυνατά.
Σκυμμένο το κεφάλι. Τα δάχτυλα απ’ τις παλάμες μου, ενώνονται στο πίσω μέρος, του κεφαλιού. Λίγο ακόμη και θα με πιάσει, κατάθλιψη.
Ξάφνου, οι ρόδες από ένα αμάξι, σταματούν απότομα, εμπρός μου, στριγκλίζοντας.
Τρομάζω.





Το ίδιο απόγευμα:
Οι γονείς μου, κάθονται στο μπαλκόνι, της οικίας τους, που βλέπει, σχεδόν απέναντι, σε ευθεία, σε ρέμα.
Επιβιώνουν βέβαια, περισσότερα λουλούδια, παρά δέντρα –καθ’ οδηγία του δημάρχου- μα είναι ενδιαφέρουσα, η πλαινή διαδρομή.
- Δεν είναι ωραία, σήμερα; Ρωτά η μαμά, τον πατέρα μου.
- Ωραία. Ναι.
- Όμορφο αεράκι. Δε σου φτιάχνει τη διάθεση;
- Καλά είναι.
- Μμμ. Πρώτη φορά, το φχαριστιέμαι τόσο πολύ –μιλά με τη σειρά της, πάλι, η μαμά.
Ο πατέρας μου σιωπηλός, τώρα.
- Δεν μας πήρε, ακόμη, ο Απόστολος.
- Μεγάλος άντρας είναι. Δεν έχει ανάγκη, αποκρίνεται ο πατέρας.
- Και καλό παιδί. Τίμιο πάνω απ’ όλα. Τι λες; ακούγεται η μητέρα μου. Θα βρει δουλειά;
- Μπορεί να τα καταφέρει. Αρκεί να το θελήσει.
- Ανησυχώ λίγο.
- Δεν υπάρχει κανένας λόγος, Ηλέκτρα.
- Θα πάμε το βράδυ στο θέατρο;
- Θα πάμε, καλή μου.

Στο πρόσωπο της μητέρας, σχηματίζεται ένα χαμόγελο. Την ίδια στιγμή, η Αλίσια, η γάτα τους, μεταφέρει την παρουσία της στο μπαλκόνι. Πλησιάζει τα κάγκελα, κοιτά για ελάχιστα, γύρω. Μια φορά, κάτω, σα κάτι να ψάχνει. Κατόπιν, πλησιάζει τα πόδια της μαμάς, και κουλουριάζεται, ευχαριστημένη.



Προς το παρόν, όμως, πρωί ακόμη. Πολύ νωρίς, θα έλεγα. Ούτε 10, η ώρα. Αφού ήθελα, το πρώτο μου μπάνιο, να το κάνω, πολύ νωρίς, να μη με κάψει ο ήλιος, κι έχουμε άλλα. Αυτά τα άλλα, με διαφορετική, κακή μορφή, θα έλεγα. Μόνος μου τα προκάλεσα. Όπως λένε, οι με επίγνωση: στο χέρι σου είναι να προσπαθήσεις, στη ζωή, για κείνα που επιθυμείς να ολοκληρώσεις. Επαναφορά στην πραγματικότητα.

Η στριγκλιά από τα φρένα του αυτοκινήτου που σταμάτησε εμπρός μου, στην άκρη του δρόμου, που στεκόμουν, καθισμένος, μόλις λίγα εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος και με το κεφάλι κατεβασμένο, μ’ έκανε να τρομάξω. Τόσο κοντινά ήταν σ’ εμένα, τα λάστιχα του εμπρός μέρους του αυτοκινήτου.
Ποιος ήταν; Μήπως οι μπάτσοι;
Σηκώνω σιγά σιγά, το κεφάλι. Η πόρτα του οδηγού, ανοίγει και μια φιγούρα με πλησιάζει από το μέρος του καπό.
Είναι η νέα γυναίκα.
- Είσαι καλά; ρωτά.
- Καλά είμαι –και ξεφυσώ μ’ ένα ύφος πλήρους απογοήτευσης.
- Σου συνέβη κάτι;
Γιατί αυτό το ενδιαφέρον της; μιλά η σκέψη μου.
- Με κλέψανε.
- Ποιοι;
- Δεν ξέρω. Είχα αφήσει ταυτότητα και λεφτά, κρυμμένα, στην τουαλέτα μιας ταβέρνας. Ξεφυσώ.
- Μετά το μπάνιο, επιστρέφοντας. Δεν υπήρχαν εκεί.
- Μάλιστα –μιλά εκείνη.
- Και τώρα τι θα κάνεις; Προσθέτει.
- Δεν μπορώ ούτε να γυρίσω στην πόλη. Δεν έχω καθόλου χρήματα, πάνω μου.
- Σπίτι σου, μήπως;
- Δεν, δεν, δεν ξέρω.. ψελλίζω. Είμαι και νηστικός.
- Κακόμοιρε –εκείνη τη στιγμή, της ξεφεύγει ένα πλάγιο χαμόγελο, στα χείλη.
- Δεν δουλεύεις; Ρωτά.
- Όχι. Όχι.
- Κρίμα, -παρόμοιο χαμόγελο.
- Και τώρα τι θα κάνεις; Την ακούω να απορεί.
- Δεν ξέρω. Κι αυτόματα, κατεβάζω ξανά, το κεφάλι.
- Καλά. άστο αυτό. Έλα σπίτι, εδώ πιο κάτω, κάτι να τσιμπήσεις, και βλέπουμε.
Σηκώνω το κεφάλι και την κοιτώ σαν να περιμένω λίγο έλεος.
- Μπορώ; μιλώ με παράπονο.
- Γιατί; Θα με φας; Φαίνεσαι άκακος.
- Έ; ναι. Είμαι.
- Δεν μου βγάζεις κακά συναισθήματα.
- Ευχαριστώ.
- Έλα. Σήκω τώρα –απλή έκφραση προσώπου.
Σηκώνομαι αργά αργά. Κάθομαι στη θέση του συνοδηγού, αφότου έχω ξεσκονιστεί πρόχειρα.
Η νέα γυναίκα μου ρίχνει μια ματιά, και γυρίζει το κλειδί, στη μίζα. Εξακολουθώ σοκαρισμένος. Δεν το περίμενα ότι θα συνέβαινε σε εμένα. Κάπως έτσι θα αισθάνονται, όσοι βιάζονται. Όσοι τους αφαίρεσαν κάτι, από τα προσωπικά τους τιμαλφή. Μόνο που στην δική μου περίπτωση, τα χρήματα δεν ήταν δικά μου, αλλά κλεμμένα.
Όχι βέβαια, πως θα το ανέφερα, στη νέα γυναίκα.

Μετά από λίγα λεπτά, αφότου στρίψαμε εσωτερικά, μακριά από τη θάλασσα, για λίγες δεκάδες μέτρα, η νέα γυναίκα, σταθμεύει στην εσωτερική αυλή, μιας μονοκατοικίας. Χτισμένη μισή πέτρινη, μισή από τσιμέντο. Πιθανόν, η νέα πλευρά, αποτελεί προέκταση, του παλιού σπιτιού.
Φυτεμένα λουλούδια, γύρω γύρω, θαρρώ, από τοίχο σε τοίχο. Η πρώτη εντύπωση. Ότι παρατηρώ. Μες τη στενοχώρια μου, που λίγο μόνο, καταλάγιασε.
Αφήνω τη νέα γυναίκα να περάσει μπροστά.
Μέσα στο σπίτι, μου κάνει νόημα να καθίσω, όσο εκείνη, χάνεται σε άλλο δωμάτιο.
Εξίσου το εσωτερικό, είναι ωραίο. Δροσερό.
Θα περίμενε, κανείς, να δει έπιπλα από μπαμπού, συνοδευμένα με ορισμένα μικροέπιπλα. Μόλις τα απαραίτητα. Μα εδώ μέσα, όλα είναι στο σαλόνι, όπως σε διαμέρισμα, στο κέντρο, πίσω, της μεγαλούπολης.
Τακτοποιημένα, σα σε μόνιμη διάταξη.
Πεινώ λίγο. Διψώ, επίσης.
Ο ήλιος μου προκάλεσε έναν ελαφρύ πονοκέφαλο.
Βγαίνω στο μπαλκόνι. Μια καλαίσθητη καρέκλα από μπαμπού, με πολλά μαξιλάρια, αναπαύει τον πισινό μου.
Παρακολουθώ τον ουρανό. Τα σύννεφα κινούνται, με μια σταθερή ταχύτητα, δημιουργώντας σχήματα.
Άραγε, συλλογίζομαι, το έπραξα, ποτέ, αυτό; Να σκαρφίζομαι σχήματα, στα σύννεφα: Να, ένα ζώο. Κοφτοί σχηματισμοί, σαν σκαλιά. Μάλλον μου θυμίζει, ηρωίνη, σε δόσεις, έτοιμες για σνιφάρισμα. Η φαντασία, δεν μου επιτρέπει να βαπτίσω άλλο σύννεφο.
- Θα πιεις κάτι; Ακούγεται από το εσωτερικό.
- Καφέ; Ουίσκι;
- Έναν χυμό. Ευχαριστώ, απαντώ. Αν και θα προτιμούσα ένα κρύο τσάι, με γεύση ροδάκινο.
Χαμογελώ αυτόματα, θυμούμενος μια έξοδο μου σε πλατεία της πόλης μας, με μια ξαδέλφη μου, που είχαμε πολύ λίγα, όντως, να συζητήσουμε.
Προσωπικά πίεζα τον εαυτό μου να βρει θέμα, να περάσει η ώρα. Μα τι να συζητήσεις και πώς να σε δει ο άλλος, με ακανόνιστους δεσμούς, στη ζωή του. Από πολύ νωρίς. Πώς να συναγωνιστείς που ο άλλος εκμεταλλεύεται ότι είναι ζωντανός. Η αίσθηση ότι σου αγγίζει το δέρμα, χέρι και σώμα, από ανάγκη, εκπρόσωπος αντίθετου φύλου. Σα να κάνει πολύ ησυχία, εδώ. Δεν αντέχεται. Μια εσωτερική, ψυχική, ταραχή.


Η νέα γυναίκα, άλλαξε ρούχα.
Φορά μια κοντή, δίχρωμη, φούστα, που χωρίζει τα χρώματα, μια λευκή, σχεδόν οριζόντια, καμπύλη γραμμή. Κοντά στη μέση, είναι πράσινη η φούστα. Πλησιάζοντας το γόνατο, αλλάζει σε ροζ.
Το στέρνο της καλύπτεται με ένα κίτρινο μακό.
Μου προσφέρει τον χυμό. Χαμογελά. Ακουμπά το σώμα της στα κάγκελα.
- Αργότερα θα βγω για φαγητό, μιλά εκείνη.
- Εσύ τι θα κάνεις; -με κοιτά πρόσχαρη.
- Δεν έχω χρήματα, αποκρίνομαι.
- Καλά. έλα μαζί μου, και βλέπουμε.
(Πάλι το: βλέπουμε).
- Μα.. ψελλίζω.
- Έλα. Άστα αυτά. Όλα θα πάνε καλά.
Εκείνη μιλάει; αναρωτιέμαι.
- Πως σε λένε;
- Απόστολος. Εσένα;
- Αλεξάνδρα.
- Πως σου φαίνεται; Χρωματίζει το βλέμμα της, με θηλυκότητα.
- Ωραίο είναι (το φόρεμα της θα εννοούσε ή το σπίτι;).
- Ειλικρινά;
- Ωραία, μιλά πάλι. Στρέφει ξανά, προς τη θέα που κοιτά προς τη θάλασσα.
Έτσι όπως φυσάει, γρήγορα θα καθαρίσει ο ουρανός από τα σύννεφα.
- Τρελός καιρός; Έ; ακούγεται κείνη.
- Ναι. Πότε ημέρες με ζέστη. Μετά, ηρεμία, πέφτει η θερμοκρασία. Χαλάει ο καιρός. Αν και μ’ αρέσει, που δροσίζει.
- Σε όλους αρέσει, τονίζει μόλις, τη φράση.
Ρίχνει το βλέμμα της, ξαφνικά, πάνω μου. Το ύφος της χαμογελά. Στρέφει ξανά, εμπρός.
Μια αμηχανία, καλύπτει την υπόσταση μου.
Θυμάμαι εκείνη την ημέρα, στο σπίτι μιας φίλης, που ήμασταν οι δυό μας, μόνοι, και παρόλους τους φόβους του πατέρα μου για τον αγάμητο, υιό του, είχα καταφέρει, σταδιακά, αργά μα σταθερά, να αισθάνομαι άνετα. Όπως έβλεπα, άνετα, τον εαυτό μου, τελευταία, σε σχέση με το άλλο φύλο. Που αν ήθελα –αν είχα δικά μου χρήματα, δηλαδή, άρα ήμουν αξιοπρεπής- θα καλούσα κάποια που μ’ άρεσε, και λειτουργούσε η χημεία, για μια έξοδο. Να τα πούμε.
Άραγε, τι να σκέφτεται η Αλεξάνδρα;
Η νέα γυναίκα, μέσα της, υπολογίζει, πως να μου φερθεί. Να μην ανοιχτεί και πολύ, οργανώνει τον λογισμό της. Αν και δεν της φαινόμουν για αστυνομικός. Μα που ξέρεις; ρωτά τον εαυτό της. Οι μπάτσοι, μη έχοντας με τι να φάνε το χρόνο τους, αποδεικνύονται τόσο άγαρμποι. Τόσο ηλίθιοι. Ψειρίζουν το καθετί, χωρίς λόγο. Η νέα γυναίκα πρέπει να προσέχει. Έχει λερωμένη τη φωλιά της. Πολλές οι κλοπές της. Συνήθως τσάντες από ανυποψίαστες, συμπολίτισσες. Πότε πότε, κανένα καλλυντικό. Πορτοφόλι ή τσάντα με ψώνια, ενός αδικημένου.

Η νέα γυναίκα, αυτή η νέα, προκλητική, από άποψης παρουσιαστικού, γυναίκα, πρέπει να ξέρει πως είναι όμορφη, συλλογίζομαι. Αν είναι δυνατόν, όμορφο, να είναι, κάτι, μόνο όταν το προβάλλεις. Μερικές φορές, με παρασέρνουν, μπερδεμένες σκέψεις.

- Και γιατί δεν βρίσκεις δουλειά; με ρωτά.
- Δεν φαίνεται να σου λείπει, κάτι. Και συγνώμη για το θάρρος. Δεν με κοιτά. Απορροφημένη απ’ το φόντο. Ο ορίζοντας.
- Μάλλον προσπαθώ να ξεφύγω απ’ τον παλιό τύπο εργασίας, με τον οποίο, είμαι εξοικειωμένος.
- Και τώρα πια, δεν πλησιάζεις;
- Δεν ξέρω. Θα ήθελα να αλλάξω. Κάτι πιο καλό. Πιο σίγουρο. Κουταμάρες λέω. Συγνώμη κιόλας.
Άραγε, χαμογελά;
- Για γραφείο, ζητάνε πολλά, συνεχίζω να μιλώ.
- Όσο θυμάμαι τι μου έκανε ο τελευταίος εργοδότης.
- Τι; Ρωτά εκείνη, δήθεν από ενδιαφέρον.
- Δεν με βοήθησε επαγγελματικά. Βλέπεις, έχουνε σύστημα μερικοί να σε προκαλέσουν να απογοητευτείς. Όσο πάει ο νους μου ξανά.
- Τι σου συμβαίνει;
- Θυμώνω. Τονίζω τη λέξη.
- Όλοι τα περάσαμε.
- Κι εσύ; ρωτώ.
- Γιατί, εγώ τι είμαι; Διαφορετική; Αντιρωτά, στρέφοντας τώρα, το πρόσωπο της, πάνω μου, με μια δόση πονηριάς στο βλέμμα.
- Κάνεις διακοπές; Αλλάζω συζήτηση.
- Περίπου, απαντά.
- Η περίπτωση μου είναι πιο άνετη, προσθέτει.
Μάλλον θα είναι στέλεχος σε εταιρεία, ντύνω αυτή τη φόρμα χαρακτηριστικού, σε άτομο, όταν το τελευταίο, αποπνέει άνεση σε κινήσεις.
- Σε έπρηζε, ε; ρωτά.
- Ποιος;
- Ο εργοδότης σου.
- Πολύ!
- Φορές, τον θυμάμαι και ανάβουν τα λαμπάκια μου.

Η νέα γυναίκα, τοποθετεί σε κουτάκια, στον νου της, ότι της αποκρίνομαι, προσπαθώντας να αναλύσει το ποιον μου.
- Αν είσαι ακόμη, αργότερα, εδώ, ίσως το ψάχναμε περισσότερο.
- Τι εννοείς; απορώ.
- Δεν έχει σημασία. Ξέχασε το. Σα να το παρακινδύνευε.
- Με συγχωρείς. Εισέρχεται στο εσωτερικό.
Την κοιτώ, όσο αφήνει το σαλόνι, και χάνεται σε άλλο δωμάτιο.
Τι περίεργη γυναίκα. Τι να της πω. Για ποιο λόγο, άραγε.
Ποιος νοιάζεται, πραγματικά, για το τι σου συμβαίνει. Λες και ο άλλος, θα γίνει, ποτέ, εσύ. Μήπως σε αντιμετωπίσει ως ίσο. Μήπως οξύνει την αυτογνωσία του. Λες και ετούτο επιβιώνει σε ικανό αριθμό ανθρώπων, ώστε να πεις: η Κοινωνία έχει ελπίδες.
Η ώρα περνά.
Η Αλεξάνδρα με άφησε μόνο, πολλά λεπτά, φαντάζομαι.
Σηκώνομαι. Θέλω να πάω στην τουαλέτα.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, κάνει την εμφάνιση της.
- Ψάχνεις κάτι; μιλά κάπως απότομα.
- Θέλω να πάω στο μέρος.
- Ά, εκεί, στο βάθος δεξιά.
- Ευχαριστώ.

Την ώρα που βγαίνω, η νέα γυναίκα ήδη τηλεφωνά, κάπου. Μόλις με αντιλαμβάνεται, μιλά ψιθυριστά.
Δεν περνά ούτε λεπτό. Κατεβάζει το ακουστικό.
- Πάμε;
Πάμε, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι.
Έχω ανάγκη να δω, ξανά, θάλασσα. Να καταλάβω πως είναι καλοκαίρι. Επειδή, αρκετοί, μοναχικοί χαρακτήρες, στην πόλη, που δεν πάνε στην θάλασσα, ο καθένας για προσωπικούς, λόγους, βιώνουν έντονα, το καλοκαίρι, μέχρι τις τελευταίες ημέρες, του Ιούνη. Κατόπιν, χάνουν το ενδιαφέρον. Ακόμη ακόμη, τελείωσε για κείνους, η θερινή περίοδος.
Συμβαίνει. Απλά, κανείς δεν το μαθαίνει. Δεν θέλει να του χαρίζεται.. μια γνώση, όπως ετούτη. Σε χαρακτηρίζουν προβληματικό. Να μην είσαι δυνατός.



Ένα αεροπλάνο περνά από πάνω μας.
Βαδίζουμε σιγανά.
Η νέα γυναίκα, φόρεσε άλλο σύνολο: ριχτό φόρεμα, μ’ ένα, όχι ανεκτό, ντεκολτέ. Ανοιχτόχρωμο μαύρο, προς γκρι. Θα σας γελάσω. Οι γόβες δείχνουν άνετες. Δεν μου πάει να μην την παρατηρώ. Είναι το απόλυτο θηλυκό. Απελευθερωμένη, θα έλεγα. Ή μάλλον, κοινωνική. Στο αίμα της να διαλέγει.

Η Νέα Μάκρη, δεν αποδεικνύεται κάτι ιδιαίτερο, μα έχει τον τύπο της.

Τα ταβερνάκια στη σειρά. Τα ελάχιστα, μικρά, πλοιάρια. Το πολύ πράσινο. Όσο στέκεται όρθιο, μετά τις τελευταίες πυρκαγιές.
Μια εμφανής χαλαρότητα.



Η νέα γυναίκα, τρώει τα φασολάκια της, με ντοματοσαλάτα. Εμπρός μου, βρίσκεται ένα πιάτο ρύζι, με κόκκινη σάλτσα. Βουτώ στη σάλτσα το λευκό, νόστιμο, ψωμί. Χαίρομαι, όσο μπορώ, το τώρα.

- Και τι δουλειά θα ήθελες; (Τώρα τι τον ρωτώ, αυτόν; Γιατί ασχολούμαι;).
- Κάτι ήρεμο και άνετο. Αφού δεν μας επιτρέπεται να κερδίζουμε, στον τζόγο.
- Γιατί; Ασχολείσαι;
- Με τον τζόγο; ρωτώ άγαρμπα.
- Ναι –ρουφά γουλιές, κρασί.
- Μπα, δε θα το ‘λεγα. Έτσι κι αλλιώς, δεν κερδίζω ποτέ.
- Ούτε η προσπάθεια δεν αξίζει;
- Ακριβώς.
- Μάλιστα, μου αποκρίνεται.
- Θα ήθελα μια δουλειά που να ‘μαι χρήσιμος, σύμφωνα με τις κλίσεις μου.
- Και ποιες είναι αυτές;
- Δεν ξέρω ακόμα. Εσένα;
- Άσε με μένα. Η ίδια είμαι άλλο κεφάλαιο.
- Νόμιζα ότι θα κάναμε διάλογο.
- Αυτό κάνουμε –μιλά, κάπως, έντονα.
- Έλα έλα, άστ’ αυτά. Φάε το φαγητό σου, προτρέπει.
- Να τελειώνουμε, ψιθυρίζω.
Εκείνη, δήθεν, δε δίνει σημασία.

Η σάρκα της τόσο λεία. Θελκτική. Τόσο έξω από την αντρική φαντασία, που δεν τη συνάντησε ποτέ, κοντινά, μα τη χάρηκε… μόνο, στο χαζοκούτι.

- Άστ’ αυτά, και βλέπουμε, της λέω.
- Έτσι μπράβο! Χαμογέλα λίγο. Δεν υπάρχει τίποτα σημαντικό, για το οποίο, πρέπει να στενοχωριέσαι.
- Τίποτα;
- Τίποτα απολύτως.
- Και πως τα βγάζουν πέρα, ορισμένοι;
- Ά, αυτό, είναι μύθος, δεν στο ‘πανε; Εγώ πάντως, δεν βλέπω στις ειδήσεις, ν’ ανακοινώνουν καθημερινά, θανάτους συνταξιούχων. Τι κάθε μέρα;! Ποτέ, χαμογελά διάπλατα.
Μασά τώρα.
- Άρα όλοι, κουτσά στραβά, τα φέρνουν βόλτα.
- Όλοι δηλαδή, έχουμε τις ίδιες αντοχές, προσθέτω.
- Ά, δεν ξέρω. Μένα δεν μ’ ενδιαφέρει.
- Μάλιστα.
- Σε κόλλησα, Απόστολε.
- Αδιαφορία;
Με κοιτά, απαντώντας μου, με μια σαγηνευτική, του φύλου της, ματιά.
- Είσαι έξυπνο αγόρι, μα η εξυπνάδα, δεν ωφέλησε, ποτέ, το άτομο.
- Μόνο τους επιχειρηματίες.
- Έχεις δίκιο. Αλήθεια.
- Οπότε, Αλεξάνδρα;
- Έ, οπότε, τώρα –κομπάζει.
- Γι’ αυτό ήρθες μόνος σου, σήμερα; Είσαι ρομαντικός, ε; Δεν σου κάνει καλό, πίστεψε με.
- Δεν ξέρω.
- Άκουσε με. Δώσε προσοχή. Κι άσε αυτές τις μυξοπαρθένες που θα σου πουν, πως δεν τις νοιάζει το χρήμα. Όλες, θέλουμε το χρήμα. Κι εσείς οι άντρες, φυσικά.
- Χρειάζονται.
- Έ, αν περισσεύουν κιόλας, δεν είναι κακό –χαμογελά πάλι.
- Φαντάζομαι.
- Καημένε μου. Χρειάζεσαι μαθήματα.

Εκείνη τη στιγμή, χτυπά το κινητό της.
Κάτι της λένε.
- Ναι. Εντάξει.
Κλείνει.
Η Αλεξάνδρα δίνει αναφορά σε έναν γνωστό της, που γυροφέρνει στην παραλία –για τους δικούς του λόγους- πως ο Απόστολος, είμαι, εντάξει. Να μην ανησυχεί, το πρόσωπο, στην άκρη της γραμμής, για προβλήματα.
- Δε βλέπεις εξαιρέσεις; ρωτώ.
- Μην έχεις αυταπάτες, φίλε μου. Την ξέρω καλά, τη ζωή. Απ’ όλες τις απόψεις. (Τώρα τι του τα λέω, αυτά).
- Υπάρχει, τελικά, πολύ ελευθερία.
- Τι εννοείς, Απόστολε;
- Πως κάποτε, ο ίδιος, θα το ‘παιρνα απόφαση, να κάνω ότι ήθελα. Έστω και κάτι τρελό.
- Δηλαδή;
- Να βγω, γυμνός, έξω.
- Τώρα, γιατί μου το λες, τούτο;
- Επειδή –κοκκινίζω- είπες: πως ξέρεις τη ζωή, στα έξω και τα μέσα της.
- Αλήθεια, ναι –χαμογελά, ίσως και μετρημένα.
- Και μετά;
- Τι μετά;
- Που θα έβγαινες γυμνός, έξω. Γελά.
- Μήπως με δει, γυμνό, μια γυναίκα.
- Ωραία αστεία λες.
Κοκκινίζω.
- Καημένε μου. Και τι θα έβγαινε; Πέρα απ’ το ότι, θα σε μπουζούριαζαν.
- Τίποτα.
- Όπως η ηδονή. Που δεν γεννούσα, μόνος μου, προσθέτω.
- Τώρα με κάνεις και ντρέπομαι! Κρύβει το πρόσωπο της, με τις παλάμες, σιγοχαχανίζοντας.
- Συγνώμη, Αλεξάνδρα.
- Έχεις ενδιαφέρον, Απόστολε. Θα ‘θελα να μείνεις, απόψε. Μου αρέσει να συζητώ μαζί σου.
Αίφνης, αισθάνομαι το φύλο μου, να ξυπνά.
Αλήθεια. Και τι θα έβγαινε, αν παρουσιαζόμουν γυμνός, έξω, στο δρόμο. Αφού το σώμα μου δεν ήταν σφιχτό. Όπως το θέλουν οι γυναίκες.



Επιστρέφουμε στο παραλιακό σπίτι. Το ράδιο, στο αυτοκίνητο, ενεργοποιείται. Η Αλεξάνδρα ακούει τα τελευταία hit από ρεπερτόριο μπουζουκοτράγουδων. Απολαμβάνω τον αλατισμένο αέρα. Τον κόσμο, γύρω μας. Άνετος μ’ ετούτη την καλοπέραση, που μου παραχωρήθηκε από τύχη..
Όταν περνούμε το κατώφλι, η Αλεξάνδρα μου λέει, πως πάει να φτιάξει ένα φραπέ. Ο ίδιος, σα να νυστάζω. Καλόφαγα.
Αλήθεια, συλλογίζομαι, πως θα ξεπληρώσω το κέρασμα του φαγητού;
Πλησιάζω και σταματώ, κάτω από την καμάρα της πόρτας, στην κουζίνα.
- Θα ξαπλώσω λίγο, στον καναπέ. Πειράζει;
- Όχι, μου απαντά πολύ ήρεμα.

Πόσο θα ήθελα να αλλάξω. Να κάνω ένα ντούς.
Η Αλεξάνδρα είναι εκείνη που εισέρχεται στο μπάνιο. Κλειδώνει την πόρτα. Ακούω τη βρύση.
Ξεκουράζω τα μάτια μου, έτσι κλειστά όπως έχω, τα βλέφαρα. Φυσά. Δεν σταμάτησε καθόλου. Ο αέρας εδώ μέσα, δροσερός.
Απολαμβάνω την ησυχία.

Μόλις που ακούγονται τα τζιτζίκια, με τον αέρα που τραγικά, τώρα, δυνάμωσε.
Ο ύπνος έρχεται και κάθεται πλάι μου, σκεπάζοντας με, με την “κουβέρτα” των ονείρων:
Πλέον, βρίσκομαι εγώ, στη θέση εκείνου, στην εκπομπή, στο βίντεο, ο οποίος είχε παρανομήσει, και η τιμωρία του ήταν.. να κρέμονται εμπρός στο στήθος του, μα και στην πλάτη, δεμένα με σχοινιά, από τον λαιμό, χοντρά χαρτόνια που πάνω έγραφαν, τι είχε διαπράξει. Προκειμένου να εξευτελιστεί στην Κοινωνία, μήπως και μετανοήσει.
Στο δικό μου, έγραφε: Δεν ήθελα να δουλέψω. Προτιμούσα το γρήγορο κέρδος. Δίχως κόπο. Οπότε επιτέθηκα σε έναν πωλητή, ψιλικατζίδικου, τραυματίζοντας τον. Κλέβοντας τα χρήματα και μερικά, ακόμη, είδη.
(Στο όνειρο, επίσης): Περπατώ στην παλιά μου γειτονιά, που εγκαθίσταται το πατρικό σπίτι. Οι γείτονες βρίσκονται στις εξώπορτες, με σταυρωμένα τα χέρια. Με κοιτούν. Έχω κατεβασμένο το κεφάλι. Εξακολουθώ να περπατώ. Πρέπει, απ’ όπου κι αν περνώ, να φορώ αυτά τα δύο χαρτόνια, με το ίδιο μήνυμα. Στο στήθος και στην πλάτη.
Αυτόματα, θυμάμαι μια απόπειρα ληστείας, στο νου μου, ενός κοντινού μου ψιλικατζίδικου. Υπολόγιζα, πως θα έμπαινα εκεί μέσα και απλά –επειδή με γνώριζε η πωλήτρια- θα ζητούσα να μου παραδώσει τις εισπράξεις.
- Δώσε μου, σε παρακαλώ, ότι χρήματα έχεις τώρα, εδώ μέσα. Δεν θέλω να πάω να κλέψω από κάπου αλλού. Επειδή θα μου απαγγελθούν κατηγορίες.
Κοιτώ την πωλήτρια που γνωρίζω. Εκείνη αναγνωρίζει στο πρόσωπο μου, ένα καλό παιδί. Που ποτέ δεν προκάλεσε, προβλήματα. Τι συμπεριφορά ήταν αυτή; Δεν είσαι τίμιος; ρωτούν τα μάτια της. Δεν είσαι εσύ ο καλός φίλος που λέγαμε, καμιά κουβέντα;
Περπατώ με τα χαρτόνια, στη γειτονιά. Όλοι μαθαίνουν την παράνομη πράξη μου.
Μετά από ένα γύρο, ρίχνω μια ματιά στο πατρικό μου σπίτι. Μοιάζει κατεστραμμένο. Οι τοίχοι πεσμένοι, ανά σημεία. Δεν διακρίνω έπιπλα, από τις σχισμές. Ούτε και ανθρώπινη παρουσία.
Σ’ εκείνο το σημείο, ξυπνώ, ταραγμένος.
Είναι απόγευμα. Πόσες ώρες κοιμάμαι;
- Έ, έ, με σκουντά η Αλεξάνδρα. Τι έγινε;
- Έ; -προσπαθώ να καταλάβω που βρίσκομαι.
- Όχι, όχι. Τίποτα, φωνάζω. Απλά έβλεπα έναν εφιάλτη, εξηγώ.
(Κοίτα να τον συνηθίσεις).
- Θα μπω για ένα μπάνιο. Θέλω, δηλαδή, να κάνω ένα μπάνιο. Μπορώ;
- Βέβαια, Απόστολε. Θα βρεις καθαρές πετσέτες. Όλο και κάποιο ρούχο, κατόπιν, θα βρούμε για σένα.
Χαμογελώ αδέξια. Σηκώνομαι, μα παραπατώ.
Η Αλεξάνδρα, γελά.

Καυτηριάζω τις βρύσες μα και το ίδιο το χερούλι, του ντους. Ποιος ξέρει που βρισκόντουσαν, προηγουμένως.
Το χλιαρό νερό, μ’ αναζωογονεί. Με ξεκουράζει.

Μετά το μπάνιο, βρίσκω μια αλλαξιά ρούχα, στον καναπέ, στο σαλόνι. Συνοδευμένο μ’ ένα σημείωμα.
Η Αλεξάνδρα, αναφέρει, πως έπρεπε να βγει για λίγη ώρα. Περίμενε με, έγραφε στη συνέχεια. Και πρόσθετε: μη φύγεις.
Φεύγω τώρα εγώ; σκέφτομαι.

5


ο ήλιος
Άρχισε να βαριέται
τους ανθρώπους,

Αναζητώντας τη δική του γοργόνα,
στην άκρη
Του ορίζοντα.

Χαμήλωσε την ένταση του κίτρινου,
Ξεκινώντας να ματώνει,

Αποζητώντας την νοσοκόμα γοργόνα
Που ολοένα του διέφευγε.

Ο ήλιος,
Δεν γνώριζε
Πώς να ακούει,
τις σκέψεις των ανθρώπων.

Μόνο κάτι μοιρολόγια, μοναξιάς,
Έφταναν ως εκείνον.

Δεν ήταν αρκετά, όμως,
Για να τον κρατήσουν,
Στον ορίζοντα.


Τον κοιτώ.
Κοκκινίζει ο ουρανός.
Τόσες ώρες, είμαι μόνος, μες το σπίτι. Ξεκινώ να βαριέμαι.
Δεν με εγκαταλείπει όμως, η ταραχή –λόγω κλοπής.
Η κατάντια του εαυτού. Η πτώση.
Προσπαθώ να διώξω μια σκέψη, που τώρα, τριβελίζει τον νου: Να βρω κάτι, να κλέψω, από το παρόν σπίτι, κι ύστερα να το βάλω στα πόδια, έως το δικό μου, πίσω στο κέντρο της πόλης. Μακριά από περιττές… σκέψεις.

Στην παραλία της Νέας Μάκρης, η Αλεξάνδρα αποχαιρετά τον άντρα, με τον οποίο είχε συζητήσει το πρωί, στο τηλέφωνο, την ώρα που έτρωγε, μαζί μου, στην ταβέρνα.
Εκείνος της κάνει ένα νεύμα, με τον δείκτη, προς το μέρος της. (Τι σήμαινε αυτό;).


Σηκώνομαι. Πλησιάζω την εξώπορτα.
Εκείνη την στιγμή, η Αλεξάνδρα, χρησιμοποιεί το κλειδί της.
Με είχε κλειδωμένο; Εκπλήσσομαι.
- Για πού το ‘βαλες; ρωτά.
- Απλά ήθελα να ελέγξω.
- Τι; -το ύφος της άλλαξε, λίγο. Σα να θυμώνει.
- Τίποτα. Πως τα πέρασες έξω; Πολύ αέρας, ε; -προσπαθώ να διασκεδάσω τις εντυπώσεις.
- Καλά ήταν. Ήθελα να περπατήσω –τυπικό ύφος.
Χαμογελώ κι άλλο, αδέξια.
- Καθόμαστε λίγο και ξαναβγαίνουμε, συνεχίζει να μιλά, με το συγκεκριμένο ύφος.
- Ωραία, συμφωνώ.
- Βλέπω βολεύτηκες. Ηρεμεί τώρα.
- Περίπου. Πεινώ όμως.
- Όλο και κάτι θα έχω στο ψυγείο. Περίμενε με –γλυκαίνει τη φωνή. (απότομη αλλαγή χαρακτήρα).

Μετά από, το πολύ, δέκα λεπτά, εμφανίζεται.

Κρατά μια πιατέλα, με μερικά τοστ, και δυό κούπες, που δεν διακρίνω, τι έχουν μέσα.
- Τι είναι; Ρωτώ.
- Κρύο τσάι. Θα μας κάνει καλό.
Τώρα η φωνή της είναι νορμάλ. Αν και λίγο άχρωμη.
Καθόμαστε στο μπαλκόνι. Νύχτωσε. Η θάλασσα είναι τόσο σκοτεινή. Θα προτιμούσα να έτρωγα, παρά υγρό τσάι.
- Για πες.
- Τι πράγμα; ρωτώ.
- Πως τα πέρασες. Όσο έλειπα.
- Σκεφτόμουν.
- Ναι; Τι;
Κουνώ το κεφάλι, σα να παραδέχομαι κάτι.
- Ξέρεις. Δε λέω. Καλοί οι γονείς μου. Κάνουν παρέα, μαζί. Διασκεδάζουν. Βγαίνουν. Μα τι να το κάνεις. Όσο ήμουν μαζί τους, στο ίδιο σπίτι, δηλαδή, ως μοναχοπαίδι, ποτέ δεν μ’ άφηναν, μόνο.
- Δεν είχες παρέες; με διακόπτει.
- Πως. Στο λύκειο. Κάποια απογεύματα, για μπάσκετ. Συναναστροφές στη δουλειά, μόνο αργότερα, για μερικά χρόνια. Τίποτα σπουδαίο.
- Τελικά;
- Είπα στους γονείς μου, πως δεν θα ξαναδούλευα, ποτέ, αν δεν με άφηναν να πάω, αλλού, να αισθάνομαι ανεξάρτητος.
- Ήταν εκβιασμός;
- Η ελευθερία μου, ναι. Πιθανόν.
- Κρίμα.
- Γιατί;
- Γιατί είσαι ωραίο παιδί, Απόστολε. Χαραμίστηκες.
- Μαζί τους;
- Με την Κοινωνία.
- Τι εννοείς; (Τι μου λέει, τώρα, ετούτη;).
- Τίποτα. Πιες το τσάι σου, και βλέπουμε.
Στρέφω ξανά, το πρόσωπο, προς τη θάλασσα.
Είναι σκοτεινή.
Όπως και τα στοιχεία, που κυκλοφορούν, όταν ο ήλιος, αναζητά τη γοργόνα του.

Δεν καθόμαστε, πολύ ώρα, μουγκοί.
Η Αλεξάνδρα, σηκώνεται και χάνεται στο εσωτερικό.
Όταν επιστρέφει, είναι αλλαγμένη. Εξωτερικά.
Έχει βαφτεί. Φορά ένα λευκό φόρεμα, ως λίγο πάνω από τα γόνατα. Πάνω στο φόρεμα, είναι κεντημένη μια ζώνη με ένα ανοιχτό, πολύ, καφέ. Γραμμές και γραμμές, κεντημένες, που προεξέχουν. Ενόσω μπλέκονται, σχηματίζουν την “ζώνη”. Κοιτώντας την γυναίκα, από το δεξί άκρο, της μέσης της, ξεκινά μια φιδωτή, επίσης, κεντημένη, γραμμή, που καταλήγει ως τον ώμο της -δεν διακρίνω αν συνεχίζεται ως την πλάτη.
Μόνο όταν βγαίνουμε –ο ίδιος, με δανεικά, μοντέρνα, φανταχτερά, ρούχα- παρατηρώ, πως εκείνη η φιδωτή γραμμή, αλλάζει χρώμα, περνώντας στην ωμοπλάτη της, όπου σταματά, σχηματίζοντας μια καρδιά. Μόνο το περίγραμμα της. Κόκκινο.
Ο ίδιος, φορώ σκούρα ρούχα.
Ένα καφέ παντελόνι, με μεταξωτό, μαύρο πουκάμισο.
Κοιτώ τα πόδια της. Τόσο λεπτά. Μα γεμάτο το μπούστο. Δεν ξεχνιέται από την άλλη φορά, στην παραλία.
Τα γοβάκια της κι εκείνα, περίεργα. Δένουν λίγο πάνω απ’ τον αστράγαλο, αγκαλιάζοντας τη γάμπα. Ελπίζω να διασκεδάσω. Ετούτο το καλοκαίρι, πίστευα, πως θα περνούσε, αναξιοποίητο. Μα να, που από ένα κακό, βγήκε κάτι καλό.
Λίγο περίεργη βέβαια η κατάσταση. Μα μπορεί και να συνηθίσω.
Αυτό φοβάμαι.


Βαδίζουμε παραλιακά. Μας ξεχωρίζουν. Εποπτεύουμε κι οι ίδιοι. Δε μιλάμε.
Περίεργο, μα σπάνιο, ως ραντεβού. Έξοδος δηλαδή.
Αφήνουμε πίσω μας, τη θέα της άμμου, ανηφορίζοντας έναν κάθετο δρόμο.
Στα 40, με 50, μέτρα, περίπου, ο ήχος από μια μουσική, δυναμώνει ολοένα.
Η Αλεξάνδρα περνά το χέρι, γύρω απ’ τη μέση μου.
Φυσάει πολύ. Ανακατεύει τα μαλλιά.

Φτάσαμε.
Είναι ένα κλάμπ.
Μπαίνουμε, αφότου μας έχει κόψει, φατσικά, ο πορτιέρης.
(Μπράβος, ακόμη και στο πουθενά).
- Έχουμε να πληρώσουμε; τη ρωτώ. Συγνώμη, κιόλας.
- Ά, με ξέρουν εδώ. Είμαι καλή πελάτισσα.
- Έχεις τον τρόπο σου, ε; χαμογελώ.
- Ας πούμε, Απόστολε.
(Τι σπάνιο, να μου απευθύνεται, κάποιος, με τ’ όνομα μου).
Εδώ μέσα, πάνε να σπάσουν τα τύμπανα μου, μα υπομένω. Σύγχρονες επιτυχίες, hip hop. Κάτι από ράπ, μοντέρνα.
Η νέα γυναίκα, δίπλα μου, δείχνει να διασκεδάζει.
Προσπαθώ να την κοιτώ, απλά, όπως είμαστε, προσωρινά, καθισμένοι. Το βλέμμα της, περισσότερο, παρατηρεί τον κόσμο, παρά στρέφεται σ’ εμένα. (Έτσι είναι, όταν σε κερνάνε).
(Αλήθεια, τι περιμένω;).

Με το ξεκίνημα μιας επιτυχίας, της Σακίρα, η νέα γυναίκα, αφήνει το κάθισμα, ξεκινώντας λικνιστικά, να χορεύει. Οι φιγούρες της, είναι πολύ καλές –νομίζω.
Τι; Σ’ εμένα;
Πλησίασε, μου νεύει.
Σηκώνομαι. Η μουσική παρασέρνει κι εμένα.
Για λίγο, ερχόμαστε τόσο κοντά –σα να σταμάτησε ο χρόνος- που λίγο ακόμη, και θα μυρίσουμε, ο ένας του άλλου, την αναπνοή. Τόσο όμορφα τα μάτια της.
Στη στιγμή, πραγματοποιεί μια στροφή, γύρω μου. Η πλάτη της αγγίζει τη δική μου. Σιγά σιγά, λυγίζοντας τα γόνατα της, χαμηλώνει προς το δάπεδο. Είναι τόσο άμεση η επαφή.
Κοιτώ προς τα πίσω.
Καθηλώνει το βλέμμα της στο δικό μου.
Στέκεται όρθια. Χαμογελά πονηρά. Η μουσική, είναι πολύ δυνατή.
Τινάζει τα μαλλιά. Κάνει νόημα στην μπάργούμαν. Δύο, και, ένα σχήμα με τα δάχτυλα.
Δεν αγγίζουμε, πλέον, ο ένας τον άλλο. Η μουσική, ακούγεται όντως, πολύ δυνατά.
Πού πήγαν εκείνες οι μοναχικές ώρες, στο σπίτι, πίσω στο κέντρο της μεγαλούπολης, ακούγοντας ορχηστικά κομμάτια, ποιοτικής μουσικής, που γεννούσε όνειρα, μέσα σου.

Κρατούμε ποτά.
Τι είναι; Της κάνω νεύμα.
Πλησιάζει στο αυτί μου. Φυσά ερωτικά, πριν μιλήσει.
- Βότκα πορτοκάλι. Καλό είναι.
Χαμογελώ αδέξια.
Δεν είναι κακό. Γαργαλά τον λαιμό.
Σα να βρίσκομαι κάπου αλλού, και αυτό το, αλλού, είναι τα χαμένα, νεανικά μου, έτη.

Η ώρα περνά. Ξημερώματα.
Μετά από τρία ποτά, δικά μου, διαφόρων γεύσεων, άγνωστων μου, φεύγουμε. Επιστρέφουμε.
Τα ποτά μας –πίσω από την πλάτη μου- πληρώνει ο άντρας, που το απόγευμα, είχε συναντήσει, η νέα γυναίκα.
Περιέργως, η Αλεξάνδρα, δεν είναι μεθυσμένη. Μα από ένα σημείο και μετά, μόνο ευφορία, αισθανόμουν. Και μια τρελή διασκέδαση, που μου πότιζε τη διάθεση. Περιέργως –επίσης- έξω από το κλάμπ, βρισκόταν το αυτοκίνητο της. Οδηγά πλέον, με προσοχή. Ο ίδιος χαμογελώ υπερβολικά ζωηρά για τα μέτρα μου. Φτάνοντας σπίτι, φύσαγε τόσο δυνατά, που φοβήθηκα, μη πιάσει καμιά φωτιά, και ποιος έχει όρεξη, για μπελάδες.

Εκείνη, βοηθώντας με, με ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Μου βγάζει τα παπούτσια. Μετά, δεν θυμάμαι, απολύτως τίποτα. Κοιμήθηκα;
Ακόμη και ο θόρυβος από τον δυνατό άνεμο, έξω, δεν ήταν ικανός να με αποτρέψει. Τώρα από τι, δε θυμάμαι.



Ξυπνώντας κατά τις 2, περίπου, το μεσημέρι –νέα ημέρα- ένας πονοκέφαλος κάνει αισθητή την παρουσία του. Επίμονος. Ενοχλητικός.

- Πως αισθάνεσαι;
- Ποιος; Πού;
- Εδώ. Εδώ, είμαι -ξαπλώνει το κεφάλι της, στο στέρνο μου.
Αυτόματα, αισθάνομαι ότι ‘μαι γυμνός, κάτω απ’ τα σεντόνια. Η έκπληξη μου μεγάλη.
Καθαρίζοντας τις τσίμπλες από τα μάτια, κοιτώ τη νέα γυναίκα. Αυτή, είναι εξίσου, γυμνή.
- Συνέβη κάτι εδώ; ρωτώ.
- Μάλλον, απαντά, μ’ ένα φευγαλέο ύφος.
- Τι μάλλον; Νευριάζω.
- Έλα τώρα. Μη κάνεις σα παιδί, πάει να μ’ αγγίξει.
- Μα καλά, τι νόμιζες; Προσθέτει. Οι γυναίκες δεν έχουν, ορμόνες; (Παίζει με το θεληματικό μου πηγούνι).
Προσπαθώ να συγκροτήσω τη σκέψη μου. Με δυσκολία, απαντώ:
- Ποτέ μου δεν το αποδέχτηκα, αυτό. Δεν πίστευα, ότι μπορούσα να κάνω σέξ, και να μην θυμάμαι, κάτι τόσο σημαντικό. Να θυμάμαι ναι, το πατρικό μου, που πάντα το συνδύαζα, με βραδιές και ημέρες, αυτοϊκανοποίησης. Κάτι σατανικό είχε εκείνο το σπίτι. Δεν μου άρεσε να επιστρέφω εκεί.
- Αυτό δεν επηρέασε τους δικούς σου.
- Οι δικοί μου, ξέρω, πως από νωρίς, ως ενήλικες, έκαναν σέξ. Όχι όπως ο ίδιος, που ξεσπούσα, μόνος, κάθε τρεις με τέσσερις, μήνες.
- Το φχαριστιόσουν;
- Όχι. Τις τελευταίες φορές, δεν είχα, καν, οργασμούς. Καμία ηδονή. Μόνο επιβεβαίωση, πως ήμουν ικανός.
- Ώ, είσαι, μιλά εκείνη. Τώρα κάθεται ήρεμη.
- Αυτό το μετά. Οι στιγμές εκείνες. Που δε θέλουν να αναφέρουν, οι σεξολόγοι, που τρομάρα τους, γίνονται και βουλευτές!! Δεν θέλουν ν’ αναφέρουν το μετά. Τις ενοχές. Το αίσθημα βιασμού. Του ίδιου σου του εαυτού. Καλοκαίρι. Μόνος. Η επομένη. Ο πονοκέφαλος. Η ντροπή. Η απομόνωση. Οι θύμησες μιας φράσης της μάνας μου: Τα καμώματα της νύχτας, τα βλέπει η μέρα, και γελά. Σα να ήξερε. Τι ξεπεσμός!!
- Ξέχασε τα, Απόστολε. Όλα άλλαξαν, πλέον –με παρηγορεί.
- Μάλλον.
- Αλήθεια, -συνεχίζω να μιλώ- γιατί δεν κατάλαβα τίποτα, ότι το κάναμε; Θα έπεσα ξερός, ε;
Γελά.
- Αν έπεφτες ξερός, δεν θα το κάναμε.
- Τότε, πως συνέβη;
- Το τελευταίο ποτό, στο κλάμπ, ήταν ποτισμένο με ναρκωτικά.
Σα ν’ ανοίξανε τα μάτια μου. Ξαφνικά.
- Ναρκωτικά; ρωτώ.
- Ήταν ανάγκη, να μου δώσεις, ναρκωτικά; Θυμώνω.
- Πως αλλιώς, κακομοίρη, θα το έκανες; Η Αλεξάνδρα, ανασηκώνεται, ακουμπώντας την πλάτη της, στο μαξιλάρι.
- Δεν είδα, νομίζεις, όλες σου αυτές τις ηθικοκουταμάρες; Πως αλλιώς θα σε κράταγα, κοντά μου.
- Και ήταν ανάγκη να μου δώσεις, ναρκωτικά; Παλιογυναίκα!
- Ά –άστραψε.
- Τώρα μου ανήκεις –συνεχίζει να μιλά.
- Δεν ανήκω σε κανέναν, εγώ! Δεν θα με κάνει, καλά, καμιά γυναίκα εμένα! Την βάζω κάτω και την πατάω!!
Στραβοπατώντας, σηκώνομαι, όπως μπορώ.
Η Αλεξάνδρα με κοιτά με ειρωνικό βλέμμα.
- Που πας; Μιλά, επίσης ειρωνικά.
- Σπίτι μου.
- Θα μπορέσεις; Χαχανίζει.
- Θα μπορέσω, απαντώ απότομα.
- Είσαι σίγουρος; Ξεσπά σε γέλια.
- Παράτα μας.

Τρέχω στο μπάνιο. Γδύνομαι. Αφήνω το κρύο νερό, στο κεφάλι μου, για ώρα. Ξεζαλίζομαι σταδιακά. Σαπουνίζομαι. Ξεπλένομαι. Φορώ ένα μπουρνούζι.
Επιστρέφω στην κρεβατοκάμαρα.
- Εμείς, αλλάζουμε τον κόσμο.
- Ποιοι εμείς, Αλεξάνδρα;
- Τους κάνουμε πιο χαρούμενους, με τα ναρκωτικά.
- Παίρνεις κι εσύ, ε; -ανοίγω τις ντουλάπες. Ψάχνω για καινούρια ρούχα. Βρίσκω κάτι αντρικά. Υπολογίζω αν μου κάνουν.
- Δεν είμαι χαζή. Αυτά είναι για τους χαμένους, όπως εσύ.
- Χαμένος, αλλά σ’ άρεσα.
- Στην αρχή.
- Δεν θα πιάσω συζήτηση μαζί σου.
Ντύνομαι, νευρικά.
- Τώρα είσαι δικός μας, Απόστολε.
- Τρίχες!!
- Έλα, έλα. Ησύχασε. Ανοίγει το συρτάρι στο κομοδίνο. Μου προσφέρει 50 Ευρώ.
- Τι είναι αυτά;
- Για ταξί –προσπαθεί να συγκρατηθεί να μην χαμογελά. Υπάρχει αριθμός στο μπλοκάκι, δίπλα στην τηλεφωνική συσκευή, ακούγεται στη συνέχεια.
Φορώ παπούτσια, το ίδιο νευρικά. Οδηγούμαι στο σαλόνι. Καλώ για ταξί. Μου λένε να περιμένω κανένα δεκάλεπτο, περίπου. Ετοιμάζομαι να βγω. Εκείνη, με σταματά στην εξώπορτα.
- Καημένε μου. Η ειρωνεία είναι ζωγραφισμένη, στο πρόσωπο της.
- Άσε με ήσυχο. Ανοίγω την πόρτα.
- Ά, Απόστολε;
- Τι; Στρέφω το βλοσυρό μου ύφος, πάνω της.
- Τελειώνεις γρήγορα. Δεν αξίζεις, μία, γλυκέ μου. Αρχίζει να γελά. Άντε στο καλό, αγοράκι. Γελά. Κι άλλο.



Ο καιρός ηλιόλουστος, σήμερα. Όχι πως με απασχολεί, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα.
Φορώ τα γυαλιά ηλίου, περιμένοντας με νεύρα, πέντ’ έξι μέτρα, πιο κάτω. Σε λίγο φτάνει το ταξί. Απομακρυνόμαστε.
Διάφορες σκέψεις, τριγυρνούν στο μυαλό.
Χρησιμοποίησα προφυλακτικό; Είχε εκείνη να μου δώσει; Κόλλησα αφροδίσιο; Αν και φαίνεται, υγιέστατη. Μα ποτέ δεν ξέρεις.
- Κάνε πιο γρήγορα, προτρέπω τον οδηγό.
Εκείνος με κοιτά, περίεργα.
(Ώχ, δεν έπρεπε να το πω. Ποιος ξέρει, που θα πάει ο νους του).
Δεν μιλώ καθόλου, κατά την υπόλοιπη διαδρομή.



Ήταν μία δόση.
Ήταν μόνο μια δόση. Ήταν μόνο μια δόση.
Ήταν μόνο μια δόση. Επαναλαμβάνω στο νου μου, συνεχώς, ενόσω το ταξί, μας επιστρέφει στην πόλη.
- Όχι, δεν θα πάμε εκεί, τελικά, αλλάζω γνώμη. Δίνω τη νέα διεύθυνση. Αντί να επιστρέψω σπίτι μου, επιλέγω το πατρικό. Ελπίζω να βρίσκεται κάποιος, εκεί.

Ποιος ξέρει, τι με πότισε, αυτή η παλιογυναίκα.
Ηρωίνη; Κρακ; Κοκαΐνη; Έκσταση; Χασίς; Άγνωστο.
Όλες ετούτες οι ουσίες, που τις παίρνουν οι τοξικομανείς, όπως λέγεται, για να καταπραΰνουν το ανικανοποίητο, του βιώσιμου χαρακτήρα τους, μη βρίσκοντας ενδιαφέρον σε τιποτα, εκεί έξω. Κανένα ερέθισμα; Αναρωτιέμαι. Δουλεύοντας ο άλλος, αν είναι τυχερός. Ζει για να δουλεύει.
Έπειτα, αυτό το άγχος, δίχως καθόλου προσωπικό χρόνο, ή ώρες με χαλάρωση, τον οδηγεί ν’ αναζητήσει, τεχνητές χαρές, που μόνο.. τα ναρκωτικά, προσφέρουν. Κουταμάρες!

Προσωπικά, το μόνο μου άγχος, ήταν, μην πεθάνω, χωρίς να έχω κάνει, έρωτα. Ή σέξ, αν προτιμάτε. (Μη σας χαλάω και το φασισμό της μοντερνοποίησης σας).
Δεν θα μου έλυνε το πρόβλημα, κανένα ναρκωτικό.
Και να, που αποκαλύφθηκε, κι έγινα ρεζίλι, πως τελειώνω γρήγορα, με μια γυναίκα. Ο λόγος που απέφευγα να κάνω σέξ. Μα έπρεπε να το κάνω. Τώρα γιατί…


Η μητέρα μου, πληρώνει το ταξί. Εισερχόμαστε στο πατρικό.
- Πως αυτό; με ρωτά. Ήθελα να δω, το παλιό μου δωμάτιο, απαντώ. Μπορώ να μείνω, μια δυό, μέρες εδώ; Φυσικά, μου αποκρίνεται. Μπαίνω για ένα νέο ντους. Σαπουνίζομαι καλά καλά. Φορώ κάτι παλιές μου πυτζάμες και πάω για ύπνο. Έστω και τόσο νωρίς το απόγευμα. Αισθάνομαι κουρασμένος, λέω στη μάνα μου, μα εκείνη δε το σχολιάζει. Κλείνει την πόρτα του δωματίου, πίσω της. Πια, δεν την ακούω.
Εδώ, είμαι καλά. Είμαι ασφαλής, σκέφτομαι.
Άραγε, πότε θα εκδηλωθεί, το πρώτο στερητικό κρούσμα;
Ότι και αν συμβεί, οι δικοί μου θα με φροντίσουν.
Φοβάμαι μόνο, μήπως με πάνε στο νοσοκομείο, και έχοντας διαπιστώσει, οι γιατροί, χρήση ναρκωτικών, καλέσουν την αστυνομία. Δεν ξέρω. Ένας αυθόρμητος συλλογισμός.
Τελικά, κυριαρχεί, πολύ απελπισία εκεί έξω.

6


Δεν ξέρω πόσες ώρες, κοιμήθηκα, μα ο ήλιος, μες από τις γρίλιες, όσο δύναμαι να διακρίνω, αφού φωτίζει με δύναμη, το εσωτερικό του δωματίου, φαντάζομαι πως θα βρίσκεται, ήδη, ψηλά. Νέα ημέρα.
Δεν μου κάνει κουράγιο, ν’ ανασηκωθώ, οπότε αλλάζω πλευρό, καταβάλλοντας προσπάθεια, προκειμένου να ξανακοιμηθώ.


Το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας:
Ο πατέρας μου επιστρέφει στο σπίτι, λίγο πριν τις εννιά το βράδυ, από ένα καφενείο, σε μια κάθετη, ήσυχη οδό, πολύ κοντά στην αντίθετη πλευρά, του ρέματος.
- Ο Απόστολος είναι εδώ.
- Πως αυτό;
Η μητέρα μου στενοχωριέται με το σχόλιο του άντρα της, ο οποίος, την αφήνει για λίγο, αλλάζει στο υπνοδωμάτιο τους, και στην συνέχεια, σταματά στην κουζίνα, να φάει κάτι.
Η σύζυγος στέκεται στην είσοδο του χώρου εκείνου.
- Δεν είσαι ευχαριστημένος;
- Πως, βέβαια –του ξεφεύγει ένα παράπονο.
- Θα βαρέθηκε μόνος του, κι είπε να δει κανέναν άνθρωπο.
- Μην γίνεσαι κακός.
- Εγώ; Όχι. Απλά λέω τα πράγματα με τ’ όνομα τους.
- Είναι ώρα, εδώ; Προσθέτει τούτη την ερώτηση του.
- Ήρθε λίγο μετά τις 5. Πιστεύω θα τον πήρε ο ύπνος, λίγο πριν τις έξι. Μάλλον. Έκανε και μπάνιο.
- Καλά, Ηλέκτρα. Πως σου φάνηκε;
- Λίγο κουρασμένος.
- Θα πάω να τον δω.
- Μην τον ενοχλήσεις, σε παρακαλώ.
- Όπως αγαπάς, καλή μου.
Η μητέρα, πλησιάζει την πόρτα του δωματίου μου. Στήνει αυτί. Τίποτα. Κανένας ήχος.
Ήρεμη, βγαίνει στο μπαλκόνι, να ρίξει λίγο νερό, στα φυτά, στις γλάστρες.



Ξημέρωσε, είπαμε.
Είναι Σάββατο.
Για τούτο, είμαι σίγουρος.
Στο υπνοδωμάτιο, βάλανε καινούρια τηλεόραση, απέναντι από το κρεβάτι. Δεν βλέπω κεραία. Πως το πάθανε; Θα πρέπει να ήμασταν το μοναδικό σπίτι στη γειτονιά, που παρακολουθούσε τα δρώμενα στο χαζοκούτι, με εσωτερικές κεραίες.
Επιτέλους, να δω πεντακάθαρα, τα τσοντοκάναλα που επιτρέπει την λειτουργία τους, και την ημέρα, το ραδιοτηλεοπτικό, στις συχνότητες 03 και 04. Με την εσωτερική κεραία, έπρεπε να κάνω τον πίθηκο, προκειμένου να βρω το κατάλληλο σημείο, να την κρεμάσω. Μετά βίας, ξεχώριζα σχήματα και περιφέρειες. (Και τα είχα, τόση ανάγκη!).
Είναι νωρίς ακόμη. Αυτοί στο κανάλι Eurosport, κοιμούνται. Θα ξυπνήσουν στις 1 το μεσημέρι. Αλλάζω συχνότητα.
Ελαχιστότατα ντοκιμαντέρ για την Πατρίδα μου. (Δεν γνωρίζω την Πατρίδα μου). Ξεβράκωμα. Ειδήσεις για την ακρίβεια σε λαϊκές και μαγαζιά. Για σκοτωμένα παιδιά. Έχει ξεκινήσει πόλεμος εναντίον του Λιβάνου. Εύχομαι, κατάρα δίνω τρομερή, στο Ισραήλ, να το ισοπεδώσουν, χιλιάδες λάμψεις.
Βλέπω τους ανθρώπους, στο κουτί της ευημερίας, όπου όλοι δείχνουν ευχαριστημένοι, να λείπουν σε διακοπές, στα νησιά.
Το βράδυ, φαντάζομαι, αναλαμβάνει ο τρυφερός έρωτας.

Κλείνω τα μάτια.
Είναι από εκείνες τις στιγμές, που ξεκομμένες εικόνες-παραστάσεις, από την μνήμη, δημιουργούν “σλάϊντς” στην οθόνη του νου.
Ο κήπος της γιαγιάς, στο χωριό, στο βουνό, που εκείνη πότιζε, ή απλά άφηνε το νερό, να τρέξει, ανάμεσα από τις πέτρες που συγκρατούσαν το αμέσως ανώτερο επίπεδο, εδάφους. Οι βρωμισμένες τουαλέτες στα φέριμποουτ. Ένα τοστ, στο σαλόνι. Εκείνο το παλιό ηλεκτρονικό, στον ίδιο χώρο. Η ανάγκη μου να ακουμπήσω στα κάγκελα, που κοιτούν την πλώρη.
Ο αέρας. Αγαπώ την αντίσταση του αέρα.


Είναι 11 παρά, ακόμα. Πρωί.
Σηκώνομαι. Μετακινούμαι στην κουζίνα. Ετοιμάζω πρωινό. Η μαμά θυμήθηκε πως αγαπώ το προζύμι ψωμί. Κόβω και τυρί. Αργότερα θα φάω καρπούζι.
Κάνω μια βόλτα στο σπίτι, με το πιάτο στα χέρια.
Όλα βρίσκονται εδώ. (κι οι αναμνήσεις) Τίποτα δεν άλλαξε. Μετά από χρόνια ανεργίας μου, και κατοίκησης σε άλλο σπίτι, στο όνομα μου. (Παρωδία).
Η ίδια, παρούσα διάταξη, στα έπιπλα. Στεγνή, δίχως φαντασία. Τέλος πάντων.

Συναντώ την μητέρα μου στο μπαλκόνι. Διαβάζει ένα μυθιστόρημα.
- Πού πήγε αυτός; (Εννοώ τον πατέρα μου).
- Αυτός, σου δίνει λεφτά, για να τρως.
- Σιγά τα λεφτά!
- Τι θέλεις; Να σου κόβει και μισθό;
- Μην αρχίζεις. (Δεν θα ‘ταν κι άσχημη ιδέα, χαμογελώ μέσα μου).
- Καλά, παιδί μου –μου χαμογελά.
(Μαμάκα μου).

- Έχεις τίποτα χρήματα; Μου χρειάζονται. (Που να της λένε, τώρα, ότι μου κλέψανε ταυτότητα και όποια Ευρώ, κουβαλούσα).
- Να σου δώσω από αυτά που μου άφησε, για φαί.
- Ένα πενηντάρικο, αν γίνεται.
Κάνει να σηκωθεί.
- Όχι τώρα, την σταματώ. Πάω βόλτα.
- Καλά.
Το βλέμμα της είναι στοργικό –τα λέει όλα.


Ξαφνικά, θυμάμαι το ναρκωτικό που με πότισαν, σε κλάμπ, της Νέας Μάκρης. Αυτή η παλιογυναίκα, η Αλεξάνδρα!
Απορώ, γιατί δεν έχω στερητικό σύνδρομο, τόσες ώρες. Σχεδόν 24, σε ελάχιστες στιγμές, όπου να ‘ναι.
Άραγε ήταν ένα ψέμα; Τι εξυπηρετούσε, δεν γνωρίζω.
Δεν ήμουν, ποτέ, κοινωνικός, για να αποσπώ τα χούγια των ανθρώπων. Ούτε χρειάζομαι μια τέτοια αίσθηση. Τώρα. Αργότερα. Στο μέλλον.

Η ζωή, είναι ήδη, ένα πατημένο σκατό.



Βρίσκω, κοντομάνικα ρούχα. Τα φορώ. Σανδάλια από χρόνια, αφημένα, στο κουτί τους.

Μετακινώ το ποδήλατο, στην αυλή. Τα λάστιχα, περιέργως, παραμένουν φουσκωμένα. Μετά από τόσα χρόνια, έστω κι αν είναι, λιγοστά. Τρομπάρω, έως ότου οι μύες στα μπράτσα, αρνηθούν να συνεχίσουν, λόγω σθεναρής αντίστασης.
Βρίσκω κι εκείνο το παλιό κράνος, που χρησιμοποιούν όλοι οι συνειδητοποιημένοι ποδηλάτες, για την ασφάλεια τους.

Λέω σήμερα, να το φορέσω. Αν και είναι λίγο, χοντροκομμένο.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στην Αίγινα, που ένας κάτοικος της περιοχής, περνώντας εγώ ο ίδιος, παραλιακά, με κορόιδεψε. Που φορούσα το κράνος. Από τότε, έπαιζα ρώσικη ρουλέτα, με την ζωή μου. Το κεφάλι εκτεθειμένο σε μια ξαφνική ανατροπή, στην άσφαλτο ή σε κινούμενη μάζα.
Σήμερα, τους έχω όλους γραμμένους.
Το φορώ, και πείτε ότι θέλετε.
Εγώ, αγαπώ το τομάρι μου.
(Αλήθεια;).


Βγαίνω στο δρόμο. Στρίβω. Επιλέγω τη διαδρομή, ακολουθώντας την κοίτη του ρέματος. Ανάμεσα από δέντρα. Προσπερνώντας τα λουλούδια, στις άκρες της ασφάλτου.
Κάνω πετάλι, πάνω από μια γέφυρα, που με φέρνει στην αντίθετη πλευρά. Ξανά, μια ακόμη, νέα διαδρομή, ήσυχη παρομοίως, όπως θα έπρεπε να είναι όλα. Πάντα μου άρεσε το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Κάτι ανάπνεε. Η επανάληψη δεν το έφθειρε καθόλου. Δεν μου έμενε θάρρος, για παράτολμες, μακρινές διαδρομές.
Παρατηρώ νέες πολυκατοικίες. Οι άνθρωποι όμως, δεν αλλάζουν.
Κήρυγμα. Από κάποιον που χτύπησε στον λαιμό, έναν ψιλικατζή, κλέβοντας τον στη συνέχεια –μου υπενθυμίζει η συνείδηση.

Σταματώ σ’ ένα παγκάκι. Κάθομαι.
Ξεκουράζομαι.
Τα γόνατα μου ξέμαθαν. Το ίδιο η καρδιά. Δεν ασκείται. Εδώ, διασχίζοντας την άκρη ενός μαντρότοιχου, που δεν διακρίνω, όμως, ούτε σπίτι, ούτε τίποτα. Μόνο δέντρα και λίγο ουρανό. Εδώ, κανείς δεν είναι ικανός να με κρίνει.
Είμαι λεύτερος.

Μετά από πέντε λεπτά, καβαλικεύω το άτι μου, που μου αναγεννά τόσες αναμνήσεις. Πιστό και μη παραπονιάρικο, δίτροχο, άτι.
Επιστρέφω στο πατρικό. Ακόμη κι οι πολύ μικρές, ανηφόρες, πλέον, με δυσκολεύουν.
Δεν θέλω να επιστρέψω, μα πρέπει. Χρήματα, με περιμένουν.

Η μητέρα, όταν είναι η ώρα, με αποχαιρετά με ένα χάδι στα μαλλιά –εκείνος δεν επέστρεψε ακόμη.
Χαμηλώνω το κεφάλι, και αποχωρώ.
Παίρνω το πρώτο, άδειο, ταξί.



Το διαμέρισμα μου, στο κέντρο της πόλης, με υποδέχεται.
Ευτυχώς, τα κλειδιά, τα είχα θάψει, προσωρινά, μες την άμμο, κάτω από την πετσέτα θαλάσσης.

Υπήρχε ένα διάστημα, που γυμναζόμουν τακτικά. Τι γυμναζόμουν, δηλαδή. Κοιλιακοί, βάρη. Μια ώρα ποδήλατο.
Αναρωτιόμουν, για ποια γυναίκα γυμναζόμουν, και που, ανέπνεε, εκείνη. Έπλενα και τα δόντια. Τώρα γιατί.
Μα όλα ετούτα, ανήκουν στο παρελθόν.


Ήταν μια γυναίκα,
που το μόνο που επιθυμούσε,
Ήταν μια αντρική παλάμη, απαλά,
στο μάγουλο της.

Τη βλέπω που δακρύζει.
Είναι δυνατόν, να συμβαίνει,
Κάτι τέτοιο;

Κρατά την παλάμη μου,
στο ίδιο σημείο.
Χαμογελά.

Τα μάτια της, γυαλίζουν,
αστράφτουν,
Το πρόσωπο ..αλλάζει.

Είναι,
της,
της Αλεξάνδρας.

Της προκλητικής γυναίκας.


Ξυπνώ έντρομος.
Ούτε μια ώρα, δεν έχω κοιμηθεί.
Απόγευμα, Σαββάτου.
Μαγειρεύω, σκέτες τηγανιτές πατάτες.
Ούτε τυρί. Ούτε σαλάτα. Μήτε ψωμί. Στερημένα -κατά τους βολεμένους.
Ποτό; ΟΧΙ.
(Οι άνθρωποι, δεν πίνουν τσάι και χαμομήλι, που έχουν αντιβακτηριδιακές ιδιότητες. Και μετά απορούν, γιατί τους κυνηγούν τόσες αρρώστιες, ως μεσήλικες και γηραιότεροι).
Δεν έπινα, έως πριν ένα εικοσιτετράωρο. Μα ήταν τόσο γλυκές οι γεύσεις, που παρασύρθηκα. Ήθελα κι άλλο ποτό.
Μήπως η ζαλάδα, η μέθη, μ’ έκανε να ξεχάσω, το μοιραίο του σέξ;
Ακόμη δεν αισθάνομαι, στερητικό σύνδρομο.
Λες να με φύλαξε ο Θεός;
Από αύριο, πρέπει να αλλάξουν, όλα.
Να ενεργοποιηθώ. Προς το καλύτερο.
(Αν ξημερώσει, με καλή, προσωπική μου, διάθεση).

Το ίδιο απόγευμα, χτυπά το τηλέφωνο.
Είναι η μαμά.

- Μαμάκα μου.
- Απόστολε, πως είσαι;
- Καλά. Μόνο ένας μικρός πονοκέφαλος.
- Έφαγες κάτι;
- Τηγάνισα πατάτες. Θα πάρω και πονστάν.
- Μπράβο.
- Ξέρεις, πρέπει, κάποια στιγμή, ν’ αντιμετωπίσεις τον πατέρα σου.
- Κάποια στιγμή.
- Πότε;
- Όταν. Θα δούμε. Άστο τώρα.
- Καλά.
-παύση-
- Γιατί δεν έρχεσαι, καμιά φορά, μαζί μας, όταν βγαίνουμε;
- Μαμά. Γιατί; Για να λέει συνέχεια (μιας και δεν μπορεί να κρατά το στόμα του, κλειστό) πως μου κάνει τα έξοδα;
- Θέλει να είσαι ευτυχισμένος.
- Αλήθεια –χασκογελώ.
- Καλά καλά, προσθέτω. Κάποια στιγμή. Σ’ αφήνω τώρα.
- Να προσέχεις.
- Καλά καλά. Γειά σου τώρα.
- Γεια σου, αγόρι μου.


Σηκώνομαι να βρω την φωτοτυπία της ταυτότητας μου, θεωρημένη ευτυχώς, από εκείνο το ταξίδι που λογάριαζα να πάω, στο εξωτερικό. Όμως, κάποιος πούστης, δεν με άφησε.


Το απόγευμα, περνά, διαβάζοντας ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρέα με σκέψεις, του τύπου: Τι ωραία που ξέφυγα, από την παλιά μου γειτονιά, που μου γεννούσε σκέψεις, κακίας, και σημεία καταδίωξης. Με την τηλεόραση να παίζει διαφημίσεις, προερχόμενες από τομάρια, που ποτέ τους δεν θα μου έδιναν, εργασία.
Η παλιά μου γειτονιά. Με το πράσινο της, και τις βόλτες με το ποδήλατο, που ακόμη κι εκείνες, καταντούσαν τελικά, ανιαρές. Αντί να είμαι στο σπίτι, και να κάνω σέξ. Δεν ξέρω αν το χειρότερο που μπορεί να πάθει ένας ωραιοπαθής, είναι να μένει μόνος.
(Για να μην θυμάμαι, τι συνέβη στην Νέα Μάκρη, με την Αλεξάνδρα, σημαίνει πως αυτή καθαυτή η πράξη, δεν αξίζει, μία. Τελικά καλά λένε: το σέξ πρέπει να γίνεται, μόνο για αναπαραγωγή).

Τώρα θα ζήσω μόνος,
όπως ήθελα, πάντα.
(όπως μου ταίριαζε;
Σαν τη νοητική κοπρόσταση
των Αγίων).

Δίχως τα βλέμματα των γειτόνων,
Τα δήθεν υποκριτικά, καλά
Και την τάση, ορισμένων από αυτούς,
Να κάνουν φασαρία, συζητώντας
-γκαρίζοντας δηλαδή-
Ως τις 2 τα ξημερώματα.


Τώρα έχω ξεφύγει.
Λέω να ξεκουραστώ.
Ετοιμάζω, μόνο, ένα τσάι, με 4 κουταλιές μέλι, κι έπειτα, κάθομαι με το τηλεκοντρόλ, να διακόπτει το ζάπιγκ, σε μια συχνότητα, όπου μια αλλοδαπή, μεσήλικη, ας πούμε, γυναίκα, και ένας σοβαρός νέος, ενήλικος, έχουν μια εκπομπή με συνοικέσια.
Είναι άμεσοι και οι δύο. Σοβαροί. Ετοιμόλογοι συνήθως.
“Κόβουν” όποιον τηλεφωνεί, από τα λεγόμενα, αν όντως επιθυμεί, γνωριμία, με σκοπό το γάμο ή είναι επιφανειακός –με βλέψεις, ήδη γνωστές…
Καμία νέα γυναίκα, δεν τηλεφωνεί. Μόνο κάτι πενηντάρες, –συν κάτι… χρόνια. Μερικοί εξηντάρηδες –γεροντοέρωτες- χαμογελώ.
Οι περισσότεροι που σηκώνουν το ακουστικό του σπιτιού τους, για να επικοινωνήσουν, είναι άντρες, γύρω απ’ τα τριάντα. Ως συνήθως.
Ευτυχώς, εδώ πέρα, δεν επιβιώνουν οι διαφημίσεις. Να ησυχάσει το κεφάλι μου. Να αποκτήσω σεβασμό για τον εαυτό μου.
Αλήθεια, τι πιστεύουν ότι θα πετύχουν, αυτοί οι δύο, παρουσιαστές;
Στο λέω εγώ: ΤΙΠΟΤΑ.
Όπως ακούω, μόλις: «Σας έδωσα κι ο ίδιος, ζωντανά, το τηλέφωνο μου. Ναι. Με πήραν κάποιες κοπέλες, ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα, μα μου το κλείνουν, μόλις ρωτώ ποιος είναι».

Το τσάι μου κρύωσε. Βγάζω το ποτήρι, μες από το κέντρο, από ένα μεγάλο μπρίκι, με παγωμένο νερό, που γλύφει τα τοιχώματα του ποτηριού.
Σβήνω το χαζοκούτι.
Προσπαθώ να ακούω τον γρύλο της νύχτας.
Ανάμεσα από τους θορύβους μιας άκαρδης πόλης.


Η ζωή μου, τελείωσε. Έχω τα κότσια, και το παραδέχομαι. Όχι σαν κάτι ανόητους, που όλο λένε, έχω ελπίδα, και όλο, κάτι περιμένουν, που φυσικά, ποτέ δεν παρουσιάζεται.
Τι τυχερός που είμαι και τα παρατάω.
Κι άσε τους άλλους, να μιλάνε για πεπρωμένο.
Λες και σ’ εκείνους, δεν τους έλειψε τίποτα.

Βολεμένα ανθρωπάκια, με παχυλούς μισθούς, και δουλειά γραφείου.
Καθισιό δηλαδή.

7


Φυσικά και δεν ενεργοποιήθηκα.


Μερικές ημέρες μετά.
Σκέψεις, πριν βγω, να πάρω το λεωφορείο, για τη λαϊκή, στο κέντρο της περιοχής μου: Πρέπει να ξανακλέψω. Υπάρχουν τόσα λεφτά, εκεί έξω. Τόσα πράγματα που δεν είναι, δικά μου. Τόση τεχνολογία, περί διασκέδασης. Νέα τεχνολογία.
Πρέπει να ξανακλέψω.
Αυτό το καλοκαίρι, πρέπει να γλεντήσω κι εγώ, τη ζωή μου.
Δεν είναι στον τύπο μου, να προσπαθώ. Αυτό δεν κατάλαβαν, ποτέ. Δεν θέλησαν, οι γύρω μου. Κι όλο με επέκριναν που ανοιγόμουν και μοίραζα τα σκόρπια, έστω, κομμάτια, της ψυχής. Πόσο σιχαινόμουν, τους σταθερούς.. χαρακτήρες: Στέκονταν αμήχανοι εμπρός στο βάραθρο, που έγλυφε το ένα τους πόδι.
Αναρωτιέμαι, αν μπορώ να αισθάνομαι, ακόμη, σεβασμό προς τον εαυτό μου, με τέτοιου είδους, σκέψεις.
Τίποτα από κεί έξω, δεν με πείθει, πλέον, ότι πρέπει να αγωνιστώ στη ζωή μου. Ούτε ακόμη ακόμη, τα περισσότερα εμπόδια στα του βίου μου, που όμως γνωρίζω, πως με προετοίμαζαν για μεγαλύτερες ευθύνες –π.χ. οικογένεια προσωπική μου. Κλώτσαγα στα αχαμνά, τις δοκιμασίες. Είχα μεγαλύτερα προβλήματα να αντιμετωπίσω. Όπως εκείνα, κάθε τρεις μήνες. Και λιγότερο –το καλοκαίρι.

Τίποτα δεν με πείθει, από τις προσπάθειες των ανθρώπων, εκεί έξω. Ούτε η διάθεση τους να ξεχωρίσουν. Έστω κι αν ετούτο το: «ξεχωρίσουν» σημαίνει κάτι βαθύτερο, που δεν είμαι σε θέση απ’ όσο φαίνεται, να διακρίνω τη σημασία του. Όλα με πληγώνουν εκεί έξω. Περισσότερο, μια σούμα από τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών. Με τις σφαγές στον Λίβανο, να εξακολουθούν, πιο προκλητικές από ποτέ.
Με τους προδότες, πάνω στην Κυβέρνηση, να λένε, πως ευχαρίστως θα στέλναμε στρατεύματα, ως ειρηνευτική δύναμη, εκεί κάτω, όταν θα γινόταν ειρήνη. Αν είναι δυνατόν να τελεστεί συμφωνία, μεταξύ μαχητών, που δεν πιστεύουν σε Χριστό –μήπως ηρεμήσουν- με επίσης, άμυαλους, που ούτε εκείνοι αναγνωρίζουν την Σταύρωση του Υιού του Θεού. Μήπως εξίσου, ηρεμήσουν.
Μα τι να περιμένεις από τον προδότη Πρωθυπουργό μας, τον εκάστοτε κάθε φορά, που πηγαίνει όλο και πιο συχνά, στις Η.Π.Α, όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες, ώστε να υπογράψουν, ο καθένας, με την σειρά του, στο βιβλίο της υποταγής. Μήπως και ξεχρεώσουν κάποτε, την ανοικοδόμηση της Ευρώπης, από το σχέδιο Τρούμαν.
Πόσο χάρηκα, που γκρεμίσανε το άγαλμα, του παλιανθρώπου, που έδωσε εντολή να βομβαρδιστεί με ατομικά όπλα, η Ιαπωνία. (Μια πλατεία μας, επιτέλους ανάπνευσε).
Όλες οι ανακοινώσεις, για πεταμένα παιδιά, σε κάδους σκουπιδιών. Το δράμα της μητέρας εκείνης, στην Βέροια, που πιστέψτε, δεν πρόκειται να αποδοθεί δικαιοσύνη, αφού η μαφία δίνει εντολές, στην αστυνομία, ποιους να συλλαμβάνει και ποιους, όχι. Παρομοίως η μαφία του παρακράτους που ως υποταγμένη στους Αμερικανούς, σταμάτησε τις έρευνες για τις υποκλοπές σε μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας.
Παρακολουθούσα χτες, μια μικρή αναφορά, περί του ζητήματος, με τα μούτρα του προέδρου της εταιρείας: τόσο πλούσιος, τόσο περήφανος. Αγέρωχος, ανέγγιχτος από θεσμούς και Κρατική καταπίεση. Όντως, τελικά, δεν υφίστανται Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, παρά εταιρείες.
Στον Καναδά, σκοτώνουν τις φώκιες, όπως εμάς εδώ, η ακρίβεια. Είμαι πολύ θυμωμένος, τελευταία, με όλα ετούτα. Πάρα πολύ.
Ναι. Πρέπει να ξανακλέψω.
Λες να συνηθίσω; Δεν φοβάμαι, τίποτα, πλέον;
Είμαι έτοιμος να αλλάξω τη ζωή μου, τόσο δραματικά;


Καθισμένος σε μια θέση του λεωφορείου, με τα γυαλιά ηλίου, να κρύβουν το βλέμμα μου –τη διάθεση καλύτερα- απομακρύνομαι προσωρινά από το σπίτι.
Τι να ψωνίσω; Δεν ξέρω.
Καρπούζι, για να καταλάβω καλοκαίρι. Τσάι και χαμομήλι που είναι στο τέλος, στα σακουλάκια τους. Πατάτες; Μπα, άλλη φορά. Κρεμμύδια; Μπα. Έχω. Τι άλλο; Κατεβαίνοντας, βλέπουμε –όπως συνηθίζει να λέει και η, άντε να μη πω, αναίσθητη, Αλεξάνδρα, της Νέας Μάκρης.
Αλήθεια, συλλογίζομαι, όταν μου ανέφερε ότι μου έδωσαν ναρκωτικά, μες σε ένα από τα ποτά μου, εκείνη τη βραδιά στο κλάμπ, δεν φοβόταν μην τους καταδώσω; Τόσο πολύ λοιπόν, φαίνεται στους γύρω μου, πως είμαι δειλός;
Πρέπει να αλλάξει αυτό, μα μου λείπει το κουράγιο.
Πολύ αργά για οτιδήποτε.
Αναρωτιέμαι γιατί ζω.

Τελευταία, στη γειτονιά μου, εδώ, στο κέντρο της πόλης, όλο ρίχνουν καινούρια άσφαλτο στους δρόμους. Πλησιάζουν, βλέπεις, Δημοτικές εκλογές, πως στο καλό.. τις λένε. Σκοτίστηκα! Είχα σκεφτεί και τι θα κάνω: θα μπω στο παραβάν. Θα πετάξω τα ψηφοδέλτια, ολονών, και θα ρίξω άδειο το φάκελο, στο «χαζοκούτι» του Κράτους.



Επιστρέφοντας στο σπίτι, έχοντας αγοράσει επίσης, μερικά ακόμη, ζευγάρια κάλτσες, και εσώρουχα, εισερχόμενος στην πολυκατοικία, μια γιαγιά, πιθανόν κάτοικος, άλλου ορόφου, σκυφτή όπως πέρασε, λόγων προβλημάτων υγείας, φαίνεται με κοίταξε απλά, πολύ απλά. Όπως το τίμιο βλέμμα των ανθρώπων, με ζεστή καρδιά, μες το στέρνο τους. Όπως το βλέμμα μιας γιαγιάς μου, που δυστυχώς, μόνο από τη φωτογραφία της, πότε πότε, προκαλεί στο πρόσωπο μου, μερικά δάκρυα.
Αφήνω τις σακούλες, κάτω, στο διάδρομο. Ψάχνω το κλειδί, μα, μα.. Μα η πόρτα, είναι.. Είναι ξεκλείδωτη! Εγώ κλειδώνω, πάντα. Κλειστή, μα ξεκλείδωτη. Δεν τολμώ να προχωρήσω.
Ξανανάβω το κουμπί με το φως, στον διάδρομο, με τις σκάλες.
Τι κάνουμε τώρα;
Θα μπω κι ότι γίνει. Ήδη, η ζωή μου είναι, ένα πατημένο σκατό.

Δεν προλαβαίνω να εισέλθω εσωτερικά του σπιτιού, με τις σακούλες ανά χείρας, και το θέαμα που παρουσιάζεται εμπρός μου, είναι το κάτι άλλο.
Τα πάντα αναποδογυρισμένα.
Έχουν μετακινηθεί τα έπιπλα. Ανακατεμένα τα πράγματα, στα δωμάτια, πεταμένα παντού. Μου κλέψανε όλα τα καλά πουκάμισα, κρεμασμένα στις ντουλάπες, αφόρετα σχεδόν. Πάει και η τηλεόραση. Ένα παλιό στερεοφωνικό. Δεν βρήκαν φαίνεται, κάτι άλλο, αξίας, του γούστου τους, να αρπάξουν. Ή δεν πρόλαβαν; Ποιος ξέρει.
Μα αυτοί οι ηλίθιοι οι γείτονες, δεν άκουσαν τίποτα;
Αλλά βέβαια, αφού τους είχα τη μουσική, δυνατά, απογεύματα, γιατί να νοιαστούν για μένα;
Μήπως να καλέσω την αστυνομία;
Είσαι τρελός; Μιλά η συνείδηση (μάλλον μόνο μια αμυντική διάθεση). Θέλεις να σε αναγνωρίσουν για την κλοπή στο ψιλικατζίδικο, Απόστολε; Σύνελθε.
Μήπως, ότι συνέβη σήμερα, είναι μια προειδοποίηση, να αλλάξω γνώμη, να μην ξανακλέψω;
Το σοκ μου μεγάλο.
Κάπως έτσι θα αισθανόταν και ο πατέρας μου, όταν του έκλεβα χρήματα, μικρός, από τις τσέπες.

Κάθομαι σε μια πολυθρόνα. Δεν τολμώ να σκεφτώ, ποιος ή ποιοι, διέπραξαν τούτη την –πράγματι- κτηνωδία, εναντίον της υποτιθέμενης ηρεμίας μου.
Ποιος με έκλεψε;
Ποιος το έπραξε;
Οι λωποδύτες δεν είναι προσωπολήπτες.
Μήπως.. Μήπως επειδή, τώρα δηλαδή που λείπουν οι περισσότεροι σε καλοκαιρινές διακοπές. Μήπως παρακολουθούσαν την πολυκατοικία. Μα έπρεπε να τύχει σ’ εμάς; Σ’ εμένα;
Αυτόματα, θυμήθηκα μια εκδρομή μου στην Αίγινα, για δυο μέρες. Το επόμενο της άφιξης μου, πρωινό, κατέβηκα στην κοντινή από το ξενοδοχείο, παραλία. Λίγα μέτρα μακρύτερα, από την κατοικία του Καζαντζάκη. Συναντάς πολλά βράχια εκεί, απ’ όσο θυμάμαι. Προσπαθούσα να βρω ένα σημείο να απλώσω την πετσέτα και κατόπιν να βουτήξω. Μα ήταν ένας περίεργος τύπος που με ακολουθούσε, και εκείνη η τάση του, για συζήτηση, ενεργοποίησε μέσα μου, άμυνες. Πως αυτός ο τύπος δεν πήγαινε για καλό. Κλέφτης ήταν, ομοφυλόφιλος, δεν με ενδιέφερε. Δεν απάντησα σε καμιά ερώτηση του. Προφασίστηκα πως δεν μου άρεσε η παραλία. Ανέβηκα στον δρόμο, περπάτησα για λίγη ώρα, αναζητώντας αμμουδιά με περισσότερο κόσμο, όπου τελικά, απόλαυσα τη θάλασσα.

Οι λειτουργίες του εγκεφάλου μου, με το σοκ που διανύω, αρχίζουν να ζεσταίνονται. Να ξυπνούν.
Το αίτιο.
Βρες το αίτιο.
Ποιος ή ποιοι. Για ποιο λόγο.
Καλοκαίρι όντως. Λείπουν αρκετοί σε διακοπές.

Μα αυτό δεν είναι λόγος για.. Τι λέω ο άνθρωπος; Κάνουν διάκριση οι κλέφτες;
Μα ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ, ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ;
- Τι ψάχνεις τώρα, μονολογώ.

Ένας θυμός ξεκινά, μέσα μου.
Θα τον βρω, όποιος κι αν είναι!
Το είχα ορκιστεί: όποιος με ξαναγγίξει, βιαιοπραγώντας εναντίον μου, θα το πλήρωνε!!
Σηκώνομαι θυμωμένος.
Βγαίνω με προορισμό το κοντινό μου σούπερ μάρκετ, για κείνο το καλό, κοφτερό, μαχαίρι.
Κάποιος θα το πλήρωνε, και πολύ άσχημα, μάλιστα.
Τα νεύρα μου ανέλαβαν το “οδήγημα”.
(Όποιος πλησιάζει το σαρκοφάγο φυτό, της παρανομίας, του κακού, τον αρπάζει, με μηχανική δύναμη).

Ψάχνοντας στους διαδρόμους, λογαριάζω, ποιος ή ποιοι, με είχαν τόσο, προκαλέσει. Το ορκίστηκα, είπαμε!
Επιστρέφοντας από το σούπερ μάρκετ, μου παίρνει πολύ ώρα, να τακτοποιήσω τα πάντα. Να περάσω ότι βρήκα, πεταμένο στο πάτωμα, με οινόπνευμα. Να βάλω πλυντήριο. Να καθαρίσω όπως και ότι, μπορούσα. Απόγευμα πλέον, βγαίνοντας στο μπαλκόνι, ξαπλώνω στο ντιβάνι, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Κρατώντας στο χέρι, που πλησίαζε τον τοίχο, το κοφτερό μαχαίρι που αγόρασα.
Θα μου το πληρώσεις!

Κλείνω τα μάτια. Βαθιές αναπνοές.

Άραγε, ποιος με προκαλεί; Μήπως.. Μήπως.. Μπα, αποκλείεται. Αφού, αφού.. Αφού δεν ξέρει, που έμενα. Μήπως με ακολούθησαν; Μα ποιος; Πως; Πότε;
Ένα όνομα, φαντάζει πιο πιθανό, στο στερέωμα.
Δεν ξέρω πως, μα όλο εκεί, ενεργοποιούνται οι ντετέκτιβ του νου. Αν είναι αυτή.. Αν είναι, θα έχει άσχημο τέλος.
(Όποιος πλησιάζει το σαρκοφάγο φυτό, της παρανομίας, του κακού, τον αρπάζει, με απίστευτα μηχανική δύναμη).

Η ώρα περνά. Τηλεόραση πλέον, γιοκ. Πρέπει να αγοράσω καινούρια.
Όταν..
Μετά..
Ύστερα απ’ ότι πρέπει να γίνει.

Μπανιαρίζομαι αφότου απλώνω τα ρούχα, στην απλώστρα, σε ένα άδειο δωμάτιο που χρησιμοποιώ για τούτο το σκοπό.
Ας ξημερώσει η μέρα, και βλέπουμε.
Να ‘ξερες τι σε περιμένει!